“Ορίστε, αδελφέ μου, κατά την επιθυμία σου κατέβηκα από τις κορφές του Άθωνα…” Άγιος Άνθιμος, ο δια Χριστόν σαλός (1867), Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου

Ο Ιερομόναχος Άνθιμος ο δια Χριστόν σαλός
Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου

Ο Πατήρ Άνθιμος πατρίδα είχε την Σόφια της Βουλγαρίας, όπου και εφημέρευε σαν έγγαμος Ιερεύς σε ενορία. Μετά τον θάνατο της πρεσβυτέρας του, γύρω στα 1841, ήρθε στο Περιβόλι της Παναγίας και φυτεύθηκε σαν καλός βολβός, όπως θα ιδούμε πιο κάτω, και άνθισε και ευωδίασε. Η πρώτη του μετάνοια ήταν η Ι. Μονή της Σίμωνος Πέτρας, όπου εκάρη Μοναχός. Μετά όμως που άρχισε να κάνη τον δια Χριστόν σαλό, να κρύβη τον εσωτερικό του πλούτο, είχε κάνει μετάνοια και όλον τον Άθωνα, γιατί συνέχεια γύριζε στην έρημο και έμενε άλλοτε σε σπηλιές και άλλοτε σε κουφάλες δένδρων. Κατά καιρούς δε, εμφανιζόταν στην Ι. Μονή του Αγίου Παντελεήμονος (το Ρωσικό), γιατί εκεί καταλάβαινε τις ακολουθίες, που γίνονταν στα Ρωσικά. Συνήθως κρυβόταν στο Νάρθηκα του Ναού και από εκεί παρακολουθούσε. Όταν έβλεπε όμως κανέναν Πατέρα να τον παρακολουθή και να τον προσέχη με ευλάβεια, άρχιζε να κάνη ανοησίες ή να παραμιλάη μόνος του και πολλές φορές να κάνη και αστεία και έτσι τος χαλούσε τον λογισμό. Παρέμενε δε στην Μονή ανάλογα, άλλοτε λίγες ημέρες και άλλοτε περισσότερες, και μετά εξαφανιζόταν πάλι στον Άθωνα, τελείως μόνος του, δύο ή τρεις μήνες, και ξανά εμφανιζόταν στον Άγιο Παντελεήμονα, το Ρωσικό.
Στην αρχή της θείας τρέλας, επί πέντε χρόνια, φορούσε ένα παλιό ράσο και μετά μπαλωμένα. Αργότερα κατέληξε να φοράη ένα παλιό τσουβάλι, στο οποίο άνοιγε μια τρύπα στην κορυφή, για να βγάζη το κεφάλι του, και δυο για τα χέρια του και έτσι πια εμφανιζόταν παντού. Γι’ αυτόν τον λόγο και τον ονόμασαν «Τσουβάλντη». Αλλά και αυτό ακόμη το τσουβάλι το προφύλαγε, όταν γύριζε μέσα στο δάσος, για να μη σχιστή, και έσχιζε το κορμί του στα κλαριά. Όσοι φυσικά δεν είχαν βάθος εσωτερικό, αλλά έκριναν εξωτερικά, τον έλεγαν παλαβό. Αλλά ο Πατήρ Άνθιμος τους προβλημάτιζε, όταν τους έλεγε τους λογισμούς που είχαν. Έτσι οικοδομούσε πνευματικά αυτούς που είχαν καλή διάθεση, αποκαλύπτοντας τους λογισμούς τους.
Βλέπει κανείς τους δια Χριστόν σαλούς, επειδή έχουν πολλή ταπείνωση, να έχουν και πολλή καθαρότητα, δηλαδή πνευματική διαύγεια, και έτσι γνωρίζουν και τις καρδιές των ανθρώπων αλλά ακόμη και τα Μυστήρια του Θεού. Έτσι και ο Πατήρ Άνθιμος, ο οποίος την δική του καθαρή καρδιά την είχε σκεπασμένη με ένα παλιό τσουβάλι!
Στο Μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονος, όταν πήγαινε, δεν έμπαινε μέσα, αλλά έμενε και αυτός εκεί που έμεναν οι εργάτες της Μονής και στην ίδια τράπεζα των εργατών καθόταν να φάη. Ο Ηγούμενος της Μονής φαίνεται κάτι πληροφορήθηκε και είπε στον διακονητή Μοναχό να φροντίζη τον Γέροντα Ασκητή, Πατέρα Άνθιμο. Έκτοτε ο Διακονητής, ο τραπεζάρης των εργατών, τον είχε σε ευλάβεια και τον βοηθούσε και τον παρακολουθούσε. Έτσι απέκτησε και ιδιαίτερη εμπιστοσύνη και μπορούσε να καταλάβη και ορισμένες απ’ τις κρυφές αρετές του.
Μια από τις μεγάλες του αρετές ήταν και το χάρισμα που είχε στο θέμα της νηστείας· μπορούσε να νηστεύη πολλές μέρες! Κάποτε είχε πάει στο Ρωσικό Μοναστήρι, πριν την νηστεία των Αγίων Αποστόλων, πολύ εξαντλημένος, και ο Διακονητής τον δέχθηκε με πολλή χαρά και του ετοίμασε να φάη. Ο Γέροντας άρχισε να τρώη, ενώ ο Διακονητής, που υπηρετούσε, μπαινοέβγαινε και κοίταζε τον Γέροντα, που έτρωγε συνέχεια, και τον κατέκρινε: «Τέτοιος ξηραμένος και αδύνατος Μοναχός μπορούσε να φάη τόσο πολύ!» Έτσι συγχυσμένος από αυτούς τους λογισμούς της κατακρίσεως ο Τραπεζάρης έφυγε για το κελλί του. Ο Πατήρ Άνθιμος, αφού τελείωσε το φαγητό του, πήγε και κάθισε στην πόρτα του κελλιού του αδελφού. Βλέποντας τον φίλο του πως ήταν συγχυσμένος από αυτούς τους λογισμούς, τον λυπήθηκε και, για να τον βοηθήση, αναγκάστηκε να του αποκαλύψη την αιτία, ώστε να είναι προσεκτικός για τους άλλους, να μη κατακρίνη, αλλά και εμείς οι άλλοι να ωφεληθούμε από αυτό και να προσέχουμε την κατάκριση. Παίρνοντας τον λοιπόν από το χέρι, τον ρώτησε:
– Μήπως ξέρεις, αδελφέ μου, τι θα πη ταπεινοφροσύνη;
Ο αδελφός από συστολή του απήντησε:
– Όχι, δεν ξέρω.
Τότε ο Γέροντας του είπε:
– Η ταπεινοφροσύνη συνίσταται σε τούτο: στο να μην κατακρίνης κανέναν, αλλά να λογιάζης τον εαυτό σου χειρότερο από όλους. Να, μόλις τώρα πλανέθηκες και με κατέκρινες, επειδή έφαγα πολύ. Αλλά δεν ήξερες πόσες μέρες δεν έχω φάει καθόλου. Θυμάσαι, όταν ήμουν εδώ τελευταία και έφαγα:
Ο αδελφός απήντησε:
– Θυμάμαι, Πάτερ. Εδώ μαζί μας ήσουν την Κυριακή του Θωμά και έφαγες, αλλά από τότε δεν σε είδα.
Ο Γέροντας του είπε:
– Ε, βλέπεις πόσες μέρες δεν έχω φάει;1 Εσύ όμως με κατέκρινες, επειδή έφαγα πολύ. Αδελφέ μου, τα θεία χαρίσματα είναι διάφορα. Στον καθένα μας κάτι δίνεται από τον Θεό. Να, σ’ εμένα ο Θεός έδωσε την δύναμη να υποφέρω το κρύο και την πείνα. Μήπως θα μπορούσες να βαστάς κι εσύ τόσο; Μπορείς να ταπεινωθής, να βγάλης το ζωστικό, και να πάμε ως το γειτονικό Μοναστήρι, και μ’ αυτά τα ρούχα να περάσης τον χειμώνα στην κορυφή του Άθωνα; Αλλά κι εσύ σαν ψάλτης, πώς ψάλλεις στον Θεό; Οι σκέψεις σου βρίσκονται περισσότερο αλλού, στον περισπασμό, παρά στον Θεό. Άκουσε κι εμένα πώς θα ψάλω.
Ο Πατήρ Άνθιμος σήκωσε τα χέρια του στον Ουρανό και με δυνατούς λυγμούς έψαλε Αλληλούια, και δάκρυα πολλά έρρεαν συνέχεια από τα μάτια του. Ο Τραπεζάρης τα έχασε και ένιωσε μεγάλη συντριβή. Έπειτα είπε ο Γέροντας στον Μοναχό:
– Βλέπεις, αδελφέ μου, μην κατακρίνης κανέναν, διότι δεν ξέρεις εσύ, σε ποιόν δίνεται κάποιο χάρισμα, αλλά πρόσεξε περισσότερο τον εαυτό σου.
Ο αδελφός έβαλε μετάνοια στον Γέροντα και ζήτησε συγχώρεση θαυμάζοντας την προόραση του Γέροντα. Από τότε και μετά ο Γερο-Άνθιμος άρχισε να εμπιστεύεται όλο και περισσότερα στον Τραπεζάρη.

Κάποιος άλλος αδελφός, μια άλλη φορά, γελάστηκε από τα προσχήματα του Πατρός Άνθιμου και έλεγε μέσα του: «Τι προορατικός είναι αυτός; Μήπως όλοι οι προορατικοί τόσο πολύ τρώνε;» Ο Γέροντας διακρίνοντας τους λογισμούς του τον κάλεσε κοντά του και του είπε:
– Συ, αδελφέ, θέλεις μεν να γίνης Μοναχός, οι λογισμοί σου όμως τρέχουν πάντα στη Ρωσία. Λοιπόν, να πας εκεί, να εκπληρώσης την επιθυμία σου, αλλά θα επανέλθης πίσω πάλι και τότε θα αξιωθής να γίνης Μοναχός.
Τα λόγια του Γέροντα εκπληρώθηκαν με κάθε ακρίβεια. Πράγματι, ο αδελφός αυτός πλανέθηκε από τους λογισμούς και έφυγε από το Μοναστήρι και επέστρεψε στη Ρωσία. Αλλά μετά από ένα χρόνο γύρισε πάλι πίσω στο Άγιον Όρος και εκάρη Μοναχός στο ίδιο Μοναστήρι.

Ο Τραπεζάρης είχε σε μεγάλη ευλάβεια τον Πατέρα Άνθιμο – τον είχε για Άγιο – αλλά φοβόταν να του εκφράση τον θαυμασμό του, ξέροντας ότι δεν του άρεζαν οι έπαινοι. Μια μέρα που ήλθε πάλι ο Γέροντας, ο Τραπεζάρης χάρηκε και του ετοίμασε να φάη, αλλά ο ίδιος, από ευλάβεια προς αυτόν, δεν ήθελε να καθίση μαζί του. Για να μη δώση όμως αφορμή, και το προσέξη αυτό ο Γέροντας, άρχισε να πηγαίνη εδώ και εκεί στην τράπεζα. Σαν τέλειωσε το φαγητό ο Πατήρ Άνθιμος, σηκώθηκε από την τράπεζα και είπε:
– Εντάξει, εντάξει! Στάσου! Ο Θεός να σε ελεήση και να σε στερεώση.

Ένας από τους Ρώσους Ιερομονάχους διηγήθηκε στον αδελφό πως κυριευμένος από νοσταλγία για την πατρίδα του, μια μέρα, έβαλε τον λογισμό να φύγη από το Άγιον Όρος και να επιστρέψη στη Ρωσία. Και ενώ σκεφτόταν αυτό, ξαφνικά μπήκε μέσα στο κελλί του ο Πατήρ Άνθιμος – ο οποίος προηγουμένως δεν ήταν εκεί – και του είπε:
– Η Μητέρα του Θεού με έστειλε να σου πω, παπά, να μην πας στη Ρωσία, γιατί άμα βγης από την έρημο στον κόσμο, τότε θα πέσης στην αμαρτία.

Έναν καιρό ο Πατήρ Άνθιμος ησύχασε στα ύψη του Άθωνα για αρκετό χρονικό διάστημα. Ο αδελφός, ο Τραπεζάρης, πολύ ανησύχησε και προσευχήθηκε στον Θεό να πληροφορήση τον Γέροντα να έλθη στην Μονή, για να τον ωφελήση πνευματικά. Του έλεγε δε ο λογισμός του: «Ίσως τώρα ο Γέροντας στην έρημο να έχη αποκάμη από τους κόπους του, κι εγώ, αν ήταν εδώ, θα τον οικονομούσα με λίγη τροφή, θα του έκανα ένα τσάι».
Την άλλη μέρα, το πρωί, ο Γέροντας ήλθε στο Μοναστήρι και είπε στον φίλο του χαριτολογώντας:
– Ορίστε, κατά την επιθυμία σου ήλθα από τον Άθωνα, κατάκοπος και με πόδια κομμένα από τις πέτρες. Το τσάι σου αξίζει τέτοιον κόπο!
Ο αδελφός είδε την προόραση του και του ζήτησε συγχώρεση για τον κόπο που του προξένησε.
Κάποτε ο ίδιος αδελφός είχε μια βαριά λύπη και ακηδία και προσευχήθηκε στον Θεό να στείλη τον φίλο του Πατέρα Άνθιμο να τον παρηγορήση. Δεν πέρασαν λίγες ώρες, και φάνηκε μπροστά του ο Πατήρ Ανθιμος. Ο θλιβόμενος αδελφός βλέποντας τον, πολύ χάρηκε και ρώτησε:
– Πώς έγινε, Πάτερ, και ήρθες ακριβώς στην ώρα της ανάγκης μου;
Ο Γέροντας χαμογελώντας του απήντησε:
– Εσύ ήθελες να με δης και παρακάλεσες τον Θεό γι’ αυτό, και ήρθα.

Μια άλλη φορά στον Άγιο Παντελεήμονα, το Ρωσικό, την παραμονή της πρώτης Οκτωβρίου, που τελείται ολονύκτια αγρυπνία εις τιμήν της Αγίας Σκέπης της Υπεραγίας Θεοτόκου, ο Πατήρ Άνθιμος, μόλις έφθασε στο Μοναστήρι, παρά λίγο να ξεψυχήση. Όταν συνήντησε τον γνωστό του αδελφό, του είπε:
– Αυτή την νύχτα βρισκόμουν κοντά στο Μοναστήρι του Ζωγράφου, στην έρημο, και προσευχόμουν όρθιος, πάνω σε μια πέτρα. Την ώρα της προσευχής είδα την Μητέρα του Θεού να κατεβαίνη από τον Ουρανό στο Μοναστήρι σας. Καθώς ήμουν γεμάτος χαρά σ’ αυτή την οπτασία, βιάστηκα να ‘ρθω, για να Την βρω εδώ, ώστε να σκεπάση με το μαφόριο Της και εμένα τον αμαρτωλό μαζί με τους τιμώντας Αυτήν δούλους. Αλλά, μόλις ξεκίνησα από τον τόπο εκείνο για να τρέξω εδώ, ξαφνικά, φάνηκε ένα φίδι, πετάχτηκε με οργή επάνω μου και με δάγκωσε δυνατά στο πόδι. Εννόησα όμως ότι αυτό το εμπόδιο ήταν από φθόνο του μισόκαλου και δεν έδωσα σημασία στο δάγκωμα, αλλά βιαζόμουν να φθάσω στο Μοναστήρι σας.
Ο αδελφός κοίταξε το πόδι του, και πράγματι το τραύμα από το δάγκωμα ήταν σοβαρό. Η μεγάλη αγάπη του Γέροντα για τον Θεό τον είχε κάνει πια αναίσθητο στα σωματικά παθήματα.

Το έτος 1862, στον Άθωνα, ο χειμώνας ήταν ψυχρός και χιονώδης. Εκείνον τον καιρό ο Πατήρ Άνθιμος ήταν στα ύψη του Άθωνα, στην βαθιά έρημο, και ζούσε στην κουφάλα ενός δένδρου. Πολύ χιόνι έπεσε και τον απέκλεισε εντελώς, τόσο ώστε ήταν αδύνατο να βγη απ’ εκεί. Σαράντα έξι μέρες πέρασε εκεί χωρίς ψωμί. Σχεδόν πάντοτε, πριν την χειμωνιάτικη εποχή, βρισκόταν πιο κοντά στο Μοναστήρι. Οι Γέροντες στο Ρωσικό έμαθαν ότι σε τέτοιον ψυχρό και χιονώδη χειμώνα ο Πατήρ Άνθιμος δεν ήταν κοντά τους και άρχισαν να ανησυχούν γι’ αυτόν. Στο τέλος των σαράντα έξι ημερών ο Γέροντας έφθασε στο Μοναστήρι τελείως εξηντλημένος και ξυλιασμένος. Ο αδελφός, όταν τον είδε ξαφνικά, φώναξε από την χαρά του:
– Αχ, Πάτερ, εσύ είσαι; Κι εμείς απελπισθήκαμε πως δεν θα σε ξαναδούμε. Αλλά πού ήσουν όλον αυτόν τον καιρό;
– Ε, μέσα σε μια κουφάλα καθόμουν, απήντησε ο Γέροντας με χαμόγελο.
– Και τι είχες εκεί να φας, Πάτερ; Ρώτησε ο αδελφός.
– Αδελφέ μου, Βίκτωρ, πόσα έπαθα από τους δαίμονας και από το ψύχος, για όλα αυτά μόνο ο Θεός ξέρει. Αλλά ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής εμφανίσθηκε και με έσωσε από τον θάνατο.

Έναν καιρό ο Γέροντας Άνθιμος για πέντε μήνες δεν είχε έλθει στο Ρωσικό. Οι Μοναχοί της Μονής δεν γνώριζαν την αιτία. Ανησυχούσαν και είχαν πολλούς λογισμούς: «Μήπως κάποιος τον είχε στενοχωρήσει κ.λπ.». Ο Πνευματιός της Μονής ήξερε έναν Ησυχαστή, στον οποίο ο Πατήρ Άνθιμος είχε εμπιστοσύνη, και τον παρεκάλεσε να μάθη την αιτία. Ο Ησυχαστής ρώτησε τον Πατέρα Άνθιμο, κι εκείνος απήντησε:
– Όσο με επαινούν εκεί και θα με τιμούν σαν Άγιο, δεν θα πηγαίνω … Την τελευταία φορά, όταν ήμουν εκεί, ένας από τους Ιερομονάχους έπεσε στα πόδια μου και είπε: «Προσεύχεσθε, Άγιε Πάτερ, για μένα τον αμαρτωλό να σωθώ δι’ ευχών σας …» Βλέπεις; Πώς μπορώ τώρα να πάω εκεί, αφού με τιμούς σαν Άγιο;
Μετά από αυτό ο Πατήρ Άνθιμος πήγαινε κάπως κρυφά στο Μοναστήρι και εμπιστευόταν στον Πατέρα Βίκτωρα μερικά μυστικά γύρω από την ζωή του, επάνω στις συζητήσεις τους.

Μια φορά πάλι που τον είχε επισκεφθή, και ο Πατήρ Βίκτωρ του ετοίμαζε τον τράπεζα, του είπε ο Γέροντας:
– Ο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων επισκέφθηκε το Μοναστήρι σας εχθές.
Εκείνη την ημέρα ήταν Κυριακή, και κατά την συνήθεια ήρθαν Ερημίτες, Σκητιώτες και αρκετοί λαϊκοί, οι οποίοι έφαγαν στην τράπεζα, και μετά τους έδωσαν και ευλογία.

Ο Πατήρ Άνθιμος πουθενά δεν είχε μόνιμη κατοικία, αλλά ολόκληρο το Άγιον Όρος ήταν κατοικία του. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του έμενε κοντά στο Μοναστήρι του Ζωγράφου, το Βουλγαρικό, και πολλές φορές βοηθούσε στο κτίσιμο, σε επιδιορθώσεις της Μονής – κουβαλούσε πέτρες και νερό.
Τον Αύγουστο του 1867, ο μεγάλος Ασκητής για τελευταία φορά επισκέφθηκε το αγαπητό του Μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονος, το Ρωσικό. Μπήκε μέσα στην Μονή και πηγε αμέσως στον ξενώνα. Εκεί συνήντησε τον φίλο του Πατέρα Βίκτωρα και του μιλούσε πολλή ώρα, νουθετώντας τον πώς να νικήση τους πονηρούς λογισμούς και τα πάθη. Στο τέλος του είπε κατ’ ευθείαν:
– Τώρα δεν θα έλθω πια εδώ, επειδή σύντομα θα πεθάνω.
Πράγματι, έτσι έγινε. Στο τέλος του Νοεμβρίου του ιδίου χρόνου ήλθε στην Μονή του Ζωγράφου και εκεί έπεσε άρρωστος. Τον έβαλαν στο Νοσοκομείο της Μονής, στο οποίο έμεινε για δώδεκα μέρες.
Την 9η Δεκεμβρίου του 1867 ο Πατήρ Άνθιμος άφησε το Περιβόλι της Παναγίας, όπου αγωνίστηκε φιλότιμα, και ανεπαύθη πια εν Κυρίω. Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.
(Σημ. Η βιογραφία του Οσίου Πατρός Ανθίμου είχε δημοσιευθή στο βιβλίο «Σύγχρονοι Αθωνίτες Ασκητές» έκδοση 9η, Μόσχα 1900, σελ. 31-40. Την συντόμευσα κάπως, χωρίς να αλλοιώσω τα γραφτά του Ιερομονάχου Αρσενίου. Το έκανα με καλή διάθεση, για να μη παρερμηνεύσουν ορισμένα του Οσίου Πατέρα).
Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου-Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα΄-Ι. Ησυχαστήριον ” Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος” Σουρωτή Θεσσαλονίκης

πηγή