Παραμονή Χριστουγέννων και το ποτάμι ἐστράφη εἰς τα ὀπίσω!

Στὴν μνήμη τοῦ Γέροντος Εὐμενίου Λαμπάκη ποὺ κοιμήθηκε ἀνήμερα Χριστούγεννα τοῦ 2005

Στὸ χωριὸ Μυριοκέφαλος ὑπάρχει ἕνα Μοναστήρι ποὺ ἔχει τὴν θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Μυριοκεφαλίτισσας. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ λέγεται ὅτι εἶναι ἀπὸ τὶς ἑβδομήντα ποὺ εἶχε φτιάξει ὁ Ἀπόστολος Λουκᾶς. Τὸ Μοναστήρι ἦταν Μετόχι τῆς Μονῆς τοῦ Προφήτη Ἡλία καὶ κάθε μῆνα πήγαινε ἕνας ἱερομόναχος ἀπὸ τὴν κυρίαρχη Μονή, γιὰ νὰ ἐξυπηρετήσει ὄχι μόνο τοὺς μονάζοντες σὲ αὐτό, ἀλλὰ καὶ ὅλο τὸ χωριό.

 Μία χρονιὰ, παραμονὲς Χριστουγέννων, ἦταν ἡ σειρὰ τοῦ πατρὸς Εὐμενίου νὰ πάει στὸ Μετόχι καὶ μὲ ἱερὴ ἀνάμνηση διηγήθηκε κάποτε στὸν πατέρα Σπυρίδωνα:
-Ἐκείνη τὴν χρονιά, παιδί μου, εἴχαμε πολὺ βαρυχειμωνιὰ καὶ πολλὰ χιόνια στὸ Μοναστήρι. Τὸ κρύο ἦταν τότε τσουχτερό, ὄχι ὅπως εἶναι τώρα. Ἦταν ἄγριοι οἱ χειμῶνες ἐκεῖνα τὰ χρόνια. Ἐτοιμάσθηκα, λοιπόν, τὴν προπαραμονὴ νὰ πάω νὰ λειτουργήσω στὸ Μετόχι, στὴν Παναγία. Θὰ κάναμε νωρὶς τὸν Ἐσπερινὸ μὲ τοὺς πατέρες καὶ μετὰ θὰ ἔπαιρνα τὴν φοράδα τῆς Μονῆς καὶ θὰ ἔφθανα τὴν ἄλλη μέρα στὸ χωριό. Ἦταν μακρὺς ὁ δρόμος, ἄγριος καὶ δύσβατος. Περνοῦσες μέσα ἀπὸ φαράγγια καὶ κακοτοπιές. Ἀπὸ νωρὶς εἶχε ἕνα ἄγριο ξεροβόρι. Ἄρχισε νὰ φυσάει πολύ, νὰ ψιλοχιονίζει καὶ νὰ κάνει πάρα πολὺ κρύο. Πῆγα, λοιπόν, ἀπὸ νωρὶς καὶ ἀχυροτάϊσα τὴν φοράδα. Μὲ θωρεῖ ὁ Ἡγούμενος, ὁ πατὴρ Βασίλειος, ἕνας Ἅγιος Γέροντας, καὶ μοῦ λέει:

-Εὐμένιε, ποῦ θὰ πᾶς;
-Θὰ πάω, Γέροντα, μὲ τὴν εὐχή σας νὰ λειτουργήσω αὔριο στὴν Παναγία.
-Τί λές, Εὐμένιε, δὲν φοβᾶσαι τὸν Θεό; Δὲν βλέπεις τὶ γίνεται ἐδῶ πέρα, χαλάει ὁ κόσμος ἀπὸ τὸ κρύο, τὸν ἀέρα, τὴν βροχή, τὸ χιόνι, πῶς θὰ πᾶς;
Ἐκεῖνα τὰ χρόνια, παιδί μου, δὲν εἴχαμε οὔτε ὀμπρέλες οὔτε ἀδιάβροχα καὶ ἦταν δύσκολες οἱ μετακινήσεις, ἀλλὰ τοῦ λέω:
-Γέροντα, μὲ τὴν εὐχή σας θὰ πάω.
-Πῶς θὰ πᾶς; Σὲ μία ὥρα θὰ σκοτεινιάσει καὶ δὲν θὰ βλέπεις!
-Γέροντα, μὲ τὴν εὐχή σας, τοῦ λέω, θὰ πάρω τὸν λύχνο τῆς Μονῆς καὶ θὰ πάω.

 Καὶ τὸν βλέπει, λέει, ὁ Ἡγούμενος νὰ παίρνει τὸν λύχνο, ὁ ὁποῖος εἶχε τέσσερα φυτίλια, γιὰ νὰ φωτίζει περισσότερο, καὶ ἀφοῦ πρῶτα ἔβαλε λίγο λάδι ἀπὸ τὸ καντήλι τοῦ Προφήτη Ἡλία τὸ ἀπογέμισε μὲ λάδι ἀπὸ τὸ μπουκάλι. Ἔβαλε τρεῖς ἐδαφιαῖες μετάνοιες στὴν εἰκόνα τοῦ Προφήτη Ἡλία καὶ ἄναψε τὸν λύχνο ἀπὸ τὸ καντήλι του.

-Βγῆκα, λοιπόν, παιδί μου ἔξω καὶ φύσαγε τόσο ὁ ἀέρας, ποὺ ἦταν ἕτοιμος νὰ πάρει τὴν φοράδα καὶ ἐμένα. Ὁ λύχνος, ὅμως, παιδί μου, δὲν ἔσβηνε. Εἶναι, παιδί μου, δυνατὸν; Κι ὅμως εἶναι δυνατόν, ὁ λύχνος δὲν ἔσβηνε καὶ μοῦ ἔφεγγε ὅλη τὴν νύχτα. Ὅταν ἔφθασα σὲ ἕνα σημεῖο ποὺ λέγεται κακός πόρος, ἔπρεπε νὰ περάσω ἕνα ρυάκι ποὺ τὸ καλοκαίρι γίνεται ξεροπόταμο, ἀλλὰ τὸν χειμῶνα κατέβαζε πολὺ νερό, ὅταν ἔβρεχε, καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος γιὰ νὰ περάσεις. Φθάνοντας, λοιπόν, ἐκεῖ κοντὰ στὸ ρυάκι θωρῶ τὴν φοράδα καὶ βάζει ἀντισκάρι τὰ δυό της μπροστινὰ πόδια καὶ δὲν ἤθελε νὰ πάει οὔτε μπρὸς οὔτε πίσω. Κάτι εἶχε τρομάξει τὴν φοράδα καὶ δὲν κουνιότανε. Κάνω, ἔτσι, τὸν λύχνο πιὸ ψηλὰ καὶ τὶ νὰ δῶ. Τὸ ποτάμι νὰ ἔχει φουσκώσει, νὰ κατεβάζει ξύλα, κλαδιὰ, πέτρες. Ἐνῶ ἐγὼ ἤξερα ὅτι ἦταν ρυάκι, τώρα τὸ νερὸ περνοῦσε πάνω ἀπὸ μὶα ξύλινη γέφυρα, ἀπὸ τὴν ὁποία περνοῦσαν μόνο πεζοί. Ἐμεῖς ἔπρεπε νὰ περάσουμε μέσα ἀπὸ τὸ ποτάμι, διότι ἡ γέφυρα δὲν ἄντεχε τὸ ἄλογο, ἀλλὰ τὸ ζῶο φοβήθηκε μὲ αὐτὸ ποὺ εἶδε. Κατάλαβε ὅτι κινδύνευε. Ξεπέζευσα, λοιπόν, καὶ σιργούλευα τὸ ζῶο καὶ τοῦ ‘λεγα:
-Μὴν φοβᾶσαι, μὴν φοβᾶσαι δὲν θὰ μᾶς ἀφήσει ἡ Παναγία. Θὰ περάσουμε.

Καὶ βλέπω τὸ ζῶο νὰ σηκώνει τὰ αὐτιά του ψηλὰ καὶ πέφτω, παιδί μου, καταγῆς, ἐνῶ ἔβρεχε καὶ χιόνιζε καὶ λέω:
-Παναγία μου, βοήθησέ με, στὰ χέρια μου εἶμαι, νὰ μὴν μείνεις ἀλειτούργητη. Βοήθησέ με νὰ περάσω μὲ τὸ ζῶο ἀπέναντι.

Καὶ σταυρώνω, παιδί μου, τὸ ποτάμι καὶ τὶ ἔγινε; Ἐσταμάτησε τὸ νερὸ νὰ τρέχει καὶ ἄνοιξε ὁ ποταμὸς σὰν τὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα. Περάσαμε ἀπέναντι καὶ αἰσθανόμουνα τῆς φοράδας τὰ πέταλα νὰ χτυπᾶνε πάνω σὲ ξερὲς πέτρες. Κι ὅταν φθάσαμε στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ ποταμιοῦ ἀκούω ἕναν μεγάλο θόρυβο καὶ ἕνα μεγάλο κύμα καὶ ξαναγύρισε τὸ ποτάμι καὶ ἀκολούθησε τὴν πορεία του.

Τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ γεγονὸς τὸ εἶχε ἐκμυστηρευθεῖ ὁ πατὴρ Εὐμένιος μόνο στὸν πατέρα Σπυρίδωνα, μὲ ἐντολὴ νὰ μὴν τὸ πεῖ σὲ κανέναν ὅσο ἐκεῖνος ζοῦσε. Ὁ πατὴρ Σπυρίδων, ὅμως, τὸ εἶπε κάπου καὶ διαδόθηκε παντοῦ. Γιὰ τὴν ἀνυπακοή του αὐτὴ τὸν ἐπετίμησε μὲ κανόνα ὁ Γέροντας.

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας