Ο Όσιος Ανδρέας ο διά Χριστόν σαλός, χάρη στην υπερφυσική του άσκηση, έγινε σαν άσαρκος ενώ ακόμα βρισκόταν στη σάρκα, γι αυτό και μπορούσε να βλέπει αισθητά τα πνεύματα

Ο Όσιος με τα διορατικά του μάτια είδε πολυάριθμους μαύρους δαίμονες να βαδίζουν μπροστά απο τους ιερείς και να φωνάζουν

Ό όσιος Ανδρέας ό διά Χριστόν σαλός, χάρη στήν υπερφυσική του άσκηση, έγινε σάν άσαρκος ενώ ακόμα βρισκόταν στη σάρκα, γι` αυτό καί μπορούσε να βλέπει αισθητά τά πνεύματα. Μια μέρα είδε στον δρόμο να περνά μια νεκρική πομπή. Κόσμος πολύς, ιερωμένοι καί λαϊκοί, πήγαιναν να κηδέψουν έναν πλούσιο άρχοντα. Ακουγόταν ένα βουητό από ψαλμωδίες, θρήνους καί σπαραχτικές φωνές.

Ό όσιος μέ τά διορατικά του μάτια είδε πολυάριθμους μαύρους δαίμονες να βαδίζουν μπροστά από τούς ιερείς καί να φωνάζουν πιο δυνατά από τούς ψάλτες:
— Αλίμονο του! Αλίμονο του!
Στα χέρια τους κρατούσαν άλλοι κεριά από θειάφι, άλλοι θυμιατήρια πού βρομούσαν σάν κοπριά, καί άλλοι σακούλια με στάχτη, πού τή σκόρπιζαν ολόγυρα. Άλλοτε γάβγιζαν σάν σκύλοι καί άλλοτε γρύλιζαν σάν χοίροι.

Μερικοί είχαν περικυκλώσει τό φέρετρο καί ράντιζαν τό πρόσωπο τού νεκρού μέ βρομόνερα.

Άλλοι πετούσαν κυκλικά στον αέρα καί άγγιζαν τό σώμα του, από τό όποιο αναδινόταν αφόρητη δυσοσμία.

Άλλοι, πάλι, άκολουθούσαν μέ τραγούδια καί χορούς άσεμνους, μέ γέλια καί αστεία χυδαία, χτυπώντας χαρούμενα τά χέρια καί τά πόδια τους. Χλεύαζαν, μάλιστα, τούς ψάλτες καί τούς άλλους χριστιανούς, λέγοντας:
— Στραβοί είστε, ανόητοι, πού ψάλλετε γι’ αυτόν έδώ τόν σκύλο τό Μετά των άγιων ανάπαυσαν την ψυχήν τού δούλου σου. Άκου, δούλος τού Κυρίου ένας άνθρωπος γεμάτος από κάθε ανομία καί ασέλγεια!
Εκείνη τή στιγμή παρουσιάστηκε ό αρχηγός τών δαιμόνων.

Τά φλογισμένα καί άγρια μάτια του προκαλούσαν τρόμο.

Στα χέρια του κρατούσε θειάφι καί πίσσα. Πήγαινε στο μνήμα εκείνου τού δύστυχου, γιά να κάψει τό σώμα του μετά την ταφή.
Είχε σχεδόν περάσει ή κηδεία, όταν ό όσιος είδε έναν ωραίο νέο, πού άκολουθούσε τελευταίος. Φαινόταν πολύ λυπημένος.

Προχωρούσε σκυφτός κι έκλαιγε γοερά. Ό όσιος τόν πλησίασε, νομίζοντας πώς ήταν συγγενής τού νεκρού. Τόν αγκάλιασε μέ συμπάθεια καί τόν ρώτησε:
— Γιά τόν Θεό, πες μου, γιατί κάνεις έτσι; Πρώτη φορά βλέπω τέτοιον θρήνο γιά νεκρό.
Ό νέος, πού ήταν ό φύλακας άγγελος τού νεκρού, αποκρίθηκε:
— Θρηνώ, γιατί τόν κληρονόμησε ό διάβολος. Είδες πώς τόν κηδεύει! Τόν έχασα, γι` αυτό κλαίω.
— Τώρα κατάλαβα ποιος είσαι, είπε ό μακάριος Ανδρέας.
Στη συνέχεια ό άγγελος διηγήθηκε στον όσιο τή ζωή τού νεκρού, πού ήταν ένας άσωτος, άσπλαχνος, αλαζόνας καί άδικος αξιωματούχος τού βασιλιά. Ό θάνατος τόν είχε βρε! αμετανόητο. “Έτσι, οι δαίμονες καί τό σώμα του ατίμασαν καί την ψυχή του άρπαξαν.
— Μπορώ, λοιπόν, να μη θρηνώ γι` αυτόν τόν άνθρωπο, κατέληξε ό άγγελος, πού έγινε παιχνίδι τών δαιμόνων καί βρομερό καταγώγιο της αμαρτίας;
Οι διαβάτες, βλέποντας τόν άγιο να στέκεται μόνος — γιατί τόν άγγελο, φυσικά, δεν τόν έβλεπαν— καί να κάνει σάν να μιλάει μέ κάποιον, έλεγαν μεταξύ τους:
— Κοιτάξτε τόν τρελό! Έπιασε κουβέντα μέ τόν τοίχο!.
Μ’ εκείνους τούς διαβάτες μοιάζουν όσοι, βυθισμένοι στα μάταια έργα καί την ανθρώπινη σοφιστεία, απορρίπτουν την ύπαρξη τών πνευμάτων ή τά υποτιμούν, θεωρώντας τα εντελώς ξένα προς την ύλη.

Είναι, νομίζουμε, απαραίτητο να παραθέσουμε άλλο ένα όραμα τού οσίου Ανδρέα, πού δείχνει τή σχέση τών πνευμάτων μέ την ύλη.

Στήν αρχή τού ασκητικού του αγώνα ό όσιος βρισκόταν αλυσοδεμένος στον Ναό της Αγίας Αναστασίας, στήν Κωνσταντινούπολη, όπου έμεινε τέσσερις περίπου μήνες.

Εκεί μια νύχτα, καθώς προσευχόταν, εμφανίστηκε μπροστά του ένας δαίμονας σάν μαύρος άνθρωπος μ’ ένα τσεκούρι στο χέρι.

Τόν ακλουθούσανε πολυάριθμοι δαίμονες, κρατώντας άλλοι μαχαίρια, άλλοι ρόπαλα, άλλοι σπαθιά, άλλοι σκοινιά.

Ό μαύρος εκείνος ήταν χιλίαρχος καί είχε έρθει μαζί μέ τούς δαίμονές του γιά να σκοτώσει τόν όσιο. Χίμηξε, λοιπόν, εναντίον του μέ τό τσεκούρι υψωμένο. Μαζί του όρμησαν καί οι άλλοι δαίμονες. Ό όσιος τότε ζήτησε μέ δάκρυα τή βοήθεια τού Θεού καί επικαλέστηκε τόν άγιο Ιωάννη τόν Θεολόγο. Την ίδια στιγμή ακούστηκαν από ψηλά μια βροντή καί κάτι σάν οχλοβοή. Ένας σεβάσμιος γέροντας μέ πρόσωπο λαμπερό σάν τόν ήλιο εμφανίστηκε.

Τόν ακολουθούσαν πολυάριθμοι λευκοντυμένοι νέοι. Έκανε στον αέρα τό σημείο τού σταυρού καί πρόσταζε τούς συνοδούς του:
— Αμπαρώστε τίς πόρτες! Κανείς να μη σάς ξεφύγει!
Αστραπιαία εκείνοι εκτέλεσαν την εντολή του, παγιδεύοντας μέσα στήν εκκλησία όλους τούς δαίμονες, πού φώναζαν μεταξύ τους απελπισμένα:
— Μαύρη ή ώρα πού βρεθήκαμε έδώ μέσα! Ό Ιωάννης είναι πολύ σκληρός καί θα μάς βασανίσει ανελέητα!
Ό σεπτός γέροντας πρόσταζε να βγάλουν την αλυσίδα από τόν λαιμό τού Ανδρέα. Την πήρε στα χέρια του, στάθηκε έξω από την πύλη τού ναού καί φώναξε:
— Να μού τούς φέρνετε έναν-έναν!
Τού έφεραν τόν πρώτο.
— Ξαπλώστε τον κάτω, είπε.
Καί αφού δίπλωσε την αλυσίδα στα τρία, έδωσε εκατό χτυπήματα στον δαίμονα, πού κραύγαζε ικετευτικά:
— Έλεος! Έλεος!

Ύστερα ξάπλωσαν καταγής τόν άλλον. Τόν μαστίγωσε κι αυτόν. Τό ίδιο έκανε καί σ’ όλους τούς υπόλοιπους. Καθώς οι δαίμονες έφευγαν δαρμένοι, ό γέροντας τούς έλεγε:
— Πηγαίνετε τώρα στον πατέρα σας, τόν σατανά, καί δείξτε του τό κατάντημά σας, να δείτε πόσο θα χαρεί!
Όταν έγιναν άφαντοι όλοι οι δαίμονες, χάθηκαν καί οι λευκοντυμένοι νέοι. Τότε ό γέροντας πλησίασε τόν όσιο, τού ξαναπέρασε στον λαιμό την αλυσίδα καί τού είπε:
— Είδες πόσο γρήγορα ήρθα να σε βοηθήσω! Νοιάζομαι πολύ γιά σένα, γιατί ό Κύριος μου έδωσε εντολή να φροντίζω γιά τή σωτηρία σου.
— Ποιος είσαι, κύριέ μου; τόν ρώτησε ό όσιος.
Είμαι εκείνος πού έγειρε στο άχραντο καί ζωοποιό
στήθος τού Κυρίου καί Σωτήρα μας Ιησού Χριστού.
“Έτσι είπε καί χάθηκε σάν αστραπή.

Λόγος γιά τά πνεύματα-Λόγος γιά τόν θάνατο Συγγραφέας : Ἅγιος Ἰγνάτιος Μπριαντσανίνωφ.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ

https://yiorgosthalassis.blogspot.com