Οἱ στιγμές αὐτές εἶναι οἱ ἑξῆς, κατά σειρά:
1) Ἀπό τό Δοξαστικό τῶν Αἴνων καί κατά τήν διάρκεια τῆς Δοξολογίας, εἴμαστε ὄρθιοι.
2) Στήν ἀρχή τῆς θείας Λειτουργίας, ὅταν ὁ Ἱερέας ἀπαγγέλλει τό «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός…», ὅλοι εἴμαστε ὄρθιοι καί στό ἄκουσμα τῶν τριῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος κάνουμε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ μέ εὐλάβεια.
Κατόπιν μποροῦμε νά καθίσουμε. Ἐάν λειτουργεῖ ὁ Ἐπίσκοπος σηκωνόμαστε τήν στιγμή κατά τήν ὁποία στά «Εἰρηνικά» μνημονεύεται τό ὄνομά του, κάνοντας ὑπόκλιση. Αὐτό σέ ἔνδειξη σεβασμοῦ πρός τόν Ἐπίσκοπο καί γιά νά δεχθοῦμε τήν εὐλογία πού μᾶς δίνει ἐκείνη τήν στι-γμή.
Θά πρέπει νά προσέξουμε τό πῶς καθόμαστε καί τό πῶς σηκωνόμαστε, γιατί τήν στιγμή ἐκείνη δημιουργεῖται θόρυβος καί ἀταξία.
3) Ὅταν ψάλλονται τά Ἀντίφωνα, δηλ. τό «Ταῖς πρεσβίαις τῆς Θεοτόκου» καί τό «Σῶσον ἡμᾶς, Υἱέ Θεοῦ», εἴμαστε ὄρθιοι.
4) Ὄρθιοι εἴμαστε ὅταν ἀρχίζει ἡ μικρή Εἴσοδος μέ τήν λιτάνευση τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου. Ἄλλωστε ὁ Διάκονος ἤ ὁ Ἱερέας θά δώσουν τό παράγγελμα «Σοφία· Ὀρθοί.», δηλ. νά ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ, τό ἱερό Εὐαγγέλιο. Ὅλοι ὄρθιοι.
5) Καθόμαστε μετά τήν μικρή Εἴσοδο κατά τήν διάρκεια πού ψάλλονται τά Ἀπολυτίκια.
6) Ὅταν ψάλλεται ὁ Τρισάγιος ὕμνος, εἴμαστε ὄρθιοι καί κάνουμε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ μέ εὐλάβεια.
7) Καθόμαστε ὅταν ἀπαγγέλλεται ὁ Ἀπόστολος.
8) Μετά τήν ἀπαγγελία τοῦ Ἀποστόλου σηκωνόμαστε καί παραμέ-νουμε ὄρθιοι κατά τήν διάρκεια πού ψάλλεται τό «Ἀλληλουάριο», μέχρι καί τό πέρας τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς. Ἄλλωστε αὐτό εἶναι καί τό παράγγελμα τοῦ Διακόνου «Σοφία· ὀρθοί· ἀκούσωμεν τοῦ Ἁγίου Εὐαγγελίου».
9) Ὅταν ἐκφωνοῦνται τά «Κατηχούμενα», εἴμαστε καθισμένοι, σηκωνόμαστε στίς δυό εὐχές τῶν πιστῶν.
10) Μέ τήν ἔναρξη τοῦ Χερουβικοῦ ὕμνου θά σηκωθοῦμε ὄρθιοι καί θά παραμείνουμε στήν ὀρθία θέση μέχρι νά τελειώσει ἡ Μεγάλη Εἴσοδος.
11) Ὄρθιοι εἴμαστε κάθε φορά πού ὁ Ἱερέας μᾶς θυμιάζει ἤ μᾶς εὐλογεῖ ἀπό τήν ὡραία Πύλη.
12) Κατά τήν διάρκεια τῆς ἐκφωνήσεως τῶν «Πληρωτικῶν», ἔχουμε τήν δυνατότητα νά καθίσουμε. Θά σηκωθοῦμε ὅμως τήν στιγμή πού ὁ Ἱερέας βγαίνει στήν ὡραία Πύλη λέγοντας τό «Εἰρήνη πᾶσι» καί θά παραμείνουμε ὄρθιοι, κατά τήν διάρκεια τῆς ἀπαγγελίας τοῦ «Πιστεύω». Μετά ἀπ’ αὐτό συνεχῶς θά στεκόμαστε ὄρθιοι, διότι μέ τό παράγγελμα τοῦ Ἱερέα ἤ τοῦ Διακόνου «Στῶμεν καλῶς· στῶμεν μετά φόβου» ἀρχίζει τό σημαντικώτερο τμῆμα τῆς θείας Λειτουργίας, πού εἶναι ἡ Ἁγία Ἀναφορά, δηλ. ἡ εὐλογία τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου καί ἡ μεταβολή τους σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ. Στό «Ἄξιόν ἐστιν» δέν καθόμαστε. Θά παραμείνουμε ὄρθιοι μέχρις ὅτου ὁ Ἱερέας μετά τήν ψαλμωδία τοῦ «Ἄ-ξιόν ἐστιν», βγεῖ στήν ὡραία Πύλη καί εὐλογήσει λέγοντας τό «Καί ἔσται τά ἐλέη τοῦ μεγάλου Θεοῦ».
13) Στήν συνέχεια μποροῦμε νά καθήσουμε. Θά σηκωθοῦμε ὅμως, ὅταν θά ἀκούσουμε τό παράγγελμα γιά τήν ἀπαγγελία τοῦ «Πάτερ ἡμῶν» καί θά παραμείνουμε ὄρθιοι μέχρι τό «Πρόσχωμεν. Τά Ἅγια τοῖς ἁγίοις».
14) Τήν ὥρα πού ψάλλεται τό «Κοινωνικό» καθόμαστε, ἀλλά μόλις θά ἐμφανιστεῖ ὁ Ἱερέας στήν ὡραία Πύλη, μέ τό ἅγιο Ποτήριο στά χέρια, καλώντας τούς πιστούς στήν θεία Μετάληψη μέ τό «Μετά φόβου Θεοῦ», θά σηκωθοῦμε καί θά παραμείνουμε ὄρθιοι μέχρι τήν Ἀπόλυση τῆς θείας Λειτουργίας.
Στό β´ βιβλίο τῶν «Ἀποστολικῶν Διαταγῶν» ἔχουμε μία λεπτομερή περιγραφή τῶν λειτουργικῶν συνάξεων, ὅπως αὐτές τελοῦνταν στήν Ἀντιόχεια κατά τό τέλος τοῦ δ´ αἰώνα. Σχετικά μέ τό θέμα μας ἀναφέ-ρονται τά ἑξῆς:
«Καθελέσθω τό πρεσβυτέριον, εἰς τό ἕτερον μέρος. Οἱ λαϊκοί καθελέσθωσαν μετά πάσης ἡσυχίας καί εὐταξίας.Καί αἱ γυναῖκες κεχωρισμένως καί αὐταί καθελέσθωσαν, σιωπήν ἄγουσαι. Καί ὅταν ἀναγινωσκόμενον ᾖ τό Εὐαγγέλιον πάντες οἱ Πρεσβύτεροι καί Διάκονοι καί πᾶς ὁ λαός στηκέτωσαν μετά πολλῆς ἡσυχίας. Οἱ μέν νεώτεροι ἰδίᾳ καθελέσθωσαν, ἐάν ᾖ τό-πος, εἰ δέ μή στηκέτωσαν ὀρθοί. Οἱ δέ τῇ ἡλικίᾳ προβεβηκότες καθελέσθωσαν ἐν τάξει. Τά δέ παιδία ἑστῶτα προσλαμβανέσθωσαν αὐτῶν οἱ πατέρες καί μητέρες. Καί μετά τοῦτο (δηλαδή μετά τό κήρυγμα) συμφώνως ἅπαντες ἐξαναστάτες, προσευξάσθωσαν τῷ Θεῷ. Μετά ταῦτα γενέσθω ἡ θυσία, ἑστῶτος παντός τοῦ λαοῦ καί προσευχομένου ἡσύχως».
Εἶναι ἀλήθεια πώς δέν ὑπάρχουν εἰδικές διατάξεις πού καθορίζουν τό πότε κάθονται οἱ πιστοί. Αὐτό ρυθμιζόταν ἀπό τά διάφορα παραγγέλ-ματα τοῦ Διακόνου ἤ τοῦ Ἱερέα σύμφωνα μέ τά ὁποῖα οἱ πιστοί κάθονταν, σηκώνονταν ἤ ἔκλιναν τά γόνατα.
Στά μοναστήρια ὑπάρχει ἕνα εἶδος ἄγραφου τυπικοῦ, πού καθορίζει πότε στέκονται καί πότε κάθονται οἱ μοναχοί. Πότε κατεβαίνουν καί πότε ἀνεβαίνουν στά στασίδια τους. Πότε σκύβουν, πότε καλύπτουν καί πότε ἀποκαλύπτουν τό κεφάλι.
Στίς Ἐνορίες τά πράγματα δέν εἶναι τόσο ἰδανικά, λόγω τῆς ἀνομοιομορφίας τοῦ ἐκκλησιάσματος ἤ γιατί δέν ὑπάρχει λειτουργική ἀγωγή.
Φυσικά ὅσοι Ἱερεῖς συμβουλεύουν καί προσπαθοῦν νά διορθώσουν τά κακῶς κείμενα, ὁ κόσμος αὐτό τό θεωρεῖ παρατήρηση. Οἱ Ἱερεῖς αὐτοί εἶναι οἱ κακοί. Τούς κατηγοροῦν ὅτι διώχνουν τόν κόσμο ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Ὁ Ἱερέας δέν θά κάνει τόν ἀξιωματικό ὑπηρεσίας προκειμένου νά λέγει στούς πιστούς πότε νά κάθονται καί πότε νά εἶναι ὄρθιοι.
Οἱ πιστοί στήν θεία Λειτουργία, ἐφόσον μποροῦν, πρέπει νά χρησιμοποιοῦν τήν ὄρθια στάση προσευχῆς, ὄχι ὡς ἀγκαρία, ἀλλά ὡς ἄσκηση.