Οι ΗΠΑ δεν μπορούν να χρηματοδοτήσουν τις πολεμικές συρράξεις σε Μέση Ανατολή και Ουκρανία
Μέχρι στιγμής, ο Λευκός Οίκος έχει δικαιολογήσει την ακλόνητη υποστήριξή του στην Ουκρανία επικαλούμενος αρχές, όπως η υπεράσπιση της δημοκρατίας και της ελευθερίας —τόσο στην Ουκρανία όσο και στη Δύση.
Ωστόσο, με το αμερικανικό κοινό – που επωμίζεται το κόστος του πολέμου στην Ουκρανία – φαίνεται να έχει ήδη χάσει τον ενθουσιασμό του , αρκετοί Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές αμφισβητούν τον σκοπό και την οικονομική προσιτότητά του και οι εκλογές να πλησιάζουν, η κυβέρνηση Biden άλλαξε το αφήγημά της για το Ουκρανικό.
Η νέα γραμμή είναι ότι η αποστολή όπλων στην Ουκρανία είναι στην πραγματικότητα μια επένδυση στην αμερικανική βιομηχανία, καθώς ενισχύει την οικονομία και δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας.
Η κεϋνσιανή λογική
Το νέο επιχείρημα του Joe Biden, σύμφωνα με μελέτη του Mises Institute, ταιριάζει στην εσφαλμένη κεϋνσιανή λογική των «Bidenomics», στην οποία η οικονομική ευημερία βασίζεται σε γενναιόδωρες δημόσιες δαπάνες για υποδομές, ημιαγωγούς και καθαρή ενέργεια και όχι στις ελεύθερες αγορές.
Δεν είναι μόνο ανήθικο να πιστεύει κανείς ότι μια χώρα πρέπει να χρησιμοποιεί ξένους πολέμους και ανθρώπινο πόνο για να δώσει ώθηση στην οικονομία της, αλλά και προφανώς λανθασμένο από οικονομική άποψη. Δεν μπορεί κανείς να αυξήσει τον πλούτο παρέχοντας δωρεάν αγαθά —αυτό είναι ούτως ή άλλως η στρατιωτική βοήθεια των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ουκρανία.
Επιπλέον, εάν οι στρατιωτικές δαπάνες και οι πόλεμοι έχουν τόσο θετική επενέργεια για την οικονομία, τότε η οικονομία των ΗΠΑ θα πρέπει να ευδοκιμεί μετά τα τρισεκατομμύρια δολάρια που δαπανήθηκαν για αυτόν τον σκοπό τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Στην πραγματικότητα, φαίνεται να ισχύει το αντίθετο.
Ωθηση στην αμερικανική μεταποίηση;
Όταν το Σιδηρούν Παραπέτασμα έπεσε το 1989 και ο σοσιαλισμός φαινόταν ηττημένος, ο κόσμος πέρασε σε μια «μονοπολική» φάση με τις ΗΠΑ ως αδιαμφισβήτητο ηγέτη, δημιουργώντας μεγάλες προσδοκίες για μια μακρά περίοδο παγκόσμιας ειρήνης και ευημερίας.
Αντί να περικοπούν δραστικά, ωστόσο, οι υπερβολικές δαπάνες για την άμυνα στις ΗΠΑ – μεγαλύτερες από αυτές των επόμενων 10 μεγαλύτερων στρατιωτικών δυνάμεων σωρρετικά – διατηρήθηκαν σχεδόν σταθερές στα 300 δισεκατομμύρια δολάρια επί μια δεκαετία.
Μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου και καθώς οι ΗΠΑ ενεπλάκησαν σε αμέτρητους πολέμους και στρατιωτικές επιχειρήσεις, ο αμυντικός προϋπολογισμός αυξήθηκε σε περισσότερα από 800 δισεκατομμύρια δολάρια έως το 2023.
Tι ισχύει παρά την προπαγάνδα…
Σύμφωνα με το επιχείρημα του Προέδρου Biden, αυτή η τεράστια επένδυση στην αμυντική βιομηχανία θα έπρεπε να είχε οδηγήσει σε μια αναβίωση της μεταποίησης στις ΗΠΑ.
Αυτό σίγουρα δεν ισχύει.
Η αμερικανική μεταποίηση βίωσε έναν εφιάλτη μεταξύ 2000 και 2010, όταν ο αριθμός των θέσεων εργασίας, που ήταν σχετικά σταθερός σε περίπου δεκαοκτώ εκατομμύρια από το 1965, μειώθηκε κατά το 1/3 σε κάτω από δώδεκα εκατομμύρια, ενώ η παραγωγή στον τομέα ως μερίδιο του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ ) έπεσε επίσης.
Αυτό δεν οφειλόταν στην αύξηση της παραγωγικότητας και στην αυτοματοποίηση, αλλά στην απώλεια ανταγωνιστικότητας που προκλήθηκε από τις «φούσκες» στο χρηματοπιστωτικό τομέα και τον τομέα των ακινήτων, που ανέβασαν το παραγωγικό κόστος.
Οι αμερικανικές εταιρείες επιτάχυναν την εξωχώρια δραστηριότητά τους ενώ οι θέσεις εργασίας μετατοπίστηκαν σε υπηρεσίες, κατασκευές και τον χρηματοπιστωτικό τομέα.
Περισσότερες και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας;
Καθώς η αμερικανική μεταποίηση μειώθηκε, οι καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας για άτομα με χαμηλότερες δεξιότητες εξαφανίστηκαν επίσης, μειώνοντας τα κίνητρα για απασχόληση.
Μαζί με την εκθετική αύξηση των προγραμμάτων κοινωνικής πρόνοιας και την κρατική παρέμβαση στην οικονομία, η μείωση αυτών των κινήτρων συνέβαλε στη σταθερή μείωση της συμμετοχής των Αμερικανών στην αγορά εργασίας.
Τόσο η συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό όσο και τα ποσοστά απασχόλησης μειώνονται εδώ και σχεδόν τρεις δεκαετίες..
Αν και οι ειδικοί αποδίδουν τη μακροπρόθεσμη μείωση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας στις δημογραφικές αλλαγές, αυτή δεν μπορεί να είναι η κύρια εξήγηση, όπως φαίνεται από το πολύ χαμηλό και μειούμενο ποσοστό συμμετοχής των νέων ανδρών.
Μόνο η Ιταλία, μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών, σημείωσε μεγαλύτερη πτώση από τις ΗΠΑ στη συμμετοχή ανδρών ηλικίας 25 έως 54 ετών στην αγορά εργασίας από το 1990.
Επίσης, οι μισθοί και τα εισοδήματα δέχθηκαν πλήγμα από την επιβράδυνση της αύξησης της παραγωγικότητας και τη μείωση της μεταποιητικής δραστηριότητας.
Ο μέσος μισθός των αποφοίτων μέσης εκπαίδευσης με χαμηλή ειδίκευση μειώθηκε όχι μόνο σε πραγματικούς όρους, αλλά και σε ονομαστικούς όρους κατά περίπου 10% από το 1990 έως το 2022.
Παρά τα σημαντικά σκαμπανεβάσματα, οι μέσοι πραγματικοί μισθοί στις ΗΠΑ διατήρησαν περίπου την ίδια αγοραστική δύναμη τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες – αυξήθηκαν κατά λιγότερο από 10%
Ασθενής αύξηση της παραγωγικότητας και επενδύσεις
Ο κύριος λόγος για την τα προβλήματα στη δημιουργία θέσεων εργασίας και την οιονεί στασιμότητα των πραγματικών μισθών είναι η αδύναμη αύξηση της παραγωγικότητας και η συρρίκνωση των επενδύσεων.
Παρά τις τεράστιες προόδους στην ψηφιακή τεχνολογία, η αύξηση της παραγωγικότητας έχει επιβραδυνθεί σε μόλις 1,4% τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, πολύ κάτω από τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο του 2,2% από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Καθώς η αύξηση της παραγωγικότητας είναι συνάρτηση τόσο της τεχνολογικής προόδου όσο και της συσσώρευσης κεφαλαίου, σημαίνει ότι το ζήτημα έγκειται κυρίως στις ανεπαρκείς επενδύσεις.
Πράγματι, το επενδυτικό περιβάλλον των ΗΠΑ βρίσκεται σε σαφή καθοδική κλίση από το 1980.
Καθώς οι επενδύσεις σε κατοικίες παρέμειναν σχεδόν σταθερές στο 4% του ΑΕΠ κατά τη διάρκεια της περιόδου, σημαίνει ότι η μείωση των επενδύσεων έλαβε χώρα σε εξοπλισμό, πνευματική ιδιοκτησία και βιομηχανικές δομές, που είναι οι κύριοι συντελεστές στην παραγωγικότητα της εργασίας.
Επιπλέον, αυτά τα επενδυτικά ποσοστά πιθανώς υπερεκτιμούν το ποσό της παραγωγικής επένδυσης που οδηγεί σε υγιή συσσώρευση κεφαλαίου, επειδή οι δύο μεγάλοι οικονομικοί κύκλοι που καταγράφηκαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 συνοδεύτηκαν επίσης από σημαντικό ποσοστό κακών επενδύσεων.
Αυξανόμενο χρέος και οικονομικές κρίσεις – Στα 8 τρισ. το κόστος των πολέμων
Ένα πράγμα που απογειώθηκε στην οικονομία των ΗΠΑ μαζί με την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών ήταν το ύψος του δημόσιου χρέους.
Το δημοσιονομικό κόστος των πολέμων μετά την 11η Σεπτεμβρίου στο Ιράκ και το Αφγανιστάν —καθώς και των σχετικών επιχειρήσεων στη Σομαλία, τη Λιβύη και τη Συρία— εκτιμάται σε περίπου 8 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Αυτό είχε σημαντική άμεση συμβολή στην εκτόξευση του δημοσίου χρέους των ΗΠΑ, από 6 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2001 σε 33 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2023.
Ως ποσοστό του ΑΕΠ, το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ εκτινάχθηκε από 55% το 2000 σε 123% το 2023.
Οι ΗΠΑ κατατάσσονται σήμερα μεταξύ των κορυφαίων 12 πιο υπερχρεωμένων χωρών στον κόσμο, υπερβαίνοντας κατά πολύ το δημόσιο χρέος της ζώνης του ευρώ περίπου στο 90% του ΑΕΠ.
Το χρέος των ΗΠΑ αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω.
Σύμφωνα με την πρόσφατη World Economic Outlook του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το δημοσιονομικό έλλειμμα των ΗΠΑ αναμένεται να εκτοξευθει στο 8,2% του ΑΕΠ φέτος και κατά μέσο όρο περίπου στο 7% του ΑΕΠ μέχρι το 2028, όταν τελειώνουν οι προβλέψεις.
Παράλληλα, το συνολικό δημόσιο χρέος θα αυξηθεί περαιτέρω σε σχεδόν 140 % του ΑΕΠ.
Συγκριτικά, τα δημοσιονομικά ελλείμματα της ζώνης του ευρώ πιθανότατα θα είναι κατά μέσο όρο περίπου 2,5% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος θα μειωθεί σε περίπου 85% του ΑΕΠ έως το 2028.
Ξεφορτώνονται το αμερικανικό χρέος
Σύμφωνα με τον Ryan McMaken, οι ΗΠΑ μπορεί να έχουν εισέλθει σε μια σπείρα χρέους με το έντονα αυξανόμενο κόστος του εξυπηρέτησής του και οι ειδικοί φοβούνται ότι ο κίνδυνος αποτυχίας δημοπρασιών αμερικανικών κρατικών ομολόγων καθίσταται πραγματικός σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Οι δημοπρασίες ομολόγων του Δημοσίου έχουν ήδη καταγράψει χαμηλότερη ζήτηση -ιδίως από ξένους επενδυτές- και η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου του Δημοσίου έχει εκτοξευθεί πάνω από το 5%, η υψηλότερη απόδοση από το 2007.
Ακόμα κι αν η Federal Reserve παρέμβει για να αγοράσει ομόλογα , θα το κάνει με… τυπωμένο χρήμα, οδηγώντας σε υψηλότερο πληθωρισμό.
Ως έμμεσο αποτέλεσμα της αύξησης των στρατιωτικών δαπανών, τα χαμηλά επιτόκια ρεκόρ της Fed στις αρχές της δεκαετίας του 2000 άνοιξαν το δρόμο για τον ανοδικό και καθοδικό κύκλο που κορυφώθηκε με την παγκόσμια οικονομική κρίση.
Εκτός από το δημόσιο χρέος, εκτινάχθηκε και το ιδιωτικό χρέος.
Μεταξύ 2000 και 2022, το συνολικό υπόλοιπο του δημόσιου και του ιδιωτικού χρέους σε όλους τους τομείς αυξήθηκε περίπου τρεις φορές από 29 τρισεκατομμύρια δολάρια σε 93 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Η πενιχρή αύξηση της παραγωγικότητας δείχνει ότι ένα μεγάλο μέρος αυτού του χρέους είναι μη παραγωγικό και επιβαρύνει τη μελλοντική ανάπτυξη.
Η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ έχει ήδη επιβραδυνθεί σε λιγότερο από 2 % ετησίως κατά μέσο όρο από το 2000, αφού ήταν κατά μέσο όρο πάνω από 3% κάθε δεκαετία από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το αβάσταχτο κόστος
Ο ισχυρισμός του Προέδρου Biden ότι οι μεγαλύτερες στρατιωτικές δαπάνες για τον εξοπλισμό της Ουκρανίας θα ενισχύσουν τη μεταποίηση και την οικονομία των ΗΠΑ είναι αβάσιμος. Μετά από περισσότερες από δύο δεκαετίες πολύ υψηλών στρατιωτικών δαπανών, το δημόσιο χρέος εκτινάχθηκε ενώ η παραγωγικότητα και η οικονομική ανάπτυξη υπέστησαν σοβαρό πλήγμα.
Οι πλούσιες επιδοτήσεις που η κυβέρνηση Biden παρέχει σήμερα με την ελπίδα να προσελκύσει βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας στις ΗΠΑ δείχνουν ότι ο μιλιταρισμός φέρει σοβαρό οικονομικό κόστος – ο ρόλος του παγκόσμιου χωροφυλακα έχει πλέο απαγορευτικό κόστος..
www.bankingnews.gr