Τοῦ Εὐθ. Π. Πέτρου
ΕΠΑΝΕΡΧΕΤΑΙ κατά καιρούς τό ζήτημα τῆς ἐπεκτάσεως ἤ μή τῶν ἑλληνικῶν χωρικῶν ὑδάτων στό Αἰγαῖο, ἀπό τά 6 στά 12 μίλια. Ἀκούσαμε ἀκόμη ἀπό τόν κ. Ροζάκη ὅτι κάτι τέτοιο θά ἦταν παράνομο!
Κατά καιρούς ἐπίσης ἐπανέρχεται τό ζήτημα τοῦ περιορισμοῦ καί τοῦ ἐθνικοῦ ἐναερίου χώρου μας, ἀπό τά δέκα μίλια πού εἶναι σήμερα στά ἕξι, ὥστε νά ταυτίζεται μέ τόν θαλάσσιο.
Καλόν εἶναι λοιπόν νά ἀνατρέξουμε στήν ἱστορία τῆς διαμορφώσεως αὐτῶν τῶν ζωνῶν, πρίν προχωρήσουμε στό τί μπορεῖ καί τί δέν μπορεῖ νά γίνει. Νά σημειώσουμε κατ’ ἀρχήν ὅτι ἱστορικά τό εὖρος τῶν χωρικῶν ὑδάτων τῶν χωρῶν ἀκολουθοῦσε τήν ἐπέκταση τοῦ βεληνεκοῦς τῶν ἐπακτίων πυροβόλων της. Κάτι τέτοιο δέν θά μποροῦσε πλέον νά ἰσχύει, καθώς τά ναυτικά κατευθυνόμενα βλήματα πού ἔχουν πάρει τήν θέση τῶν πυροβόλων φθάνουν σέ βεληνεκῆ τῆς τάξεως τῶν ἑκατοντάδων χιλιομέτρων. Τήν ἐποχή πάντως πού ὑπεγράφη τό Προεδρικό Διάταγμα τό ὁποῖο καθώριζε τόν ἐθνικό ἐναέριο χῶρο στά 10 ναυτικά μίλια (18 Σεπτεμβρίου 1931), τά χωρικά μας ὕδατα ἐξετείνοντο σέ εὖρος μόλις τριῶν μιλίων. Στά ἕξι μίλια ἐπεξετάθησαν τό 1936.
Τό ζήτημα ἐνδεχομένης ἐπεκτάσεως τῶν χωρικῶν ὑδάτων τῆς Ἑλλάδος μέχρι τά 12 μίλια ἄρχισε νά συζητεῖται περί τό 1990. Τότε κυρωνόταν ἀπό τά περισσότερα κράτη τοῦ κόσμου (σέ αὐτά δέν περιλαμβάνονται πάντως οἱ ΗΠΑ καί ἡ Τουρκία), ἡ Σύμβασις τοῦ Μοντέγκο Μπαίυ γιά τό Δίκαιο τῆς Θαλάσσης, στήν ὁποία ἀποτυπώθηκε αὐτό πού εἶχαν κάνει ὅλες σχεδόν οἱ χῶρες. Εἶχαν ἐπεκτείνει τά χωρικά τους ὕδατα στά 12 μίλια. Νά σημειωθεῖ ὅτι ἐν τῷ μεταξύ μέ τόν Ν.1815 τῆς 11ης Νοεμβρίου 1988 ἡ Ἑλλάς κύρωσε τόν Κώδικα Ἀεροπορικοῦ Δικαίου, ἐπαναβεβαιώνοντας τήν ἔκταση τοῦ ἐναερίου χώρου στά δέκα μίλια.
Ὁ προβληματισμός πού ἐπικρατοῦσε καί πού ἦταν ἄσχετος μέ τήν τουρκική ἀπειλή περί casus belli, σέ περίπτωση ἐπεκτάσεως τῶν χωρικῶν μας ὑδάτων, ἦταν ὁ ἑξῆς: ἡ Ἑλλάς ὡς χώρα μέ τεράστια ἐμπορική ναυτιλία ἐτάσσετο σέ ὅλους τούς διεθνεῖς ὀργανισμούς ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας τῆς ναυσιπλοΐας. Εἶχε κριθεῖ λοιπόν ὅτι θά ἦταν ἀνακόλουθο νά «κλείσει» τό Αἰγαῖο ἀφοῦ μέ τήν ἐπέκταση στά 12 μίλια σέ κάποια σημεῖα δέν θά ἀφήνετο ἐλεύθερα διέλευσις. Δέν ἔμενε δηλαδή δίαυλος διεθνῶν ὑδάτων. Σέ κανένα σημεῖο βεβαίως τῆς διεθνοῦς νομολογίας δέν ὑπῆρχε διάταξις πού νά ἀφήνει ὑπόνοια, ἔστω ὅτι ἕνας τέτοιος ἀποκλεισμός θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ παράνομος. Εἶναι ἀπορίας ἄξιον πῶς διατυπώνονται τέτοιοι ἰσχυρισμοί, ἀπό ἀνθρώπους μάλιστα πού ἔχουν θητεύσει στό Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν , ὅπως ὁ κ. Ροζάκης.
Τό ζήτημα, πάντως, μελετήθηκε ἀπό τήν Ὑδρογραφική Ὑπηρεσία τοῦ Ναυτικοῦ, ἡ ὁποία στίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ ’90 ἔδωσε τήν ἀπάντησή της μέ ἐμπεριστατωμένη ἔκθεση, ἡ ὁποία πολύ φοβούμεθα ἔκτοτε παραμένει «θαμμένη» σέ κάποιο φοριαμό ἐναποθέσεως ἀπορρήτων. Ἡ ἔκθεσις αὐτή συνιστοῦσε ταυτοχρόνως μέ τήν ἐπέκταση τῶν χωρικῶν ὑδάτων τῆς χώρας νά ὁρισθοῦν καί δίαυλοι ἐλευθέρας ναυσιπλοΐας πού νά διασφαλίζουν τήν ἀπρόσκοπτη διέλευση τῶν ἐμπορικῶν καί ἄλλων πλοίων. Οὕτως ἤ ἄλλως θά ἴσχυαν τά προβλεπόμενα ἀπό τό διεθνές δίκαιο γιά τίς «ἀβλαβεῖς διελεύσεις» μέσῳ τῶν χωρικῶν ὑδάτων τρίτων χωρῶν, οἱ ὁποῖες καί συμφώνως πρός τίς ἀπόψεις ὁρισμένων εἶναι ἐπαρκής γιά τήν ἐλεύθερη ναυσιπλοΐα. Ἡ Ὑδρογραφική Ὑπηρεσία ὅμως προχωροῦσε σέ προτάσεις καί γιά τήν ρύθμιση εἰδικῶν θεμάτων. Καί τέτοια ἦσαν ἐκείνη τήν ἐποχή οἱ σεσημασμένοι δίαυλοι καί τά ἀγκυροβόλια τοῦ Σοβιετικοῦ Ναυτικοῦ. Μέ τήν ἐπέκταση τῶν χωρικῶν ὑδάτων τά ἀγκυροβόλια αὐτά θά εὑρίσκοντο αὐτομάτως ἐντός θαλασσίου χώρου ἑλληνικῆς κυριαρχίας. Μέ μιά σειρά προβλέψεων ἐξαιρέσεως καί αὐτό τό ζήτημα ἀντιμετωπιζόταν κατά τρόπον ἀμοιβαίως ἀποδεκτό.
Θά εἴχαμε λοιπόν νά συστήσουμε στήν Κυβέρνηση νά ἀναζητήσει τήν μελέτη αὐτή, προκειμένου νά ἀποκτήσει ὁλοκληρωμένη ἀντίληψη τῶν προϋποθέσεων γιά τήν αὔξηση τῶν χωρικῶν μας ὑδάτων. Βεβαίως τό ζήτημα εἶναι πρωτίστως πολιτικό καί ὡς τέτοιο πρέπει νά ἀντιμετωπισθεῖ. Ἐπ’ οὐδενί βεβαίως θά πρέπει νά βαρύνει στίς ἀποφάσεις τῆς Ἑλλάδος ἡ ἀπειλή πολέμου (casus belli) πού ἔχει διατυπώσει ἡ Τουρκία γιά τήν περίπτωση ἐπεκτάσεως τῶν χωρικῶν μας ὑδάτων. Διότι ἄν ὑπάρχει κάτι παράνομο σέ αὐτήν τήν ἱστορία, εἶναι μόνον ἡ συγκεκριμένη τουρκική ἀπειλή. Ἡ ὁποία οὐδόλως θά πρέπει νά μᾶς ἀποθαρρύνει. Δέν θά εἶναι ἡ πρώτη φορά, πού ἡ Ἄγκυρα θά ἀποδειχθεῖ θρασύδειλη.