Πείραμα Milgram: Το ψυχολογικό πείραμα που έδειξε πόσο ευάλωτοι είμαστε υπό τις διαταγές της εξουσίας

Ο Milgram (1974) μελέτησε την υπακοή όταν αυτή αποτελεί δίλημμα για το άτομο και όταν η απόφασή του να συμμορφωθεί ή να παραμείνει ανεπηρέαστο έχει σημαντικές συνέπειες.

Ο σχεδιασμός του πειράματος του Milgram
Ο Milgram σχεδίασε ένα πείραμα προκειμένου να διερευνήσει τη δύναμη των διαταγών της εξουσίας. Χρησιμοποίησε αγγελίες για να στρατολογήσει άντρες που θα συμμετείχαν σε μια μελέτη, η οποία υποτίθεται ότι διερευνούσε την επίδραση της τιμωρίας στην ικανότητα των ανθρώπων για μάθηση. Τα άτομα πληρώθηκαν 4 δολάρια για τη συμμετοχή τους.

Οι άντρες έφταναν κατά ζεύγη και ενημερώνονταν ότι στη μελέτη υπήρχαν δύο ρόλοι: του δάσκαλου και του μαθητή. Οι ρόλοι τους καθορίζονταν με τη διαδικασία της κλήρωσης. Ο μαθητής έπρεπε να μάθει μια λίστα από ζεύγη λέξεων, όπως «μπλε-κουτί», «ωραία-μέρα», «άγρια-πάπια» κ.λπ.

Ο δάσκαλος διάβαζε τέτοια σύνολα από ζεύγη λέξεων στο μαθητή, ο οποίος θα έπρεπε να τα μάθει. Εν συνεχεία, στη συνθήκη της άσκησης, ο δάσκαλος διάβαζε π.χ. «μπλε: ουρανός, μελάνι, κουτί, λάμπα» και ο μαθητής έπρεπε να υποδείξει ποιος από τους τέσσερις όρους είχε συνδεθεί αρχικά με την πρώτη λέξη, δηλαδή το «μπλε».

Ο δάσκαλος είχε λάβει την οδηγία να διοχετεύει ηλεκτρικό ρεύμα στο μαθητή όποτε εκείνος έδινε μια λανθασμένη απάντηση.

Επιπλέον, ο δάσκαλος είχε την οδηγία να μετακινεί το διακόπτη της ηλεκτρικής γεννήτριας κατά ένα επίπεδο υψηλότερα κάθε φορά που ο μαθητής έδινε μια λανθασμένη απάντηση. Το ηλεκτροσόκ κυμαινόταν από τα 15 έως τα 450 βολτ και στην κλίμακα της γεννήτριας τα επίπεδα είχαν ενδείξεις που ξεκινούσαν από «ελαφρύ ηλεκτροσόκ» (15-75 βολτ) και έφθαναν ως τα «κίνδυνος» ή «ΧΧΧ». Για να πείσουν το δάσκαλο για τη διαδικασία, οι ερευνητές υπέβαλαν και τον ίδιο σε ένα ηλεκτροσόκ των 45 βολτ.

Αυτό το οποίο δεν γνώριζε ο συμμετέχων που είχε το ρόλο του δασκάλου ήταν ότι ο μαθητής ήταν πειραματικός συνεργός -ένας άντρας μέσης ηλικίας, ο οποίος είχε λάβει οδηγίες για το πώς να ενεργήσει- και ότι στην πραγματικότητα δεν γινόταν ηλεκτροσόκ.

Σε όλες τις συνθήκες ο μαθητής έδινε ένα προκαθορισμένο σύνολο απαντήσεων στο τεστ με τα ζεύγη των λέξεων -για παράδειγμα, μια λανθασμένη απάντηση για κάθε τρεις σωστές.

Ο μαθητής δεν έδειχνε ενόχληση μέχρι το ηλεκτροσόκ των 75 βολτ, στο οποίο έβγαζε ένα ελαφρύ μουγκρητό. Οι διαμαρτυρίες του αυξάνονταν βαθμιαία μέχρι τα 150 βολτ, οπότε άρχιζε να ουρλιάζει: «Βγάλτε με από εδώ!». Στα 180 βολτ φώναζε ότι δεν άντεχε άλλο το πείραμα και στα 300 βολτ σταματούσε να απαντά.

Ο δάσκαλος έπαιρνε τότε την οδηγία να εκλάβει τη σιωπή του μαθητή ως λανθασμένη απάντηση και να τον τιμωρήσει ανάλογα.

Σε διάφορα σημεία κατά τη διάρκεια του πειράματος οι δάσκαλοι αισθάνονταν άγχος διότι συνειδητοποιούσαν ότι βασάνιζαν τους συντρόφους τους και εξέφραζαν την πρόθεση να σταματήσουν.

Όταν συνέβαινε αυτό, ο πειραματιστής έδινε κατά σειρά τις εξής σταθερές απαντήσεις: πρώτα έλεγε «παρακαλώ συνεχίστε», μετά «το πείραμα απαιτεί να συνεχίσετε» και κατόπιν «είναι απολύτως σημαντικό να συνεχίσετε» ή «δεν έχετε άλλη επιλογή, πρέπει να συνεχίσετε». Ο δάσκαλος βρισκόταν παγιδευμένος μεταξύ των απαιτήσεων του πειραματιστή και των διαμαρτυριών του μαθητή.

Ο στόχος του Milgram στην πραγματικότητα ήταν να παρατηρήσει τις αντιδράσεις των δασκάλων.

Θα παραιτούνταν δίνοντας τέλος στο «μαρτύριο» του μαθητή παρά τις διαταγές του πειραματιστή;

Θα επηρέαζαν οι διαταγές του πειραματιστή τη συμπεριφορά των συμμετεχόντων;

Ο Milgram μέτρησε το σημείο στο οποίο οι συμμετέχοντες σταματούσαν καταγράφοντας την ένδειξη του τελευταίου χορηγηθέντος ηλεκτροσόκ.

Μια ομάδα 110 ειδικών στην ανθρώπινη συμπεριφορά, από τους οποίους ζητήθηκε να προβλέψουν έως πού μπορούσε να φτάσει ένας φυσιολογικός άνθρωπος, θεώρησαν ότι μόνο το 10% περίπου θα ξεπερνούσε τα 180 βόλτ και ότι κανείς δε θα συμμορφωνόταν στη διαδικασία μέχρι τέλους. Διαπιστώθηκε ότι το 62,5% των συμμετεχόντων έφτασε μέχρι την τελική βαθμίδα της κλίμακας, δηλαδή στα 450 βολτ.

Παραλλαγές του πειράματος του Milgram
Υπήρξαν πολλές παραλλαγές αυτού του πειραμάτος, στις οποίες άλλαζε η εγγύτητα μεταξύ δασκάλου και μαθητή. Σε όλες τις συνθήκες υπήρχαν πάντα άνθρωποι οι οποίοι χορηγούσαν τη μεγαλύτερη δυνατή τάση, αν και όσο πιο κοντά βρίσκονταν ο δάσκαλος και ο μαθητής, τόσο πιο χαμηλό ήταν το ποσοστό εκείνων που χορήγησαν το ηλεκτροσόκ της υψηλότερης τάσης.

Σε μια συνθήκη, στην οποία ο δάσκαλος έπρεπε να αναπροσαρμόσει τη θέση το 30% συνέχισε τη διαδικασία μέχρι τέλους. Όταν το αρχικό πείραμα επαναλήφθηκε έξω από το πλαίσιο του Πανεπιστημίου του Yale, το οποίο θεωρείται υψηλού κύρους, τότε το επίπεδο υπακοής μειώθηκε στο 48%.

Όταν η εξουσία που έδινε τις εντολές απομακρύνθηκε, το ποσοστό μειώθηκε στο 20,5% ενώ μόνο όταν στη συνθήκη υπήρχαν δύο άτομα με κύρος που έδιναν αντικρουόμενες εντολές, κανένας συμμετέχων δεν συνέχισε τη διαδικασία μέχρι τέλους.

Γιατί οι άνθρωποι έχασαν την αυτονομία τους κατά τη διάρκεια του πειράματος του Milgram;

Τα ποσοστά των ανθρώπων που συνέχισαν τη διαδικασία αυτών των πειραμάτων μέχρι τέλους είναι αρκετά υψηλά.

Γιατί συνέβη αυτό;

Ο Milgram έγραψε:

Το άτομο που εισέρχεται σε ένα σύστημα εξουσίας δεν αντιλαμβάνεται πλέον τον εαυτό του ως κάποιον που δρα βάσει των δικών του στόχων, αλλά μάλλον ως «μεταπράτη», ο οποίος εκτελεί τις επιθυμίες ενός άλλου προσώπου. Μόλις το άτομο δει τις πράξεις του από αυτή την οπτική, τότε συντελούνται βαθιές μεταβολές στη συμπεριφορά και στην εσωτερική λειτουργία του.

Αυτές οι μεταβολές είναι τόσο έντονες ώστε θα μπορούσε να πει κανείς ότι η συγκεκριμένη αλλαγή στάσης τοποθετεί το άτομο σε μια διαφορετική κατάσταση από εκείνη στην οποία βρίσκονταν πριν την ενσωμάτωσή του στην ιεραρχία.

Ονομάζω αυτό το φαινόμενο «μεταπρακτική κατάσταση», και με αυτό τον όρο αναφέρομαι στην κατάσταση κατά την οποία το άτομο αντιλαμβάνεται τον εαυτό του σαν «μεταπράτη», ο οποίος εκτελεί τις επιθυμίες ενός άλλου ατόμου. Αυτός ο όρος θα χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή προς τον όρο της «αυτονομίας», που υποδηλώνει ότι το άτομο αντιλαμβάνεται τον εαυτό του να ενεργεί ανεξάρτητα (Milgram 1974: 133).

Υπάρχουν τέσσερις κρίσιμοι παράγοντες στην περιγραφείσα διαδικασία:

1. Ο πειραματιστής είναι μια νομιμοποιημένη μορφή εξουσίας.

2. Η χορήγηση των ηλεκτροσόκ είναι προοδευτική, και μόνο στο μέσο της διαδικασίας ανακαλύπτουν ότι κάποιος υποφέρει. Η επαναλαμβανόμενη φύση της πράξης προκαλεί δέσμευση. Εάν ο συμμετέχων διακόψει τη διαδικασία, θα πρέπει να παραδεχτεί πως ό,τι έκανε έως εκείνο το σημείο ήταν κακό. Το να συνεχίσει μέχρι τέλους αποτελεί μια μορφή δικαιολόγησης των πράξεών του. Διαπιστώθηκε ότι η διακοπή της διαδικασίας ήταν ευκολότερη στις αρχικές φάσεις. Μετά από κάποιο επίπεδο ήταν πιο δύσκολο να διακοπεί η διαδικασία και οι συμμετέχοντες βρίσκονταν ψυχολογικά παγιδευμένοι.

3. Η απώλεια της ευθύνης. Σε αυτές τις συνθήκες το άτομο αισθάνεται υπεύθυνο απέναντι στη μορφή εξουσίας που τον διατάσει, αλλά δεν νιώθει καμία ευθύνη για το περιεχόμενο των πράξεων που η εξουσία υποδεικνύει.

4. Στο αρχικό πείραμα το θύμα δεν ήταν ορατό.

Αυτό είναι συχνά ένα χαρακτηριστικό των αυταρχικών δομών: εισάγεται η γραφειοκρατία έτσι ώστε αφενός τα άτομα να μη νιώθουν κοντά σε εκείνους που θυματοποιούν και αφετέρου να διαχέεται η ευθύνη.

Ποιες είναι οι επιπτώσεις του πειράματος του Milgram;
Το πιο σημαντικό είναι ότι το πείραμα μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε ότι οποιοσδήποτε από μας θα μπορούσε να «πατήσει το κουμπί» και να βασανίσει έναν άλλο άνθρωπο κάτω από ειδικές συνθήκες.

Αυτό το φαινόμενο συνδέεται με το είδος της σχέσης που υπάρχει μεταξύ του ατόμου και της νόμιμης εξουσίας.

Η δεύτερη επίπτωση αφορά την εξουσία του ερευνητή. Φαίνεται ότι τα άτομα ήταν έτοιμα να βασανίσουν ένα συνάνθρωπό τους απλώς και μόνο επειδή το απαίτησε ο επιστήμονας, ένα παράδειγμα του πόσο ισχυρή είναι η θέση της επιστήμης στα μάτια του ευρύτερου κοινού.

Η τρίτη συνέπεια έχει να κάνει με δεοντολογικούς προβληματισμούς. Παρότι ο Milgram ενημέρωσε εκ των υστέρων τους συμμετέχοντες σχετικά με το πείραμα και στη συνέχεια τους παρακολουθούσε με τη βοήθεια ενός ψυχιάτρου, και παρότι οι περισσότεροι εκ των συμμετεχόντων δήλωσαν ευτυχείς που συμμετείχαν στη διαδικασία, τα δεοντολογικά ερωτήματα παραμένουν.

Οι συμμετέχοντες εξαπατήθηκαν και υποβλήθηκαν σε μια στρεσογόνο εμπειρία. Κάθε φορά που η έρευνα απαιτεί την εξαπάτηση και την υποβολή των ανθρώπων σε δύσκολες δοκιμασίες, είναι αναγκαίο:

Να εξετάζεται κατά πόσο η σπουδαιότητα του πειράματος δικαιολογεί την εξαπάτηση.
Να δίνεται στους συμμετέχοντες η δυνατότητα να αποσυρθούν από τη διαδικασία όποτε το θελήσουν.
Να ενημερώνονται πλήρως στο τέλος της μελέτης.
Αυτό το πείραμα μας βοηθά να κατανοήσουμε τι συμβαίνει σε καταστάσεις στις οποίες μια μορφή εξουσίας ζητά από κάποιον να ενεργήσει κατά τρόπο που αντιβαίνει στα ηθικά πιστεύω του (όπως σε καιρό πολέμου). Η κοινωνική ψυχολογία δεν δικαιολογεί, ούτε δικαιώνει αυτές τις πράξεις, αλλά προσπαθεί να κατανοήσει πώς είναι ψυχολογικά δυνατές.