Σ’ ἕνα μοναστήρι ζοῦσε ἕνας εὐλαβέστατος Ἱερεύς. Ὀλιγογράμματος ἦταν ὁ Ἱερεύς, ἀλλά κληρικός δυνατῆς πίστεως, μεγάλης ἀρετῆς καί πολλῶν πνευματικῶν ἀγώνων.
Παρέμενε στήν Προσκομιδή ὄρθιος γιά πολλές ὧρες, παρ’ ὅλο πού εἶχαν ἀνοίξει οἱ φλέβες τῶν ποδιῶν του καί ἔτρεχαν. Πολλές φορές φαίνονταν τά αἵματα, πού ἔτρεχαν κάτω στό ἔδαφος ἀπό τήν ὀρθοστασία γιά τήν μνημόνευση τῶν πολλῶν ὀνομάτων.
Μέχρι τελευταίας στιγμῆς ἄνθρωπος Θυσίας καί μάλιστα ἐκοιμήθη ἀμέσως μετά ἀπό Θεία Λειτουργία.
Ὅπως ἦταν ὀλιγογράμματος, ἀπό κάποια παρανόησι τρόπον τινά, δέν τοποθετοῦσε κανονικά τίς μερίδες στόν Ἅγιο Δίσκο.
Ὅταν τοποθετοῦμε τή μερίδα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου πάνω στόν Ἅγιο Δίσκο, λέμε: «Παρέστη ἡ Βασίλισσα ἐκ δεξιῶν Σου…».
Ὁ γέροντας Ἱερεύς νόμιζε ὅτι, ἀφοῦ λέγει «ἐκ δεξιῶν Σου», πρέπει νά τοποθετεῖται ἡ μερίδα τῆς Παναγίας δεξιά τοῦ Ἀμνοῦ (ὅπως κοίταζε τόν Ἅγιο Δίσκο)· δηλαδή τοποθετοῦσε ἀνάποδα τίς μερίδες.
Κάποτε ἐπισκέφθηκε τήν Ἱερά Μονή ἕνας Ἀρχιερεύς, γιά νά χειροτόνηση ἕναν διάκονο.
Στούς Αἴνους μπαίνει ὁ Ἀρχιερεύς στό Ἱερό Βῆμα, ντύνεται καί ἐν συνεχείᾳ πηγαίνει στήν Προσκομιδή, ἡ ὁποία ἔχει ἤδη ἑτοιμασθεῖ μέχρι κάποιου ὁρισμένου σημείου, καί ἀπό κεῖ καί
ὑστέρα συνεχίζει ὁ Ἀρχιερεύς πρῶτος τίς μνημονεύσεις, αὐτός καί μόνον αὐτός.
Πρόσεξε, λοιπόν, ὅ Ἀρχιερεύς ἐκεῖνος ὅτι τίς μερίδες τίς εἶχε τοποθετήσει ἀνάποδα ὁ ἱερεύς.
– Δέν τίς ἔβαλες καλά, πάτερ μου, τίς μερίδες, τοῦ εἶπε.
– Γιά ἔλα ἐδῶ, πάτερ. Ἡ Παναγία μπαίνει ἀπό ’δω καί τά Τάγματα μπαίνουν ἀπό ’κει. Δέν σοῦ τό εἶπε κανένας, δέν σέ εἶδε κανένας πῶς κάνεις τήν Προσκομιδή;
– Ναί, Σεβασμιώτατε, ἀπάντησε ὁ γέροντας Ἱερεύς. Κάθε μέρα, πού λειτουργῶ (διότι δέν ὑπῆρξε ἡμέρα, πού νά μή λειτουργήση), μέ βλέπει ὁ Ἄγγελος διάκονός μου, ἀλλά δέν μοῦ εἶπε τίποτα. Συγγνώμη, πού σάν ἀγράμματος πού εἶμαι, ἔκανα τέτοιο λάθος· θά προσέχω ἀπό τώρα καί στό ἑξῆς.
– Ποιός; ποιός εἶπες ὅτι σέ ὑπηρετεῖ ἐδῶ; ρώτησε ὁ ἐπίσκοπος. Δέν σέ ὑπηρετεῖ μοναχός;
– Ὄχι, εἶπε ὁ ἱερεύς, Ἄγγελος Κυρίου.
Βουβάθηκε ὁ ἐπίσκοπος, τί νά πῆ;! Ἔμεινε κατάπληκτος καί βέβαια κατάλαβε ὅτι μπροστά του εἶχε ἕναν ἁγιασμένο κληρικό.
Τό μεσημέρι, μετά τήν τράπεζα, ὁ ἐπίσκοπος ἀποχαιρέτησε τόν Ἡγούμενο καί τούς ὑπολοίπους μοναχούς καί ἀναχώρησε.
Τήν ἄλλη ἥμερα, νύχτα ἀκόμη, ὅταν πῆγε ὅπως πάντα ὁ γέροντας Ἱερεύς στό Ἅγιο Βῆμα, γιά νά κάνη τήν Προσκομιδή, κατέβηκε κι ὁ Ἄγγελος Κυρίου. Ἐνῶ προσκομοῦσε, παρατήρησε ὁ Ἄγγελος πώς ὁ ἱερεύς ἔβαλε σωστά τίς μερίδες.
– Ὡραῖα, τοῦ εἶπε, πάτερ! Τώρα τά ἔβαλες σωστά!
– Ναι, ἐσύ ἤξερες τό λάθος μου, πού ἔκανα τόσα χρόνια! Καί γιατί δέν μοῦ τό ἔλεγες, γιατί δέν μέ διόρθωσες; ρώτησε.
– Τό ἔβλεπα, ἀλλά ἐγώ δέν ἔχω τέτοιο δικαίωμα. Δέν εἶμαι ἄξιος νά διορθώνω ἱερέα. Ἐγώ, συνέχισε ὁ Ἄγγελος, ἔχω ἐντολή ἀπό τόν Θεό νά διακονῶ καί νά ὑπηρετῶ τόν ἱερέα. Μόνο ὁ ἐπίσκοπος ἔχει τέτοιο δικαίωμα!