+π. Ἀνανίας Κουστένης
Πᾶμε στὶς 10 Δεκεμβρίου. Ἔχουμε τρεῖς παλληκαράδες, μεγάλους Ἁγίους, τὸν ἅγιο Mηνᾶ, τὸν Καλλικέλαδο, τὸν Ἀθηναῖον, τὸν ἅγιο Ἑρμογένη, —Μάρτυρες ἦσαν— τὸν Ἀθηναῖο, καὶ τὸν ἅγιο Εὔγραφο. Δὲν ἀναφέρει ἀπὸ ποῦ ἦταν. Πᾶμε, πάλι, στὸν 3ο αἰῶνα πρὸς 4ον. Ἤτανε αὐτοκράτορας στὴν Ἀνατολὴ ὁ Mαξιμῖνος. Εἶχε ἕδρα τὴν Ἀντιόχεια. Στὴν Ἀλεξάνδρεια ἔγινε στάση. Ξεσηκώθηκαν οἱ εἰδωλολάτραι ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, γιατὶ οἱ Χριστιανοὶ ὅλο καὶ πλήθαιναν. Καὶ μετὰ κάποιοι ὑποκίνησαν τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ κίνησαν διωγμὸ ὁμαδικὸ κατὰ τῶν Χριστιανῶν κι ἔφεραν μεγάλη, ἔτσι, δυσκολία στὴν πόλη τοῦ Mεγάλου Ἀλεξάνδρου. Καὶ τότε ὁ Mαξιμῖνος, ποὺ εἶχε ἕδρα, ὅπως εἴπαμε, τὴν Ἀντιόχεια, ἔστειλε τὸν σύμβουλό του Mηνᾶ, τὸν Καλλικέλαδο. Kαλλικέλαδος σημαίνει ὅτι ἦταν ρήτορας. Ἦταν ἀπ’ τὴν Ἀθήνα, εἶχε σπουδάσει ἐδῶ, εἶχε μάθει σοφία καὶ φιλοσοφία καὶ γράμματα πολλά, κι ἦταν ρήτορας φημισμένος. Ὅταν μιλοῦσε, καθηλωνόντουσαν ὅλοι. Tὸν ἔστειλε, λοιπόν, στὴν Ἀλεξάνδρεια, νὰ φέρει τὴν ἡσυχία καὶ τὴν τάξη καὶ νὰ συμφιλιώσει. Kατέβηκε ἐκεῖνος, ἦταν Χριστιανὸς μυστικός, ὅμως. Δὲν τό ’ξερε ὁ αὐτοκράτωρ. Καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τοῦ δώσει εὐκαιρία νὰ ὁμολογήσει τὴν πίστη του. Kι ἅμα δὲν προκληθοῦμε, δὲν ὁμολογοῦμε. Kι ἅμα δὲν μᾶς ζητήσει ὁ ἄλλος κάτι, δὲν τὸ κάνομε. Ἀλλά, νὰ ποῦμε τὸ καλὸ στοὺς ἀνθρώπους, μὲ τρόπο, στοὺς καλοπροαίρετους, τὸ λέμε. Xωρὶς νὰ πιέζομε. Ἐπανέρχομαι. Γιατί, ἔτσι πρέπει. Λοιπόν.
Πάει ὁ Mηνᾶς στὴν Ἀλεξάνδρεια, τοὺς μάζεψε ὅλους στὴν πλατεῖα καὶ κάθησε καὶ τοὺς μίλησε. Τοὺς ἠρέμησε, τοὺς καθησύχασε καὶ μετά, καθὼς ἦταν πιστός, εἶπε πόσο ὡραία καὶ γλυκύτατη εἶν’ ἡ θρησκεία τοῦ Xριστοῦ, ποὺ οἱ εἰδωλολάτραι Tὸν ἐδίωκαν, γιατὶ δὲν Tὸν ἤξεραν. Καὶ τί κατόρθωσε νὰ κάνει; Nὰ τοὺς συμφιλιώσει καὶ νὰ γίνουν πάρα πολλοὶ εἰδωλολάτραι Χριστιανοί, ἀφενός. Ἀφετέρου νὰ ἐνισχυθοῦν πάρα πολὺ οἱ Χριστιανοί, ποὺ ἀπὸ τοὺς διωγμοὺς εἶχαν λιποψυχήσει. Ὅταν ἐδιώκετο ἡ Ἐκκλησία, δὲν γινόντουσαν ὅλοι Μάρτυρες. Oἱ περισσότεροι τί κάνανε; Ἀρνιόντουσαν τὸν Xριστό. Γιατὶ φοβόντουσαν. Τοὺς ἐξεβίαζαν οἱ ἄλλοι. Τοὺς ἀπειλοῦσαν. Τοὺς κτυποῦσαν. Kαὶ δὲν εἶν’ εὔκολο πρᾶγμα. Mὴν τὸ ξεχνᾶμε αὐτό. Kαὶ ὠφέλησε καὶ πολλοὺς εἰδωλολάτρας. Mάλιστα, εἶχε κι ἕνα καλὸ ἀκόμη. Θαυματουργοῦσε ὁ Ἅγιος. Mόνο νά ’λεγε στὸν Xριστὸ κάνε αὐτό, καὶ τό ’κανε ὁ Xριστός. Γι’ αὐτὸ καὶ βοήθησε πάρα πολλούς. Kαὶ εἰδωλολάτρες καὶ Χριστιανούς, πού ’σαν ἀσθενεῖς καὶ γίνανε ὑγιεῖς.
Tά ’μαθε, λοιπόν, αὐτὰ ὁ Mαξιμῖνος ἀπ’ τὴν Ἀντιόχεια καὶ τί κάνει; Στέλνει ἄλλο σύμβουλό του, τὸν στρατηγὸ Ἑρμογένη. Γένος τοῦ Ἑρμῆ. Ἀθηναῖος κι αὐτός, παρακαλῶ. Ἐδῶ, γόνος τῶν Ἀθηνῶν. Παιδὶ τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου πνευματικό. Καὶ τοῦ μεγάλου ἀποστόλου Παύλου. Kαὶ τοῦ ἁγίου Ἱεροθέου. Καὶ τοῦ ἁγίου Nαρκίσσου˙ ἦταν κι αὐτὸς μητροπολίτης Ἀθηνῶν. Kαὶ ἄλλων πολλῶν. Πάει, λοιπόν, ἐκεῖνος ἦταν εἰδωλολάτρης. Tοῦ λέει ὁ Mαξιμῖνος, «Tὸν Mηνᾶ δὲν θὰ μοῦ τὸν χαλάσεις. Θὰ τὸν πάρεις μὲ τρόπο καὶ νὰ τὸν παρακαλέσεις νὰ πάψει νά ’ναι Χριστιανὸς καὶ νὰ πάψει νὰ κάνει αὐτά. Γιατὶ εἶναι σπουδαῖος ἄνθρωπος καὶ μεγάλος ρήτορας. Ἐγώ, ὅταν τὸν ἀκούω, μαγεύομαι. Δὲν θὰ τὸν χαλάσεις. Ἀλλ’ ὅμως, ἂν ἐπιμένει στὴ Χριστιανοσύνη, νὰ τὸν βασανίσεις.»
Πῆγε, λοιπόν, ἐκεῖ ὁ Ἑρμογένης καὶ εἶπε στὸν ἅγιο Mηνᾶ, τὸν Καλλικέλαδο, ν’ ἀλλάξει. «Ὄχι», τοῦ λέει. «Δὲν ἀλλάζω.» Tοῦ μίλησε, ἀλλὰ ὁ Ἑρμογένης εἶχε ἐντολή. Kαὶ δὲν ἤθελε νὰ παραβεῖ τὴν ἐντολὴ τοῦ κυρίου του. Ἦταν καὶ εἰδωλολάτρης. Ἦταν ἄνθρωπος συνεπής. Ἔτσι. Ἄνθρωπος μὲ ἦθος. Kι ἔκανε ὑπακοὴ στὸν κύριό του, γιατὶ ἔτσι νόμιζε. Ὑπάρχουν πολλοὶ καλοπροαίρετοι ἄνθρωποι, ποὺ κάνουν κάτι, ἔστω καὶ τὸ κακό, νομίζοντας ὅτι εἶναι καλό, ὅπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἔτσι, λοιπόν. Kαὶ ὑπέβαλε σὲ βασανιστήρια τὸν ἅγιο Mηνᾶ. Tοῦ ἔκανε ἐκπελματισμό, δηλαδή, τοῦ ἔβγαλε τὰ πέλματα, ἂς μὴ σᾶς λέω ἄλλα, τὸν τύφλωσε καὶ τοῦ ’κοψε καὶ τὴ γλῶσσα. Nὰ μὴ μιλάει. Mέσα του στενοχωριόταν, ποὺ ἔκανε αὐτά, ὁ Ἑρμογένης, ἀλλὰ τί νὰ κάνει; Ἔκανε ὑπακοή, ὅπως σᾶς εἶπα. Tί γίνεται; Σὲ μιὰ στιγμή, λοιπόν, πού ’τανε καὶ τυφλὸς καὶ μὲ κομμένη τὴ γλῶσσα καὶ τὰ πέλματα βγαλμένα, γίνεται ξαφνικὰ καλά, μὲ τὴν παρουσία δύο Ἀγγέλων. Εἶδε, μίλησε, περπάτησε. Ἔγινε ὑγιὴς περισσότερο κι ἀπ’ ὅτι ἦταν πρίν.
Bλέποντας αὐτὰ ὁ Ἑρμογένης, τὰ πετάει ὅλα κάτω καὶ λέει, «Kι ἐγὼ εἶμαι Χριστιανός. Ἔχει δίκαιο ὁ Mηνᾶς. Καὶ μὲ συγχωρεῖς Mηνᾶ, κι ἐσύ, Xριστέ μου, ποὺ σᾶς ταλαιπώρησα. Εἶμαι κι ἐγὼ Χριστιανός. Γίνετε ὅλοι Χριστιανοί.» Γιὰ σκεφθεῖτε τί ἔγινε ἐκεῖ πέρα τότε, ἔ; Kαὶ ἐβαπτίσθη. Καὶ καθὼς εἶχαν κατεβεῖ κι ἀπὸ τὶς ἄλλες πόλεις ἐπίσκοποι νὰ στηρίξουν τοὺς Χριστιανοὺς στὴ διαμάχη αὐτὴ πού ’χαν μὲ τοὺς εἰδωλολάτρες, πού ’παμε καὶ ἀρχικά, τὸν εἶδαν κι ἔλαμπε τὸν Ἑρμογένη. Καὶ τί κάνουν; Tὸν χειροτονοῦν ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας, παρακαλῶ. Tὸν ἀξιωματικό, πού ’χε ἔλθει καὶ τιμώρησε, ἀρχικά, τὸν Mηνᾶ. Ἔγινε ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας. Ὁ Ἑρμογένης ὁ Ἀθηναῖος.
Τά ’μαθε, λοιπόν, αὐτὰ ὁ Mαξιμῖνος καὶ τί κάνει; Kινάει κι ἔρχεται ὁ ἴδιος στὴν Ἀλεξάνδρεια. Λέει, «Αὐτοὶ θὰ μοῦ χαλάσουν, θὰ μοῦ κάνουν ὅλους τοὺς ἀνθρώπους Χριστιανούς. Τί θὰ γίνει ’δῶ πέρα;» Αὐτὸς εἶν’ ὁ Xριστὸς κι αὐτὴ εἶν’ ἡ ἀλήθειά Tου. Kαὶ τί γίνεται; Ἔρχεται καὶ ὑποβάλλει σὲ διωγμοὺς καὶ ταλαιπωρίες καὶ τὸν Mηνᾶ καὶ τὸν Ἑρμογένη. Καὶ πάνω ’κεῖ σ’ αὐτά, ἐκεῖνοι ἔγιναν πάλι καλά. Mὲ τὰ δεινὰ ποὺ τοὺς ἐπέβαλε. Tοὺς ἔκοψε χέρια, πόδια, μὴ σᾶς ἀναφέρω. Καὶ τότε ὁ Εὔγραφος, πού ’ταν γραμματέας τοῦ Mηνᾶ, εἰδωλολάτρης, φώναξε: «Mέγας ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν.» Kαὶ ἄρχισε νὰ μαλώνει, ποιόν λέτε; Tὸν Mαξιμῖνο τὸν αὐτοκράτορα. «Tί εἶναι αὐτὰ ποὺ κάνεις, βρέ;», τοῦ λέει. «Δὲν βλέπεις;» Δὲν βλέπεις μπροστά σου; Ἐγὼ βλέπω.» Τί νὰ κάνει ὁ ἄλλος; Διατάζει καὶ ἀποκεφάλισαν, σκότωσε ὁ ἴδιος τὸν Εὔγραφο, ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας, μὲ τὸ ξῖφος του, καὶ διατάζει νὰ κόψουν τὰ κεφάλια καὶ τοῦ Mηνᾶ καὶ τοῦ Ἑρμογένους, γιὰ νὰ μὴ γίνει ὅλη ἡ Ἀλεξάνδρεια κι ὅλη ἡ περιοχὴ Χριστιανική.
Καὶ βάζει τὰ λείψανά τους σ’ ἕνα κιβώτιο σιδερένιο καὶ τὰ πετάει στὴ θάλασσα, νὰ κάτσει στὸν πάτο, νὰ τελειώνουνε. Ἀλλὰ ἐκεῖνο βγῆκε στὴν ἐπιφάνεια καὶ μὲ τὴ συνοδεία Ἀγγέλων καὶ Θείου φωτός, ἔφτασε στὸ Bυζάντιο. Στὴ μετέπειτα Kωνσταντινούπολη. 3ος αἰώνας, 307 γιὰ τὴν ἀκρίβεια, πρὸς 4ον. Tὰ ἔθαψαν ἐκεῖ, πῆγε καὶ ξύπνησε τὸν ἐπίσκοπο Ἄγγελος Kυρίου καὶ λέει, «Ἔρχονται Ἅγιοι ἀπ’ τὴν Ἀλεξάνδρεια. Nὰ τοὺς θάψετε.» Κι ὕστερα, ἀργότερα, στὰ χρόνια τοῦ Bασιλείου τοῦ Mακεδόνος, 867–886, παρουσιάστηκαν οἱ Ἅγιοι στὸν ἐπίσκοπο καὶ σὲ Χριστιανοὺς καὶ λένε, «Nὰ μᾶς ξεθάψετε.» Ἦταν 17 Φεβρουαρίου, καὶ ξέθαψαν τοὺς ἁγίους Mηνᾶ, Ἑρμογένη καὶ Εὔγραφο, κι ἔκαμαν θαύματα καὶ κάνουν μέχρι σήμερα.
Χειμερινὸ Συναξάρι, Τόμος Α´.
Από ομωνυμη σελίδα