«Μια μέρα», συνεχίζει ο κ. Παντελής, «ήμασταν πάνω σε ένα ύψωμα που λεγόταν “Φονιάς”. Μας είχαν αποκλείσει οι αντάρτες και δεν μπορούσαμε να φύγουμε από πουθενά, γιατί δεν υπήρχε διέξοδος. Ο Αρσένιος ήταν όρθιος. Οι σφαίρες έπεφταν και σφύριζαν. Εγώ τον έπιανα από το χιτώνιο και τον τραβούσα να πέση κάτω. Αυτός τίποτε. Κοίταζε ψηλά και είχε τα χέρια του έτσι, σταυρωμένα. Έ, φαίνεται μας λυπήθηκε ο Μεγαλοδύναμος, και κάποια στιγμή ήρθαν τα αεροπλάνα και άνοιξαν δρόμο. Όταν φεύγαμε, του λέω:
— Καλά, Χριστιανέ μου, γιατί δεν έπεφτες κάτω;
— Προσευχόμουν.
— Προσευχόσουν; ρώτησα με μεγάλη απορία».
Τι δύναμη είχε η προσευχή του και πόσο μεγάλη ήταν η πίστη του, ώστε να αψηφά τις σφαίρες! Το πιθανώτερο ήταν να παρακαλούσε τον Θεό να σωθούν οι άλλοι και ας σκοτωθή ο ίδιος. Γι’ αυτό στεκόταν όρθιος και ακάλυπτος. Και ο δίκαιος Θεός, βλέποντας την αυτοθυσία του, τον έσωσε μαζί με τους άλλους.
(Βίος Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου, ιερομ. Ισαάκ, σελ. 73-74)