Στα κολαστήρια της Βικτοριανής Αγγλίας

Γράφει ο Πάνος Ν. Αβραμόπουλος

2Q==

Την ώρα που η βικτοριανή Αγγλία ανθούσε οικονομικά και είχε αναγορευτεί με το παντοδύναμο ναυτικό της θαλασσοκράτειρα της οικουμένης, στο εσωτερικό της για μερικούς ανθρώπους επικρατούσαν συνθήκες κοινωνικής εξαχρείωσης και ανθρώπινης φρίκης.

2Q==
Πρόκειται για τους απόρους, που μην μπορώντας να υπαχθούν στα προοδευμένα οικονομικώς στρώματα της Αγγλίας, βίωναν το σκληρό πρόσωπο της ζωής και την εγκατάλειψη των ακμαζόντων αστών, οι οποίοι τους θεωρούσαν παράσιτα και άρα ανάξιους οιασδήποτε μορφής βοηθείας. Φαίνεται πως έτσι το ΄θελε η ιστορία για να χλευαστεί την κατά τα άλλα σπουδαία ναυτική υπερδύναμη.

Πως έχουν όμως ακριβώς τα πράγματα γύρω από αυτή την ανθρώπινη θηριωδία; Στα μέσα του 19-ου αιώνα ψηφίζεται από το αγγλικό κοινοβούλιο ένας νόμος κοινωνικής αρωγής για τους απόρους, που προέβλεπε την δημιουργία προνοιακών ιδρυμάτων προκειμένου να τους παράσχουν σίτιση και στέγαση.Θεωρητικά επρόκειτο για μια έκφραση ευαισθησίας της αγγλικής πολιτείας.

Στην πραγματικότητα όμως ήταν ένα τέχνασμα για να μειωθούν οι φόροι και οι εισφορές των εχόντων έναντι των αδυνάτων. Στα προνοιακά αυτά ιδρύματα που σύντομα εξελίχθηκαν σε αληθινά κολαστήρια, εξευτελίζονταν κάθε έννοια στοιχειώδους αξιοπρέπειας για τον άνθρωπο.

Το μέγεθός τους ήταν παντελώς δυσανάλογο με τον αριθμό των απόρων που φιλοξενούσαν. Το φαγητό ήταν ολίγο και χειρίστου ποιότητας, ο ρουχισμός ελεεινός με κάτι κουρέλια, ενώ το μενού συμπληρώνονταν από αρκετές «μερίδες» ξύλου που έδιναν οι θηριώδεις επιστάτες των ιδρυμάτων, στους αδύναμους απόρους, οι οποίοιπαραδομένοι ψυχικά είχαν μεταλλαχθεί σε ράκη ζωής. Ενδεικτικό είναι εδώ το παράδειγμα του ασύλου του Μπράντφορντ που είχε κατασκευαστεί για να φιλοξενεί εκατόν εξήντα άτομα και έμεναν τελικά σ΄ αυτό δεκατρείς χιλιάδες άποροι.Χρησιμοποιούσαν έτσι με βάρδιες τα κρεβάτια, για να εξασφαλίσουν τουλάχιστον τέσσερις ώρες ύπνου ! Ακόμα και η πιο οργιώδης φαντασία δεν θα μπορούσε να διανοηθεί το πόσο είχε ισοπεδωθεί η ανθρώπινη αξιοπρέπεια στα ιδρύματα κοινωνικής προνοίας, της κατά τα άλλα ακμάζουσας Αγγλίας.
Τα βρόμικα κρεβάτια, η αποπνικτική ατμόσφαιρα από την πολυκοσμία που συνέρεε διεκδικώντας μια ηλιαχτίδα ζωής, η συνεύρεση γέρων, αρρώστων, παιδιών και διανοητικά καθυστερημένων μαζί, δίνει μια αδρή εικόνα, των συνθηκών κολάσεως που επικρατούσαν στα «ευαγή» αυτά ιδρύματα.Αξίζει ακόμα να σημειωθεί ότι οι ανδρικοί με τους γυναικείους κοιτώνες δεν επικοινωνούσαν και αυτονοήτως ο κάθε φιλοξενούμενος απαγορεύονταν να έχει ερωτική ζωή η και ακόμα να τεκνοποιήσει. Βασική προϋπόθεση για να εισαχθεί ένας άπορος σε ένα τέτοιο ίδρυμα ήταν να υπογράψει μια απλή δήλωση ότι επιθυμούσε να εγκλειστεί σ΄ αυτά. Μαζί όμως μ΄ αυτή τη δήλωση που προφανώς την υπαγόρευε η οικονομική του εξαθλίωση, υπόγραφε συνάμα και την  παραίτησή του από τη ζωή.

Όλοι οι έγκλειστοι ήταν υποχρεωμένοι να φορούν ειδική διακριτή στολή και είχαν ακόμα την υποχρέωση να προσφέρουν εργασία  στα μικροεργαστήρια πλεκτικής και ραπτικής που λειτουργούσαν στα ιδρύματα για να ξεπληρώσουν την παρεχόμενη προς αυτούς υπηρεσία στέγασης και σίτισης. Αλλά το χειρότερο όλων είναι ότι τα ιδρύματα διατηρούσαν το δικαίωμα να ενοικιάζουν τους φιλοξενούμενους με εξευτελιστικούς όρους και για εξωτερικές εργασίες. Κάτι που κατ΄ ουσίαν συνιστούσε δουλεμπόριο κεκαλυμμένης μορφής. Οι άδεις εξόδου ήταν αδιανόητες και έτσι από τη στιγμή που ένας άπορος θα έπαιρνε την οδυνηρή απόφαση να ενταχθεί στο δυναμικό των ιδρυμάτων, θα έπρεπε να ξεχάσει κάθε επαφή και επικοινωνία με τον έξω κόσμο. Με ελάχιστες εξαιρέσεις κάποια λίγα άσυλα που είχαν μια στοιχειωδώς ανθρώπινη διοίκηση,επέτρεπαν στους εγκλείστους τους να βγαίνουν μια φορά έξω κάθε Κυριακή. Η λογική αυτή της στρεβλής μεθόδευσης, ήταν ο τρόφιμος να μην έρχεται καθόλου σε επαφή με τον έξω από τον κόσμο και να μην του αναζωπυρωθεί έτσι η ελπίδα να ξαναδιεκδικήσει τη ζωή του. Επομένως θα άφηνε την τελευταία του πνοή μέσα στα κολαστήρια, υπηρετώντας με την παρουσία του την ανάγκη λειτουργίας τους από την πολιτεία. Αποκορύφωμα της κτηνωδίας των προνοιακών ιδρυμάτων της βικτοριανής Αγγλίας, ήταν η απόφαση του διευθυντή του Ιδρύματος στο Άντοβερ του Λονδίνου στα 1870, να στερήσει από τους τροφίμους του το προβλεπόμενο φαγητό για να καρπωθεί τα χρήματα που χορηγούσε η πολιτεία στο ίδρυμα. Αποτέλεσμα ήταν οι τραγικοί ένοικοί του να φάνε τα κόκαλα από τα ψόφια σκυλιά και άλογα που συγκεντρώνονταν με την προοπτική να γίνουν λίπασμα ! Ουσιαστικά αυτά τα ιδρύματα ήταν προορισμένα για να κρύβουν μέσα τους οι προοδευμένοι αστοί της Αγγλίας, τις τύψεις τους, αφού  αντιμετώπιζαν τους απόρους ως παράσιτα, θεωρώντας ότι οι ίδιοι με την τεμπελιά και την πνευματική τους ανεπάρκεια, ήταν υπεύθυνοι για το κατάντημα της ζωής τους. Περί τα τέλη του 19-ου αιώνα και αφού προηγήθηκε σωρεία καταγγελιών από ευαίσθητους διανοούμενους και δημοσιογράφους, τα προνοιακά κολαστήρια της Αγγλίας άρχισαν να παίρνουν ανθρώπινη μορφή. Είχαν αφήσει όμως ανεξίτηλα πίσω τα απεχθή σημάδια τους και χιλιάδες ανθρώπινα ράκη. Έτσι όμως φαίνεται πως το επέτασσε και η ιστορία, που «χλευάζεται» ενίοτε τα υποκείμενά της. Δηλαδή τους ανθρώπους….

*Ο συγγραφέας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος, είναι M.Sc Δ/χος Μηχανικός Ε.Μ.Π.

www.panosavramopoulos.blogspot.gr