Σε εξέλιξη βρίσκεται η συλλογή δειγμάτων από 350 περιοχές του Θεσσαλικού Κάμπου που μετατράπηκε σε μια υγρή χωματερή, μετά την επέλαση της κακοκαιρίας Daniel που άφησε πίσω της τουλάχιστον 15 νεκρούς, δύο αγνοούμενους, αλλά και ένα νεκροταφείο ζώων που αποτελεί υγειονομική βόμβα. Το ερώτημα αγροτών και καταναλωτών παραμένει ένα: Θα ζωντανέψει ξανά ο Κάμπος; Και πότε; Οι ειδικοί απαντούν: Χρειάζεται χρήμα, χημικές αναλύσεις του εδάφους και υπομονή.
Κλιμάκια εξειδικευμένων εδαφολόγων του ΕΛΓΟ-Δήμητρα (Ινστιτούτο Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών Λάρισας) «οργώνουν» τη Θεσσαλία λαμβάνοντας δείγματα εδάφους για φυσικοχημικές αναλύσεις.
Επόμενο στοίχημα, αφού απομακρυνθούν εντελώς τα λιμνάζοντα ύδατα και «στεγνώσει» το έδαφος, είναι να προχωρήσουν οι απαραίτητες αναλύσεις για πιθανές επιμολύνσεις του εδάφους από τα φερτά υλικά που κατέβασαν οι ορμητικοί χείμαρροι.
Τα μέτωπα ρύπανσης αλλά και μόλυνσης είναι πολλά: Δεν είναι μόνο τα αυτοκίνητα, τα έπιπλα, οι κάδοι απορριμμάτων και τα σκουπίδια – όχι μόνο από τους δρόμους και τα σπίτια αλλά και από ΧΥΤΑ – που παρασύρθηκαν και κατέληξαν στον κάμπο.
Το CNN Greece επικοινώνησε με τον καθηγητή Εφαρμοσμένης Εδαφολογίας της Σχολής Γεωπονικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Βασίλη Aντωνιάδη για μια πρώτη εκτίμηση των προβλημάτων που έχουν προκύψει στο έδαφος του Θεσσαλικού Κάμπου μετά την κακοκαιρία, τα λιμνάζοντα νερά και τη λάσπη:
«Οι πλημμύρες ήταν πράγματι καταστροφικές. Όμως πρέπει να κρατήσουμε υπόψη μας ότι η απόθεση φερτών υλικών από ποτάμια, συνήθως ως αποτέλεσμα υπερχειλίσεων – και άρα πλημμυρών – είναι κατά βάση μια ευεργετική διαδικασία, αποτέλεσμα της οποίας είναι η δημιουργία νέων και γόνιμων εδαφών» καθησυχάζει κατ’ αρχάς ο κ. Αντωνιάδης, υπενθυμίζοντας πως «πολλά από τα γόνιμα καλλιεργούμενα εδάφη της Ελλάδας είναι αποτέλεσμα τέτοιων ποτάμιων αποθέσεων (π.χ., ο κάμπος της Θεσσαλονίκης κ.ά.) που δημιουργήθηκαν με ταχείες διαδικασίες σε σχέση με τους γεωλογικούς χρόνους, δηλαδή σε διάστημα μόλις λίγων χιλιάδων ετών. Άρα, αυτή καθ’ αυτή η απόθεση φερτών υλικών (ιδίως αν έχει τη μορφή «λάσπης») δεν αποτελεί πρόβλημα – τουναντίον μάλλον».
Τι συμβαίνει όμως με τα φερτά υλικά που είναι δυνάμει εστίες ρύπανσης και μόλυνσης;
Δεκάδες είναι και τα κατεστραμμένα βενζινάδικα, από τα οποία απελευθερώθηκαν πετρελαιοειδή που απειλούν με ρύπανση τις εκβολές του Πηνειού, αν και όπως εξηγούν οι ειδικοί, μια τέτοια κατάσταση είναι σχετικά εύκολα αντιμετωπίσιμη, καθώς τα πετρελαιοειδή δεν διαλύονται στο νερό και μπορούν να αφαιρεθούν.
Ο πιο μεγάλος πονοκέφαλος όμως είναι η μόλυνση του εδάφους από μικροοργανισμούς, όπως βακτήρια, μύκητες και ιοί. Τα ορμητικά νερά των χειμάρρων που κατέστρεψαν και παρέσυραν αποθήκες ζωοτροφών και φυτοφαρμάκων, είναι σχεδόν βέβαιο πως αποτελούν εστία μόλυνσης.
«Το έδαφος είναι “μηχανή” αποικοδόμησης οργανικών υλικών» καθησυχάζει ο κ. Αντωνιάδης και συνεχίζει: «Αν οι νεκροί οργανισμοί μόλυναν το έδαφος, δεν θα υπήρχε τώρα ζωή στον πλανήτη. Το έδαφος είναι το παγκόσμιο νεκροταφείο ζώντων οργανισμών – όλοι οι φυτικοί και ζωικοί οργανισμοί εκεί καταλήγουν. Το πρόβλημα της δημόσιας υγείας είναι υπαρκτό και σοβαρό όσο τα νεκρά ζώα παραμένουν άταφα».
Ειδικά για τις ζωοτροφές, οι ειδικοί επισημαίνουν ότι θα έχουν αναπτυχθεί μικρόβια, καθώς έμειναν για τουλάχιστον 10 ημέρες κάτω από το νερό και θα ήταν εγκληματικό να δοθούν σε ζώα και να εισχωρήσουν στην τροφική αλυσίδα.
«Οι ζωοτροφές δεν αποτελούν πρόβλημα» λέει ο καθηγητής.
«Όσον αφορά τα φυτοφάρμακα, και αυτό είναι πολύ μικρό πρόβλημα. Το έδαφος είναι χημικώς ενεργό και έχει την ικανότητα να δεσμεύει οργανικούς και ανόργανους ρύπους -τους οργανικούς μάλιστα τους αποικοδομεί ταχέως. Αν υπάρχουν κάπου προβλήματα, αυτά θα είναι γεωγραφικά επικεντρωμένα σε συγκεκριμένες περιοχές και όχι διάχυτα. Όπου υπήρξε τέτοια διαρροή, πρέπει οι παραγωγοί που έχουν χωράφια σε κοντινές περιοχές να προχωρήσουν σε ανάλυση του εδάφους, καλύτερα μέσω των Συνεταιρισμών τους. Η αντιμετώπιση τυχόν προβλημάτων πρέπει να γίνεται κατά περίπτωση. Πάντως ξεκινάμε από την ανάλυση εδάφους», τονίζει ο κ. Αντωνιάδης.
Αν και η φετινή σοδειά έχει καταστραφεί ολοσχερώς, ελλοχεύει σοβαρός κίνδυνος και για τις επόμενες σπορές. Όπως επισημαίνουν οι γεωπόνοι πρέπει πρώτα να γίνουν τουλάχιστον δύο ή τρία οργώματα, μετά τον καθαρισμό από τα σκουπίδια, πριν τη νέα σπορά. Προς το παρόν οι αγρότες έχουν ξεγράψει τις χειμωνιάτικες καλλιέργειες.
Τα 4 εμπόδια για τις καλλιέργειες
Εστιάζοντας στα μεγάλα προβλήματα που προέκυψαν από τα «φαινόμενα ιδιαίτερης σφοδρότητας το οποία προκάλεσαν καταστροφές σε ζωικό και φυτικό κεφάλαιο, υποδομές, εξοπλισμό κτλ.», ο κ. Αντωνιάδης αριθμεί συνοπτικά τέσσερα εμπόδια για τις καλλιέργειες του κάμπου:
- Η παρουσία φερτών υλικών που δεν είναι πορώδη, όπως είναι οι κορμοί δένδρων, κροκάλες και χαλίκια ή ακόμα και κομμάτια βράχων
- Η έλλειψη ικανοποιητικής στράγγισης, που εκφράζεται ως λιμνάζοντα ύδατα ή πολύ υψηλή υπόγεια στάθμη
- Η χημική ρύπανση από «ανθρωπογενή» υλικά που διέρρευσαν ανεξέλεγκτα – από πετρέλαιο που προέρχεται από δεξαμενές σπιτιών σε χωριά που πλημμύρισαν έως και πλαστικά/μικροπλαστικά από χωματερές που ξεθάφτηκαν
- Η επιφανειακή κρούστα που μπορεί να δημιουργείται στο έδαφος όταν αυτό τελικά κάπως αποστραγγίζεται.
«Είναι δύσκολο να προσδιορίσει κάποιος το πώς θα μπορέσουν να καλλιεργήσουν ξανά με ασφάλεια για την δατροφική αλυσίδα οι αγρότες» επισημαίνει ο καθηγητής του Τμήματος Γεωπονίας Φυτικής Παραγωγής και Αγροτικού Περιβάλλοντος, καθώς «εξαρτάται από το βαθμό που μια συγκεκριμένη περιοχή έχει πληγεί. Προφανώς, όσο εντονότερα τα προανεφερθέντα εμπόδια, τόσο δυσκολότερο να καλλιεργηθεί το έδαφος. Επίσης σημαντικό ρόλο παίζουν και οι μετεωρολογικές συνθήκες – Θα είναι ευνοϊκές εάν οι επόμενες εβδομάδες είναι σχετικά άνυδρες ή με ήπιες βροχές χαμηλού ύψους υετού και η θερμοκρασία παραμένει σχετικά υψηλή».
Τα αγροτικά προϊόντα που είναι πιθανό να επηρεαστούν από επιμολύνσεις του εδάφους είναι πρώτα απ’ όλα αυτά που βρίσκονται στο έδαφος: Καρότα, πατάτες, κρεμμύδια και παντζάρια διατρέχουν τον πιο άμεσο κίνδυνο, καθώς απορροφούν τοξικές ουσίες που βρίσκονται στο έδαφος, ενώ προβλήματα από τις επιμολύνσεις θα υπάρξουν και στις υπόλοιπες βασικές καλλιέργειες του θεσσαλικού κάμπου: Βαμβάκι, στάρι, τριφύλλι, αχλάδια, βερίκοκα, αμύγδαλα, ακτινίδια, επιτραπέζιες ντομάτες, κηπευτικά.
Μια άλλη πιθανότητα βλάβης στα δέντρα είναι η ανάπτυξη μυκήτων λόγω υγρασίας, κάτι που θα πλήξει κυρίως τις μηλιές, που είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες.
Σύμφωνα με τους ειδικούς θα πρέπει να γίνει στράγγιση των εδαφών, καθώς θα βοηθήσει να μειωθεί η υγρασία, η οποία και παράγει τη μούχλα.
Τι μπορούν να κάνουν οι παραγωγοί
Όσο αφορά στην αντιμετώπιση των προβλημάτων, ο κ. Αντωνιάδης εκτιμά πως «υπάρχουν πράγματα που οι παραγωγοί μπορούν να κάνουν, αλλά έχουν υψηλό κόστος, και κάποια άλλα για τα οποία δεν μπορούν να κάνουν και το μόνο που μένει είναι απλά να περιμένουν».
Και ο καθηγητής Εδαφολογίας εξηγεί: «Οσον αφορά στην παρουσία φερτών υλικών που δεν είναι πορώδη αλλά στο πρόβλημα της επιφανειακής κρούστας που αναμένεται να δημιουργηθεί στο έδαφος όταν αυτό αρχίσει να αποστραγγίζεται, αυτά και τα δύο έχουν υψηλό κόστος αντιμετώπισης σε καύσιμα και εργατικά καθώς και στην κατεργασία του εδάφους για τη θραύση της κρούστας όπου αυτή υπάρχει».
Για τα άλλα δυο εμπόδια, μόνος σύμμαχος είναι ο χρόνος και η έρευνα. «Δεν υπάρχει κάτι που οι παραγωγοί μπορούν να κάνουν για να τα υπερπηδήσουν» τονίζει ο κ. Αντωνιάδης και συνεχίζει:
«Για την έλλειψη ικανοποιητικής στράγγισης, που εκφράζεται ως λιμνάζοντα ύδατα ή πολύ υψηλή υπόγεια στάθμη, δεν υπάρχει άλλη επιλογή από την αναμονή μέχρι το νερό να υποχωρήσει.
Για την χημική ρύπανση από ανεξέλεγκτη διαρροή υλικών όπως πετρέλαιο που προέρχεται από δεξαμενές σπιτιών σε χωριά που πλημμύρισαν ή πλαστικά/μικροπλαστικά από χωματερές που ξεθάφτηκαν, πάλι οι αγρότες πρέπει να περιμένουν τους ειδικούς. Ηδη κλιμάκια εξειδικευμένων εδαφολόγων του ΕΛΓΟ-Δήμητρα «οργώνουν» τη Θεσσαλία λαμβάνοντας δείγματα εδάφους για φυσικοχημικές αναλύσεις».
Και ο καθηγητής Εφαρμοσμένης Εδαφολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας καταλήγει με μια νότα αισιοδοξίας: «Από μια πρώτη ενημέρωση που έχω, τα αποτελέσματα δεν είναι καθόλου αποθαρρυντικά».
Ας ελπίσουμε πως ο κάμπος θα αντέξει, θα κερδίσει το στοίχημα με το χρόνο και θα επιστρέψει στην αειφορία και στις υγιείς καλλιέργειες, τροφοδοτώντας την διατροφική αλυσίδα των πολιτών της χώρας, μα πάνω απ’ όλα να επιτρέψει στους αγρότες να ορθοποδήσουν και να ελπίσουν ξανά.