Ο Παπα-Δημήτρης Γκαγκαστάθης βρισκόταν μία ημέρα μέσα σ’ ένα λάκκο και έρριχνε νερό σ’ ένα βαρέλι. Από εκεί, μ’ ένα λάστιχο, το νερό έφτανε στους εργάτες που φύτευαν σ’ ένα χωράφι 150 μέτρα πιο πέρα. Όλη την ημέρα εργαζόταν, προσευχόμενος και ευχαριστώντας τον Θεό, που τον είχε γλυτώσει από ένα μεγάλο κακό. Κάθε φορά που έρριχνε νερό στο βαρέλι έλεγε και το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Το απόγευμα, πριν βασιλεύσει ο ήλιος, έκανε το Απόδειπνο και μετά, ενώ έψελνε τα μεγαλυνάρια της Υπαπαντής με πολλή κατάνυξι, άκουσε μία φωνή βατράχου, ωσάν να εφώναζε και άλλους να συγκεντρωθούν. Ώ του θαύματος, όλοι οι βάτραχοι που ευρίσκοντο εκεί κοντά, συγκεντρώθηκαν γύρω από τον Παπα-Δημήτρη στα δύο μέτρα. Γυρισμένοι προς το μέρος του, ακροάζονταν -κάνοντας απόλυτη ησυχία- τα τροπάρια που έψελνε.
Μόλις τελείωσε τα τροπάρια ο Παπα-Δημήτρης, άρχισαν οι βάτραχοι να τραγουδούν κι αυτοί, ωσάν να ήταν λογικοί άνθρωποι και μετά, ήσυχα-ήσυχα όπως είχαν συγκεντρωθεί, αποχώρησαν.
– Αφού δεν είσαι άξιος, Παπα-Δημήτρη, να κηρύξης στον λαό, είσαι για τους βατράχους, μονολόγησε τότε ο Πατήρ Δημήτρης ο Γκαγκαστάθης.
ΠΑΠΑ-ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΑΓΚΑΣΤΑΘΗΣ
(“Η Ζωοφιλία των Αγίων και η Αγιοφιλία των Ζώων”, Σίμωνος Μοναχού, σ. 204-205)