Η ΙΣΑΓΓΕΛΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ της Οσίας Ειρήνης της Χρυσοβαλάντου

Όταν η Ορθοδοξία πανηγύριζε, τον 9ο αιώνα, την αναστήλωση των ιερών εικόνων, τότε η οσία Ειρήνη, αν και προορισμένη για τη βασιλική πορφύρα, προτίμησε το ταπεινό μοναχικό ράσο και «ὤφθη νύμφη ἄμωμος Κυρίου» στη Μονή του Χρυσοβαλάντου. Έφτασε σε υψηλά μέτρα αρετής, και ο βίος της κοσμείται με θαυμαστές αγγελικές εμφανίσεις και οπτασίες.
Φωτιά στο κουκούλι της αγίας
Μια νύχτα, ενώ προσευχόταν, άναψε ο διάβολος ένα κερί από το καντήλι κι έβαλε φωτιά στο κουκούλι της. Σύντομα η φωτιά μεταδόθηκε μέχρι κάτω και καψάλισε όχι μόνο τα ρούχα της αγίας, αλλά και πολλά σημεία του σώματος: τους ώμους, το στήθος, τα νεφρά, την πλάτη.
Μια μοναχή πήρε είδηση από τη μυρωδιά κι έτρεξε στο κελί της οσίας, που συνέχιζε την προσευχή της ασάλευτη. Η μοναχή έσβησε τη φωτιά. Και τότε άκουσε την οσία να της λέει με παράπονο:
–Γιατί, αδελφή μου, με στέρησες από τέτοια αγαθά; Μέχρι τώρα στεκόταν μπροστά μου άγιος άγγελος και μου έπλεκε στεφάνι από λουλούδια τόσο ωραία και ευωδιαστά, που ποτέ μου δεν είδα ούτε οσφράνθηκα. Και τη στιγμή που άπλωνε το χέρι του να βάλει στο κεφάλι μου εκείνο το ωραίο στεφάνι, ήρθες εσύ, κι εκείνος έφυγε. Πολύ, μα πάρα πολύ με λύπησες…
Οι λευκοντυμένοι και φωτόμορφοι νέοι
Κάποια Μεγάλη Παρασκευή, ενώ έψαλλαν οι μοναχές την ακολουθία των αγίων Παθών, η οσία Ειρήνη ήρθε σε έκσταση. Βλέπει να μπαίνουν στην εκκλησία αναρίθμητοι νέοι, λευκοντυμένοι και φωτόμορφοι. Κρατούσαν κιθάρες κι έψαλλαν ύμνους δοξολογικούς στον Θεό. Κρατούσαν φιάλες με μύρο ευωδιαστό και το άδειαζαν πάνω στην αγία Τράπεζα.
Δεν έλειψε από κοντά της ο άγγελος
Όταν η οσία έγινε ηγουμένη της Μονής του Χρυσοβαλάντου και ανέλαβε την πνευματική ευθύνη των μοναζουσών, ζήτησε από τον Θεό το προορατικό χάρισμα, για να διορθώνει τα κρυφά παραπτώματά τους. Ο Κύριος την άκουσε και της έστειλε φωτόμορφο άγγελο, που την χαιρέτησε και της είπε:
–Χαίρε, πιστή δούλη του Θεού! Ο Κύριος μ’ έστειλε να σε διακονώ για χάρη εκείνων που θα σωθούν με τη βοήθειά σου. Με πρόσταξε να στέκομαι πάντα κοντά σου και να σου φανερώνω με σαφήνεια τα απόκρυφα.
Από τότε δεν έλειψε από κοντά της ο άγγελος. Καθημερινά μιλούσε μαζί του, κι εκείνος της φανέρωνε τα κρυφά έργα του καθενός, όχι μόνο των μοναζουσών, αλλά και όσων πήγαιναν για να την επισκεφθούν και ν’ ακούσουν τη διδαχή της.
Προόραση θανάτου
Κάποιος ευλαβής και γνώριμος της Μονής, που λεγόταν Χριστοφόρος, πληροφορήθηκε από την οσία τον επικείμενο θάνατό του. Ενώ συζητούσαν, η οσία έβλεπε έναν λαμπρό νέο να στέκεται πίσω του και να κρατάει δρεπάνι ακονισμένο. Τριγύρω του ήταν κι άλλοι, που μετρούσαν τα χρόνια της ζωής του με τα δάχτυλα, και αποφάσισαν πως η μέρα εκείνη ήταν η τελευταία της ζωής του.
Το μακάριο και ιλαρό τέλος της
Ύστερα από υπεραιωνόβια καρποφόρο βιοτή, ήρθε καιρός να πληρώσει και η οσία, σαν άνθρωπος, το κοινό χρέος. Στις 26 του Ιουλίου παρουσιάζεται άγγελος Κυρίου και της λέει:
–Γνώριζε ότι τον ερχόμενο χρόνο, στις 30 του ίδιου μηνός, θα παρασταθείς στο θρόνο του Θεού.
Την προκαθορισμένη μέρα, ενώ προσευχόταν, άρχισε να χαμογελάει βλέποντας του αγίους αγγέλους που την χαιρετούσαν. Αμέσως έλαμψε το πρόσωπό της, έκλεισε τα μάτια και παρέδωσε την αγία ψυχή της στα χέρια του Θεού.
Η μαγεμένη μοναχή
Κάποτε στη Μονή του Χρυσοβαλάντου προσήλθε για να μονάσει μια κοπέλα από επιφανή οικογένεια της Καππαδοκίας. Ύστερα από την κανονική δοκιμασία η ηγούμενη οσία Ειρήνη την κούρεψε μοναχή.
Ο μισόκαλος διάβολος, όμως, φρύαξε από το κακό του για τη σωτηρία άλλης μιας ψυχής. Και τι έκανε; Άναψε σφοδρό έρωτα στην καρδιά του πρώην μνηστήρα της, που με ακατασίγαστο πόθο άρχισε να την αναζητάει παντού. Δεν δίστασε, μάλιστα, τυφλωμένος από το παράφρονο πάθος του, να καταφύγει σ’ έναν περίφημο μάγο της Καππαδοκίας και να του τάξει χρήματα πολλά, αν κατάφερνε κι έφερνε πάλι στα χέρια του τη νεαρή γυναίκα. Κι εκείνος ο υπηρέτης του σατανά επιστράτευσε όλες του τις μαγγανείες.
Η νεόκουρη μοναχή τότε, εντελώς απροσδόκητα, φλογίστηκε κι αυτή από μανιακό έρωτα για τον παλιό της μνηστήρα. Χάνοντας σχεδόν τα λογικά της, άρχισε να χτυπιέται, να φωνάζει, να κλαίει και να επαναλαμβάνει γοερά το όνομά του.
–Ορκίζομαι, απειλούσε, πως, αν δεν μπορέσω να τον ξαναδώ, θα κρεμαστώ!
Κάθε τόσο έτρεχε στην πύλη της Μονής. Με κραυγές και βρισιές φοβερές, πίεζε την πορτάρισσα μοναχή να την αφήσει να βγει έξω.
Η θλίψη της αγίας Ειρήνης ήταν απερίγραπτη. Γρήγορα κατάλαβε πως είχε να κάνει με δαιμονικά τεχνάσματα. Κάλεσε αμέσως όλες τις μοναχές και, αφού τις συμβούλεψε να φυλάγονται από τις πανουργίες του διαβόλου, τις πρόσταξε να νηστεύσουν αυστηρά και να προσευχηθούν με πολλή θέρμη για μια εβδομάδα, κάνοντας μάλιστα χίλιες μετάνοιες καθημερινά για χάρη της ταλαίπωρης αδελφής τους.
Πραγματικά, όλη η αδελφότητα, με βαθύ πόνο και θερμά δάκρυα, άρχισε τις ικεσίες προς τον Θεό. Η οσία ζητούσε ιδιαίτερα τις μεσιτείες του συμπατριώτη της Μεγάλου Βασιλείου, στον οποίο έτρεφε ξεχωριστή ευλάβεια. Του παραπονιόταν τώρα, γιατί ανεχόταν να γίνονται στην πατρίδα τους, την Καππαδοκία, τέτοια ανοσιουργήματα.
Είχαν περάσει οι τρεις πρώτες μέρες της νηστείας και της προσευχής. Στα χαράματα της τέταρτης μέρας εμφανίζεται ολοζώντανος μπροστά στην οσία ο άγιος Βασίλειος.
–Γιατί μου παραπονιέσαι, Ειρήνη, της είπε, πως τάχα ανέχομαι να γίνονται βρώμικες δουλειές στην κοινή μας πατρίδα;… Να, σήμερα η Μητέρα του Κυρίου θα βρίσκεται στις Βλαχέρνες. Πήγαινε εκεί με την άρρωστη μαθήτριά σου κι Εκείνη θα φροντίσει για τη θεραπεία της.
Μόλις ξημέρωσε, η οσία πήρε την άρρωστη κι άλλες δύο μοναχές και κίνησε για το ναό των Βλαχερνών. Εκεί, γονατιστή όλη τη μέρα μπροστά στη θαυματουργική εικόνα της Κυρίας Θεοτόκου, θερμοπαρακαλούσε με πόνο τη χάρη της, βρέχοντας το δάπεδο με καυτά δάκρυα.
Όταν, τα μεσάνυχτα, ο ύπνος τής έκλεισε απαλά τα μάτια, είδε σε όνειρο τη Βασίλισσα των Ουρανών. Το πρόσωπό της αστραποβολούσε από θείο φως. Μπροστά και πίσω της πήγαιναν αναρίθμητοι άγγελοι και άγιοι, που βάδιζαν με σεβασμό και συστολή. Η Παντάνασσα στάθηκε μπροστά στη μαθήτρια της αγίας Ειρήνης. Ύστερα κάλεσε τον Μέγα Βασίλειο και τον ρώτησε:
–Γιατί η Ειρήνη άφησε το Μοναστήρι της και βρίσκεται αυτή την ώρα εδώ;
–Η Ειρήνη, Δέσποινα, κατέφυγε στην ισχυρή σου προστασία. Έκαναν μάγια στη μαθήτριά της και τώρα σε παρακαλεί να τη θεραπεύσεις.
–Κάλεσε την Αναστασία!, πρόσταξε η Θεοτόκος.
Αμέσως παρουσιάστηκε μπροστά της η αγία μεγαλομάρτυς Αναστασία η Φαρμακολύτρια.
–Εσύ, της είπε η Παναγία, έχεις ειδικό χάρισμα από τον Υιό μου να θεραπεύεις αυτού του είδους τις αρρώστιες. Εξέτασε, λοιπόν, σε συνεργασία με τον Βασίλειο, τούτη την κόρη και θεράπευσέ την.
Την ίδια στιγμή οι άγιοι Βασίλειος και Αναστασία, αφού προσκύνησαν, έφυγαν για την Καππαδοκία. Συγχρόνως, ακούστηκε μια φωνή να λέει στην οσία Ειρήνη:
–Γύρισε στο Μοναστήρι σου κι εκεί θα δεις τη θεραπεία της μαθήτριάς σου.
Με την ηχώ αυτής της φωνής ξύπνησε η οσία. Έκθαμβη, αναλογιζόταν την ουράνια οπτασία…
Ήταν Παρασκευή, ώρα Εσπερινού, κι όλη η αδελφότητα του Χρυσοβαλάντου βρισκόταν στην εκκλησία, όταν η αγία Ειρήνη επέστρεψε στη Μονή με τις τρεις αδελφές. Στο τέλος της ακολουθίας, διηγήθηκε στις μοναχές, που την περίμεναν με αγωνία, το όραμά της. Στη συνέχεια, τις πρόσταξε να υψώσουν τα χέρια τους στον ουρανό και μ’ ένα στόμα να φωνάξουν το «Κύριε, ελέησον!».
Όλων οι προσευχές ενώθηκαν τότε σε μια πανίσχυρη ικεσία, που έκρουσε δυνατά και αποτελεσματικά τη θύρα του θείου ελέους. Το δάπεδο του ναού βράχηκε από τα πονεμένα δάκρυα των μοναστριών.
Ξάφνου, γεμάτες δέος, είδαν να εμφανίζονται ψηλά στον αέρα η αγία Αναστασία και ο Μέγας Βασίλειος. Συνάμα ακούστηκε μια φωνή, που έλεγε στην οσία Ειρήνη:
–Άπλωσε τα χέρια σου, πάρε τούτα ’δω και πάψε να μας ονειδίζεις.
Η οσία άνοιξε την αγκαλιά της, όπου έπεσε από ψηλά ένα παράξενο δέμα.
Έτρεξαν αμέσως όλες οι αδελφές, άναψαν κεριά κι άρχισαν να λύνουν το δέμα, που ζύγιζε τρεις λίτρες περίπου. Όταν το άνοιξαν, είδαν με αποτροπιασμό πως περιείχε δυο μολυβένια ειδώλια –ομοιώματα της άρρωστης μοναχής και του πρώην μνηστήρα της– αγκαλιασμένα και δεμένα με τρίχες και κλωστές. Ήταν ακόμα γραμμένες κάποιες δαιμονικές επικλήσεις, καθώς και το όνομα του μάγου.
Όλη τη νύχτα οι αδελφές έμειναν στο ναό, δοξολογώντας τον Κύριο και τη Μητέρα Του. Το πρωί, η οσία Ειρήνη έστειλε τις δυο μοναχές, που την είχαν συνοδεύσει στις Βλαχέρνες, καθώς και την άρρωστη, στο ναό της αγίας Αναστασίας, δίνοντάς τους κεριά, θυμίαμα, λάδι, πρόσφορο και τα διαβολικά αντικείμενα του δέματος.
–Με το λάδι ν’ ανάψετε τα καντήλια στον τάφο της αγίας, τους είπε. Τα κεριά και το πρόσφορο να τα δώσετε στον ιερέα, για να τα χρησιμοποιήσει στη θεία Λειτουργία.
Έτσι κι έκαναν. Μετά τη Λειτουργία, διηγήθηκαν τα καθέκαστα στον ιερέα, κι εκείνος της κατέβασε στον τάφο της αγίας. Εκεί προσευχήθηκε και άλειψε με λάδι από το καντήλι την άρρωστη. Ύστερα ανέβηκε στο ναό, πήρε αναμμένα κάρβουνα και άρχισε να καίει τα μάγια. Όσο αυτά, ένα–ένα, καίγονταν, τόσο η δαιμονόπληκτη μοναχή λυτρωνόταν από την επήρεια του πονηρού, ελευθερωνόταν από τα αόρατα δεσμά της, ξανάβρισκε τα λογικά της και ευχαριστούσε τον Παντοδύναμο.
Όταν πια όλα είχαν γίνει στάχτη, μέσ’ από τ’ αναμμένα κάρβουνα άρχισαν να βγαίνουν τέτοιες κραυγές, που λες κι εκείνη την ώρα έσφαζε κανείς ένα κοπάδι χοίρων. Όλοι όσοι ήταν εκεί πανικοβλήθηκαν κι έφυγαν τρέχοντας από το ναό, διακηρύσσοντας συνάμα την ακαταμάχητη δύναμη της μεγαλομάρτυρος Αναστασίας.
Οι δύο μοναχές γύρισαν στη Μονή με τη γιατρεμένη πια μοναχή και διηγήθηκαν στις υπόλοιπες όσα θαυμαστά παρακολούθησαν. Όλες τότε, μ’ ένα στόμα, δόξασαν και ευχαρίστησαν τον Θεό για τη θεραπεία της αδελφής τους, η οποία επετεύχθη μέσω των θεοπειθών δεήσεων και ευχών της οσίας Ειρήνης της Χρυσοβαλάντου της θαυματουργού…
Τα πανεύοσμα μήλα της αγίας
Μια νύχτα, κατά την εορτή του Μεγάλου Βασιλείου, ήρθε μια φωνή προς την οσία Ειρήνη που της έλεγε: «Να υποδεχθείς τον ναύκληρο που έρχεται στο Μοναστήρι σου σήμερα και σου φέρνει οπωρικά· φάε με χαρά απ’ αυτά κι ας αγάλλεται η ψυχή σου». Όταν έψαλλαν τον Όρθρο στη Μονή της, έστειλε δυο μοναχές προς την πύλη λέγοντάς τις: «Πάτε στην πύλη και βάλτε μέσα τον ναύκληρο που θα βρείτε έξω».
Όταν ήρθε προς την οσία ο άνθρωπος, αφού χαιρέτησε ο ένας τον άλλον, προσευχήθηκαν και κάθισαν. Έπειτα τον ρώτησε η αγία πώς και ήρθε μέχρι εκεί. Κι αυτός της είπε: «Ναύτης είμαι εγώ, κυρία μου, από το νησί της Πάτμου. Μπήκα σ’ ένα πλοίο με σκοπό να έρθω εδώ στην Πόλη για κάποια δουλειά μου. Όταν αρχίσαμε να ταξιδεύουμε κι ήμασταν στην άκρη του νησιού, είδαμε στη στεριά έναν ωραίο και θεοειδή γέροντα, ο οποίος μας φώναξε να τον περιμένουμε. Εμείς, μη μπορώντας να σταθούμε, μια και ήμασταν κοντά στους βράχους και είχαμε ενάντιο τον άνεμο, τρέχαμε. Τότε εκείνος φώναξε δυνατότερα προστάζοντας το πλοίο να σταθεί. Αμέσως –ω, τι θαύμα!– σταμάτησε το πλοίο και εκείνος ο ηλικιωμένος άνθρωπος ήρθε προς αυτό περπατώντας πάνω στα κύματα. Όταν πια έφτασε το πλοίο έβγαλε τρία μήλα μέσα από τον κόρφο του, μου τα έδωσε και μου είπε: «Δώσε αυτά στον Πατριάρχη, σαν φτάσεις στη Βασιλεύουσα, και πες του ότι του τα έστειλε ο Πανάγαθος Θεός και ο δούλος Του Ιωάννης από τον Παράδεισο». Μετά, έβγαλε άλλα τρία όμοια μήλα και μου λέει: «Αυτά, να τα πας δώρο στην Ηγουμένη της Μονής του Χρυσοβαλάντου που λέγεται Ειρήνη και να της πεις: “Φάγε απ’ αυτά που πεθύμησε η καλή σου η ψυχή· καθότι τώρα δα εγώ έρχομαι από τον Παράδεισο και σου τα έφερα για σένα!”». Κι αφού τα είπε αυτά, ευλόγησε τον Θεό και μας ευχήθηκε. Κι ευθύς αμέσως το πλοίο κίνησε κι αυτός έγινε άφαντος. Τα τρία μήλα τα έδωσα στον Πατριάρχη. Έφερα και στην αγιοσύνη σου και τα υπόλοιπα τρία».
Ακούγοντας αυτά η οσία δάκρυσε από τη χαρά της και πολλές ευχαριστίες απέδωσε στον αγαπημένο Μαθητή και Απόστολο του Χριστού. Έβγαλε τα μήλα ο ναύκληρος από ένα μεταξένιο και χρυσοΰφαντο μαντήλι, όπου τα είχε φυλαγμένα με τιμή σαν θεία πράγματα που ήταν και, με πολλή ευλάβεια, τα έδωσε στην αγία. Και τούτα τα μήλα του Παραδείσου δεν έμοιαζαν καθόλου με τα επίγεια και πρόσκαιρα μήλα ούτε στη ωραιότητα, ούτε στην ευωδία, ούτε και στο μέγεθος. Ο ναύτης, αφού πήρε την ευλογία και τη συγχώρεση από την οσία, αναχώρησε.
Η αγία νήστεψε μια βδομάδα ευχαριστώντας τον Κύριο για τη δωρεά που της έστειλε και για τη δόξα Του άρχισε κι έτρωγε για σαράντα μέρες τα μήλα κάθε μέρα από λίγο, δίχως να γευτεί ψωμί ή λάχανα ή άλλο φαγώσιμο. Και τόση ευωδία έβγαινε από το στόμα της, όταν έτρωγε από τα μήλα, που γέμισε τις οσφρήσεις όλων των αδελφών καθώς και όλο το Μοναστήρι, που ήταν σαν να έφτιαχναν εκεί καθημερινά μύρα και αρώματα πολύτιμα. Όλος ο αέρας γέμισε από τη θαυμάσια αυτή τερπνότητα του Παραδείσου.
Κι όταν ήρθε η αγία και Μεγάλη Πέμπτη, μετά τη Μετάληψη, τεμάχισε η αγία και το δεύτερο μήλο και έδωσε από ένα κομμάτι στην κάθε μια αδελφή. Αυτές δεν ήξεραν τι ήταν, μόνο αισθάνονταν στο στόμα τους την ευωδία και τη γλυκύτητα και θαύμαζαν που ένιωθαν στη ψυχή τους πολλή ευφροσύνη και αγαλλίαση.
Όταν πλησίασε το τέλος της επίγειας ζωής της, μια βδομάδα πριν παραδώσει τη ψυχή της στον Κύριο, μένοντας τελείως άσιτη, πήρε στα χέρια της το τρίτο μήλο και δοκιμάζοντάς το τρεπόταν η κατ’ άνθρωπον λύπη και αθυμία της σε ευθυμία και αγαλλίαση και χαιρόταν η πανόλβια οσία του Θεού Ειρήνη, αναλογιζόμενη ποια απόλαυση έμελλε να κληρονομήσει στην ουράνια Βασιλεία…