Έχει ήδη φτιάξει το αριστούργημα του την “Κοιμωμένη” του στο Α’ Νεκροταφείο, μόλις στα 24 του,
όταν εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια της ψυχικής του ασθένειας πιθανώς συνδυασμός κληρονομικής προδιάθεσης και ερωτικής απογοήτευσης (με την συγχωριανή του Μαριγώ Χριστοδούλου που οι γονείς της τον απέρριψαν).
Η αυταρχική μάνα του θεωρεί ότι αυτή που τον τρελαίνει είναι η γλυπτική, ενώ συμβαίνει ακριβώς το ανάποδο.
Μόνο η γλυπτική θα μπορούσε να τον γλιτώσει, όπως φάνηκε αργότερα.
Του απαγορεύει αυστηρά να ασκεί την τέχνη του.
Τον πάνε στο εξωτερικό, αλλά δε βλέπει βελτίωση.
Δέκα χρόνια βολοδέρνει στην Τήνο, αποπειράται να αυτοκτονήσει κι έπειτα τον κλείνουν για 16 χρόνια στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας.
Εκεί, χωρίς φάρμακα, μέσα στη βρόμα, δεμένος με αλυσίδες, αποτρελαίνεται.
Η προσωπικότητα του μεγάλου καλλιτέχνη αποδομείται εντελώς.
Όταν πεθαίνει ο πατέρας του, η μάνα του τον ξαναπαίρνει στην Τήνο, ενώ είναι πια 51 ετών.
Η γριά συνεχίζει να του απαγορεύει κάθε επαφή με το μάρμαρο και τη γλυπτική.
Έχει πετάξει ανάκατα τα έργα του στο υπόγειο που το έχει κλειδωμένο.
Μερικές φορές τον πιάνει να φτιάχνει κάποια προπλάσματα κρυφά και του τα σπάει.
Ο μπάρμπα-Γιάννης είναι ο τρελός του χωριού.
Γίνεται νεροκουβαλητής, οι χωριανοί του δίνουν τις κατσίκες τους να τις βοσκήσει, τα παιδιά τον κοροϊδεύουν κι αυτός τριγυρίζει κουρελής, μαζεύοντας από χάμω τις γόπες για να καπνίσει.
Το βράδυ γυρίζει στο σπίτι του και κάθεται αμίλητος σε μια γωνιά, για να μην τον μαλώσει η γριά μάνα του.
Η Αθήνα τον έχει ξεχάσει, το έργο του έχει τελειώσει πρόωρα.
Και γίνεται το θαύμα!
Το 1916, η μάνα του πεθαίνει.
Και τότε ο 65χρονος Γιαννούλης κάνει το απίστευτο.
Δε χύνει σταγόνα δάκρυ, δεν ακολουθεί την κηδεία της, αλλά ανοίγει το υπόγειο και αρχίζει αμέσως να δουλεύει.
Οι χωριανοί το θεωρούν ως την αναμενόμενη αντίδραση ενός τρελού, αλλά δεν είναι έτσι.
Η καταπιεσμένη τέχνη του εκρήγνυται. Μέσα σε λίγους μήνες έχει θεραπευτεί εντελώς.
Η σμίλη του αρχίζει να βγάζει και πάλι αριστουργήματα, και μάλιστα με μια εντελώς νέα τεχνοτροπία.
Το φαινόμενο μοναδικό.
Για 40 χρόνια δε δούλεψε την τέχνη του, δεν ενημερώθηκε για τις εξελίξεις και ξαφνικά αναδύθηκε ένας ολοκαίνουριος καλλιτέχνης, σαν να φοιτούσε σε ένα δικό του εσωτερικό σχολείο.
Από τα 65 του χρόνια ως τα 84 έφτιαξε μια ολόκληρη σειρά από αριστουργήματα.
Η Αναπαυμένη, η Μήδεια, ο Οιδίπους κλπ. Πεθαίνοντας, συγκέντρωσε την αγάπη και τον σεβασμό ολόκληρης της Ελλάδας.
Φανταστείτε μόνο ποια θα ήταν η ζωή και το έργο του αν είχε γονείς που θα τον ενθάρρυναν αντί να τον απαξιώνουν.
Φανταστείτε πόσα θα είχε κερδίσει η Ελληνική Τέχνη αν ο γλύπτης (ισάξιος του Ροντέν), δεν είχε χάσει αυτά τα 40 πιο παραγωγικά χρόνια της ζωής του, τα πιο σκλαβωμένα επιδέξια χέρια στην ιστορία της τέχνης !
Η φωτογραφία είναι από το σπίτι-εργαστήρι του, στην οδό Δαφνομήλη 35, στο κέντρο της Αθήνας