Στην ιστορική μπακαλοταβέρνα του Πειραιά οι γεύσεις και οι εμπειρίες αντέχουν εδώ και έναν αιώνα
Κάπου στα σύνορα Πειραιά και Δραπετσώνας υπάρχει ένα σημείο συνάντησης που μετρά περισσότερα από 100 χρόνια ζωής. Συνήθως δεν αναφερόμαστε με τη λέξη «ζωή» στα κτίρια. Όμως, τι είναι αυτό που διακρίνει τα έμβια από τα άβια; Αν οι τοίχοι του αιωνόβιου οινοπαντοπωλείου Το Ειδικόν μπορούσαν να μιλήσουν, θα εξιστορούσαν μια ζωή μυθιστορηματική, μια πορεία συνυφασμένη με την ίδια την ιστορία και τα γεγονότα της.
Το 1920, όταν δεν υπήρχε σχεδόν τίποτα στη γύρω περιοχή παρά χωράφια και παράγκες, ο Αριστείδης Παπακωνσταντίνου, η πρώτη γενιά της οικογένειας στο τιμόνι του Ειδικόν, άνοιξε μια απ’ τις πρώτες μπακαλοταβέρνες του Πειραιά. Σήμερα, στην Αγια-Σοφιά, τρεις γενιές μετά, ο εγγονός του, Αριστείδης Παπακωνσταντίνου, που πήρε τη σκυτάλη από τον πατέρα του, Απόστολο, συνεχίζει την επιτυχημένη πορεία της οικογενειακής επιχείρησης, ενώ προετοιμάζει το έδαφος και για την τέταρτη γενιά.
Δεν είναι να απορεί κανείς λοιπόν που όταν καθίσεις στα λιγοστά τραπεζάκια του Ειδικόν νιώθεις κι εσύ μέλος μιας μεγάλης οικογένειας. Να είναι ο χώρος ο γεμάτος με τα παλιά προσωπικά αντικείμενα-κειμήλια; Να είναι η ίδια η οικογένεια Παπακωνσταντίνου με τη ζεστή φιλοξενία της, που με το «καλημέρα» σε κάνει να νιώσεις ευπρόσδεκτος; Ή ίσως η ευρύτερη οικογένεια του Ειδικόν, που εξαπλώνεται για τετράγωνα γύρω από το μαγαζί, που περνά να πει απ’ το πρωί την πρώτη πρώτη καλημέρα, με τα μέλη της να μπαίνουν, να βγαίνουν, να λένε τα νέα τους σαν φίλοι καλοί, να χαιρετιούνται και να συνεχίζουν τη μέρα τους;
Στη μικρή σάλα με τις ξύλινες καρέκλες καφενείου και το πάτωμα σκακιέρα, σε περιβάλλουν αντικείμενα σχεδόν μουσειακής αξίας. Παλιές ξύλινες διαφημίσεις, μια βαλίτσα-ντουλάπα απ’ αυτές που μπορούσες να κρεμάσεις μέσα τα ρούχα σου, και άλλα προσωπικά αντικείμενα της οικογένειας, που αγαπήθηκαν, χρησιμοποιήθηκαν και πια σε κοιτούν απ’ το πατάρι του καταστήματος.
Γιατί τους δένει μια κλωστή, ένα νήμα που ξεκινά από τις πρώτες δεκαετίες της επιχείρησης. Πρόγονοί τους μπορεί στην Κατοχή να έβρισκαν καταφύγιο στο υπόγειό του, όπως και τόσοι άλλοι, που έσπευδαν στο Ειδικόν όχι μόνο για την τροφή με το δελτίο αλλά και για προστασία. Τα σημάδια εκείνης της εποχής είναι εμφανή ακόμη, αφού οι τρύπες από τα βλήματα στα ρολά του μαγαζιού υπάρχουν μέχρι και σήμερα σαν ρυτίδα στον χρόνο.
Κάποιοι μπορεί να άκουσαν ιστορίες για τότε που είχε μαζευτεί όλη η γειτονιά και είχαν καλύψει τις τζαμαρίες για να μη βλέπουν τα αεροπλάνα τα φώτα πίσω από τους μουσαμάδες και τα χαρτόνια. Άλλοι μπορεί να έπαιρναν το τραμ του Περάματος, που κάποτε περνούσε ακριβώς απ’ έξω, με τον ήχο του να αποτελεί για χρόνια το ξυπνητήρι των 5:00 για τους περίοικους. Ίσως και να έδιναν ραντεβού στη στάση που πήρε το όνομα της ίδιας της οικογένειας, «Στάση Παπακωνσταντίνου». Το 1974, την εποχή της επιστράτευσης για την Κύπρο, ίσως κάποιος δικός τους να περίμενε και πάλι στην ουρά να προμηθευτεί από το Ειδικόν τα αναγκαία.
Στη μικρή σάλα με τις ξύλινες καρέκλες καφενείου και το πάτωμα σκακιέρα, σε περιβάλλουν αντικείμενα σχεδόν μουσειακής αξίας. Ένα ξύλινο ψυγείο πρότυπο για την εποχή, μοναδικό στην Ελλάδα, όπως μου είπαν, που λειτουργεί ακόμα. Παλιές ξύλινες διαφημίσεις, μια βαλίτσα-ντουλάπα απ’ αυτές που μπορούσες να κρεμάσεις μέσα τα ρούχα σου, και άλλα προσωπικά αντικείμενα της οικογένειας, που αγαπήθηκαν, χρησιμοποιήθηκαν και πια σε κοιτούν απ’ το πατάρι του καταστήματος.
Στους τοίχους άπειρα γνώριμα πρόσωπα, ασπρόμαυρα, χρωματιστά και σέπια. Τραγουδιστές, επιχειρηματίες, δικηγόροι, εφοπλιστές, πολιτικοί, ηθοποιοί, πρωθυπουργοί. Εκεί όλοι ίσοι, όπως είπε χαρακτηριστικά ο κ. Αριστείδης, στο Ειδικόν δεν χωρούσαν τα κομματικά. Οι πελάτες άφηναν τα πολιτικά στο κατώφλι και εκεί απολάμβαναν το φαγητό και την παρέα χωρίς διαφορές και περιττές συζητήσεις.
Κάπως έτσι έφτασε η συζήτηση στους θαμώνες. «Pένα, θυμάσαι εκείνον τον χρηματιστή;». Και κάπως έτσι έμαθα την ιστορία ίσως του πρώτου πελάτη του Ειδικόν που έγινε πραγματικός θαμώνας και περνούσε από τα τραπέζια του καθημερινά, κάπου 60 χρόνια πριν. «Είχε έρθει μια φορά και του είχαν πέσει κάτι λίρες από τις τσέπες. Ο παππούς τού τις είχε επιστρέψει και του έκανε αυτή η κίνηση τέτοια εντύπωση, που από τότε περνούσε από εδώ κάθε βράδυ και έφευγε με το τελευταίο τρένο. Δεν θα ξεχάσω εκείνη τη φορά, του είχαμε βάλει ένα λουκούμι ανάμεσα σε δύο μπισκότα –έτσι κάναμε τότε– για κέρασμα και του έφυγε η μασέλα. Τσαντίστηκε, έδωσε μία στην τζαμαρία, αλλά εννοείται ξαναήρθε και ερχόταν κάθε μέρα μέχρι που πέθανε».
Αλλά και σήμερα εννοείται πως το Ειδικόν έχει τους τακτικούς του. Να, τις Τετάρτες, για παράδειγμα, έρχεται συχνά μια μεγάλη παρέα. Ο καθένας φέρνει και από ένα μουσικό όργανο και ξαφνικά είναι λες και αποκτά το μαγαζί τη δική του ορχήστρα. Είναι κάτι αυθόρμητο που κάνουν οι πελάτες από μόνοι τους και έχει γίνει κι αυτό μια από τις συνήθειες που ανήκουν στην ιδιοσυγκρασία του Ειδικόν, που μεταμορφώνουν ένα κτίριο σε έναν ζωντανό οργανισμό, παλλόμενο, γεμάτο ανθρώπους, ιστορίες, μουσικές, αναδρομές, αλλά και επιδρομές σε παραδοσιακές γεύσεις.
Πλέον το Ειδικόν δεν λειτουργεί και ως παντοπωλείο, αλλά οι μεζέδες του έχουν μείνει απαράλλαχτοι, αφού ετοιμάζονται και σερβίρονται όπως και τότε. Το μενού μικρό και παραδοσιακό. Γραβιέρα από τυροκομείο στο Γαρδίκι Τρικάλων, τούρτα, δηλαδή πατάτες με αυγά, πατέντα του μαγαζιού που πολλοί υιοθέτησαν, ζουμερός καγιανάς, φάβα, πικάντικο σουτζούκι, συκωτάκι, αλλά και το πιάτο για το οποίο θα συνεχίσεις να επιστρέφεις, τα αφράτα κεφτεδάκια από τα χέρια της θείας Βούλας.
Στο τέλος, δεν λείπει ο χαλβάς του μπακάλη με κανέλα, ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια στο ποτήρι σε συνοδεύει το ξεχωριστό κρασί δικής τους παραγωγής, εκπληκτική και ευκολόπιοτη ρετσίνα απ’ τα Μεσόγεια.
Α, και να μην ξεχάσω την απλή ντομάτα με τη ρίγανη και τις ελιές.
— Μα καλά, πού βρήκατε καλοκαιρινή ντομάτα μέσα στον Νοέμβριο;
Εκείνοι ξέρουν πού να τη βρουν κι εσύ πού να τη δοκιμάσεις.