Εἶναι ἀνανούριστα, ἀκανάκευτα, ἀχάιδευτα, ἀφώτιστα. Ἀναπνέουν ὄχι τὸν ἀέρα τῆς ἀθῳότητας, ὅπως τοὺς ταιριάζει, ἀλλὰ τὸν μολυσμένο ἀέρα τῆς κακίας καὶ τῆς αἰσχρότητας. Δὲν βλέπουν εἰρηνικὰ πρόσωπα μὲ ἤρεμα καλοσυνάτα μάτια, ἀλλὰ νευριασμένους γονεῖς, ποὺ βλέπουν τὰ παιδιά τους νὰ περνοῦν δίπλα τους χωρὶς νὰ τὰ κοιτάζουν.
Πόσα δάκρυα μετάνοιας ἀρκοῦν γι’ αὐτὰ τὰ ἐγκλήματα ποὺ κάνουμε στὰ παιδιά μας ἐμεῖς οἱ γονεῖς τους…
Μποροῦμε ἆραγε νὰ κοιμώμαστε ἥσυχοι, ὅταν ἔχουμε πλέον διαπιστώσει δραματικὰ τὸ ὅτι τὰ παιδιά μας δὲν ὀνειρεύονται, δὲν προσεύχονται, δὲν κλαῖνε, δὲν ἀγαπιοῦνται, δὲν πιστεύουν σὲ τίποτα πραγματικό; Τελικὰ δὲν μᾶς ἀγαποῦνε;
Κωνσταντίνος Γανωτής