Τα παλιά μπακάλικα και ο βερεσές

Κατά τα παιδικά και τα εφηβικά μου χρόνια θυμάμαι τα παλιά μπακάλικα.

Παρ’ ότι για την εποχή τους ήταν «Παντοπωλεία», δηλαδή πουλούσαν τα πάντα, δεν είχαν καμία σχέση με τα σημερινά σουπερμάρκετ.

Πρώτα-πρώτα, η μονάδα μέτρησης ήταν η οκά, που υποδιαιρούνταν σε 400 δράμια, και αντιστοιχούσε σε 1.280 γραμμάρια. Η οκά καταργήθηκε το 1959 και τη θέση της πήρε το κιλό.

Οι επιγραφές εκτός από τη λέξη Παντοπωλείον έγραφαν επίσης Εδώδιμα και Αποικιακά. Η λέξη Εδώδιμα σήμαινε φαγώσιμα και η λέξη Αποικιακά τα είδη που έρχονταν από τις αποικίες των ευρωπαϊκών χωρών στην Ασία, Αφρική κλπ. όπως μπαχαρικά, τσάι, καφέ, σοκολάτες κ.ά.

Δεν υπήρχαν τυποποιημένα ή προσυσκευασμένα προϊόντα, αλλά όλα ήταν χύμα, εκτός από κομπόστες, τοματοπολτό, μπάμιες σε κονσέρβα, σαρδέλες του κουτιού κ.ά.

Τα όσπρια, η ζάχαρη και το ρύζι ήταν σε σακιά (τσουβάλια) και το λάδι σε μεγάλα κυλινδρικά ντεπόζιτα με κάνουλα. Ο πελάτης έφερνε για να γεμίσει από το σπίτι το δικό του μπουκάλι.

Ως όργανο σερβιρίσματος ήταν η σέσουλα, ένα είδος μεγάλης κλειστής κουτάλας με λαβή.

Οι ρέγκες ήταν μέσα σε ξύλινα κουτιά και οι σαρδέλες μέσα στο χοντρό αλάτι. Τις ρέγκες στο σπίτι τις καψάλιζες και τις αντσούγιες τις έπλενες με νερό κάτω από τη βρύση για να φύγει το πολύ χοντρό αλάτι.

Για χαρτί περιτυλίγματος χρησιμοποιούσαν εφημερίδες. Αυτές οι εφημερίδες ήταν κατά κάποιο τρόπο «προσφορά» του καταστήματος, διότι στη συνέχεια στο σπίτι μπορούσες να διαβάσεις τα νέα, έστω και μπαγιάτικα, ή να τις χρησιμοποιήσεις στην …τουαλέτα!

Τα μπακάλικα λειτούργησαν πάνω από 30 χρόνια μετά το 1950, ιδιαίτερα κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τους δύο εμφύλιους που ακολούθησαν. Μερικά από αυτά διατηρούσαν και έναν ιδιαίτερο χώρο, όπου λειτουργούσαν και ως καφενείο ή ταβέρνα, όπου σέρβιραν κρασί και ούζο δικής τους παραγωγής. Οι πιο συνηθισμένοι μεζέδες ήταν λακέρδα, ρέγκα, σουτζούκια, ελιές και τυρί φέτα.

Κάτι άλλο που θυμάμαι από εκείνη την εποχή και μου έκανε μεγάλη εντύπωση, ήταν μια πολύχρωμη αφίσα που έβλεπα σε πολλά και διαφορετικά καταστήματα στερεωμένη στον τοίχο με πινέζες ή κορνιζαρισμένη και κρεμασμένη στον τοίχο.

Η εικόνα είχε δύο παραστάσεις. Στην αριστερή πλευρά έβλεπες έναν μικροκαμωμένο, αδύνατο, περίλυπο και ταλαίπωρο ανθρωπάκο, με σκυμμένο κεφάλι, που το κρατούσε ανάμεσα στα χέρια του. Στο πλάι του και πίσω φαινόταν ένα χρηματοκιβώτιο ξεκλείδωτο, γεμάτο αράχνες. Τέσσερις λέξεις επεξηγούσαν την εικόνα: «Ο πωλών επί πιστώσει».

Στη δεξιά μεριά της αφίσας ήταν η αντίθετη εικόνα. Ένας εύσωμος, γελαστός, καλοντυμένος κύριος ήταν η προσωποποίηση της ευτυχίας. Καθισμένος στην πολυθρόνα του, με το πούρο στο χέρι του, είχε πίσω του το ανοιχτό χρηματοκιβώτιο του, το οποίο ήταν γεμάτο δεσμίδες χαρτονομισμάτων και μασούρια με λίρες. Η επεξηγηματική πινακίδα έγραφε «Ο πωλών τοις μετρητοίς».

Μπαίνοντας σ ‘ ένα μαγαζί με αυτή την αφίσα ήξερες ότι δεν μπορούσες να έχεις πίστωση, δηλαδή ότι δεν μπορούσες να ψωνίσεις βερεσέ, αλλά μόνο με μετρητά.

Τι σημαίνει βερεσέ;

Η λέξη είναι τουρκική (verecek) και από αυτήν βγήκε και ο παροιμιώδης στίχος «Αυτά που λες, εγώ τ’ ακούω βερεσέ» του παλιού ρεμπέτικου τραγουδιού «Πασατέμπος», δηλαδή δεν τα παίρνω υπ’ όψιν μου.

«Αυτά που λες εγώ τ’ ακούω βερεσέ
Τα παραμύθια σου τ’ ανθίστηκα πια τώρα
Και το κατάλαβα πως ήμουνα για σε
Ο πασατέμπος σου για να περνάς την ώρα

Κάθε σου φίλημα το βρίσκω πιο πικρό
Και τον καημό μου δεν μπορείς να τον γλυκάνεις
Μαζί μου έρχεσαι μπαμπέσικο μικρό
Γιατί γυρεύεις κόνξες σ’ άλλονε να κάνεις

Φύγε λοιπόν αφού το θες αλλού να πας
Άσ’ τις μουρμούρες και τις κλάψες και τις τρίχες
Κι όταν θα σμίξεις με τον μάγκα π’ αγαπάς
Να μην του πεις ότι για πασατέμπο μ’ είχες».

Ανάλογο είναι το πνεύμα και στη φράση «Τζάμπα και βερεσέ», που σημαίνει με πίστωση που δεν θα πληρωθεί. Η φράση χρησιμοποιείται για την θυσία που πάει χαμένη, που μένει χωρίς δικαίωση:

«Τζάμπα και βερεσέ πήγε ο άνθρωπος» ή «Τον φάγανε τζάμπα και βερεσέ».

Σε πολλά μαγαζιά έβλεπες συχνά έντυπες ή αυτοσχέδιες επιγραφές που απέκλειαν τον βερεσέ:
«Ο βερεσές απέθανε κι έθαψε το δεφτέρι
Και διαθήκη άφησε με τον παρά στο χέρι¨.

Υπήρχε και επεξηγηματικό σχόλιο:

«Όλα τα είδη τοις μετρητοίς», «Βερεσές από αύριον»,

το οποίο αύριο δεν ερχόταν ποτέ, καθώς όταν ερχόταν ήταν πάντα σήμερα.

Τα βερεσέδια είναι τα οφειλόμενα σε έμπορο από κατανάλωση με πίστωση. Οι άνθρωποι κάλυπταν τις καθημερινές τους ανάγκες βερεσέ, καθώς τα λιγοστά μετρητά χρήματα ήταν διαθέσιμα μόνο για ορισμένες ημέρες λ.χ. Σάββατα οι χειρώνακτες με εξαρτημένη εργασία, ή 1η και 16η κάθε μήνα οι (δημόσιοι και ιδιωτικοί) υπάλληλοι.

Στις περιοχές όπου οι κάτοικοι καλλιεργούσαν καπνά, η εξόφληση των βερεσέδων γινόταν το φθινόπωρο που πουλούσαν στον έμπορο τα καπνά τους, συνήθως με χασούρα – όπως έλεγε και το ποντιακό τραγουδάκι

«Έρταν έμποροι να πέρεν τι χωρέτε το καπνόν, τον χωρέτε κι ρωτούνε σο λογαριασμόν».

Αλλά και οι έμποροι ήταν αναγκασμένοι να δεχθούν την πληρωμή με πίστωση, καθώς διαφορετικά δεν θα ήταν σε θέση να λειτουργήσουν τις επιχειρήσεις τους.

Το δεφτέρι ή μπακαλοδέφτερο

Με τους συναλλασσόμενους και τόσες συναλλαγές, συχνά επί αρκετά μακρύ χρονικό διάστημα, υπήρχε πρόβλημα να θυμάται κάποιος λεπτομερώς το χρέος του. Πολύ πιο δύσκολο ήταν, βέβαια, για τον καταστηματάρχη που δεν είχε ένα και δύο, αλλά δεκάδες και εκατοντάδες πελάτες. Γι’ αυτό υπήρχε ένα μικρών διαστάσεων τετράδιο στο οποίο καταγραφόταν το κόστος των αγορασμένων αγαθών ή της κατανάλωσης. Συχνά μάλιστα η καταγραφή γινόταν με το μολύβι που είχε τοποθετήσει ο καταστηματάρχης στο αυτί του. Το μικρό αυτό σημειωματάριο ήταν γνωστό ως δεφτέρι, τεφτέρι ή διφτέρι.

Πρόκειται και πάλι για τούρκικη λέξη (defter) που σημαίνει κατάστιχο, την οποία οι Τούρκοι είχαν προηγουμένως δανεισθεί από την αρχαιοελληνική λέξη διφθέρα. Η αρχική έννοια δήλωνε το κατεργασμένο δέρμα πάνω στο οποίο έγραφαν (διφθέρα βίβλος, διφθέραι ιεραί κλπ). Αργότερα ονομάστηκαν έτσι τετράδια και από άλλα υλικά (λ.χ. διφθέραι χαλκαί).

Η ρίζα της λέξης έμεινε και σε ένα ιατρικό όρο, τη διφθερίτιδα, επειδή αμυγδαλές και παρίσθμια καλύπτονται με μεμβράνες.

Συχνά το δεφτέρι των βερεσέδων λεγόταν και μπακαλοδέφτερο, επειδή η κύρια χρήση του (αλλά όχι η μόνη) ήταν στα μπακάλικα. Bakkal είναι στα τούρκικα το παντοπωλείο, που ήταν ο κύριος προμηθευτής κάθε είδους φαγώσιμου αλλά και ποικίλων ειδών, όπως π.χ. φυτίλια για γκαζόλαμπες, παντικοπαγίδες, φωτιστικό πετρέλαιο, κλωστές για κέντημα, καρούλια για περμανάντ κ.ά.

Έτσι, λοιπόν, μετά την αγορά επί πιστώσει έπρεπε να γραφτεί μπροστά στον πελάτη το είδος και το ποσόν που χρεωνόταν.

«Γράφτα» ήταν η οδηγία του πελάτη.

«Γράφτα και κλάφτα», ήταν η γκρίνια του εμπόρου, που φοβόταν μήπως η συμφωνία αθετηθεί και δεν καταβληθεί το ποσόν. Υπήρχε δυσπιστία και από τις δύο πλευρές. Ο πελάτης φοβόταν το φούσκωμα του λογαριασμού είτε κατά το γράψιμο (συχνά δυσανάγνωστο) είτε κατά την άθροιση πριν την πληρωμή, γι’ αυτό και άφηνε απλήρωτο ένα μικρό υπόλοιπο.

Ο έμπορας από την άλλη πλευρά φοβόταν το «φέσι». Άλλωστε δεν ήταν σπάνιες οι μετακομίσεις των οφειλετών σε άλλες γειτονιές, οι μεταθέσεις των υπαλλήλων, οι πραγματικές ή οι προσχηματικές διενέξεις ώστε να βρεθεί αφορμή αποχώρησης και … μονομερούς διαγραφής του χρέους – έτσι όπως ζητάμε να διαγραφεί σήμερα το χρέος της χώρας μας.

Σε άλλες περιπτώσεις, όμως, οι διαδικασίες εξελίσσονταν ομαλά. Σε τέτοιες περιπτώσεις ο έμπορος μετά την πληρωμή έδειχνε την ικανοποίηση του κερνώντας τους πελάτες ένα τσιπουράκι με ελιά ή με ξερό σύκο, για τους άνδρες, ένα λουκούμι ή άλλο κέρασμα για τις γυναίκες.

Όσοι δεν πλήρωναν, υποχρεώνονταν αργά ή γρήγορα να αλλάξουν κατάστημα, ξεκινώντας νέα βερεσέδια.

Βέβαια, και οι καταστηματάρχες δεν παραιτούνταν από τα δικαιώματα τους, τα οποία διεκδικούσαν σταθερά, κάποτε και μετά πολύ καιρό, ανάλογα με τις ανάγκες τους.

Υπήρχαν και οι σχετικές παροιμίες:

«Ο διάολος σαν μουφλουζέψει τα παλιά δεφτέρια πιάνει».

«Ο Εβραίος σαν φτωχάνει, τα παλιά δεφτέρια πιάνει».
Όταν δηλαδή κάποιος πτωχεύσει, θυμάται τα παλαιά χρωστούμενα και τα διεκδικεί.

Είναι σίγουρο ότι σήμερα κανείς νέος δεν ξέρει την ιστορία του βερεσέ, κι όσοι παλιότεροι την ξέρουν μάλλον την έχουν ξεχάσει. Υπάρχει άλλωστε η σύγχρονη εκδοχή του βερεσέ με τις τραπεζικές πιστωτικές κάρτες.

Όμως η οικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων έφερε τα πάνω κάτω και δεν αποκλείεται να ξαναφέρει τα βερεσέδια.

Αρκετοί ηλικιωμένοι σήμερα, μετά το κούρεμα των συντάξεων όταν πάνε να κουρευτούν ζητούν από τον κουρέα να πληρώσουν μετά από δέκα ή δεκαπέντε μέρες, όταν θα πληρωθούν τη σύνταξή τους.

Μερικοί δικηγόροι λένε ότι πολλές φορές πληρώνουν οι ίδιοι τα παράβολα ώστε να προχωρήσουν και να διεξαχτούν οι δίκες των πελατών τους και οι πελάτες να πληρώσουν αργότερα το ποσό μαζί με τη δικηγορική αμοιβή – εφ’ όσον κερδίσουν τη δίκη!

Φαίνεται ότι ο καιρός έχει γυρίσματα και ότι δεν είναι απίθανο να ξαναζήσουμε μια νέα εκδοχή του βερεσέ!

ΠΗΓΗ