Σε Μοναστήρι αλαργινό | Ιερά Μονή Κουδουμά

Ανάμεσα στα δύο γλαυκά τ’ ουρανού και της θάλασσας βρίσκεται η Ιερά Μονή Κουδουμά.
Η ΚΡΗΤΗ TV μας ταξιδεύει στην κατανυκτική ατμόσφαιρα της Ιεράς Μονής Κουδουμά.
Η Βούλα Νεονάκη συναντά τον Ηγούμενο της Ιεράς Μονής Κουδουμά, Πανοσιολογιότατο Αρχιμανδρίτη Μακάριο και συνομιλεί μαζί του για τα Αστερούσια που είναι μια από τις σπουδαιότερες κοιτίδες του χριστιανισμού και του μοναχισμού στην Κρήτη.
Συναντά τους μοναχούς της Μονής και γνωρίζει τις δραστηριότητες που έχουν, ανάμεσα στα καθημερινά διακονήματα, όπως η αγιογραφία, τα ψηφιδωτά, η κατασκευή λιβανιού, η συλλογή αλατιού από τις φυσικές αλυκές στην παραλία του Μοναστηριού.

ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ

Ίδρυση της Μονής: Παλαιοχριστιανική (1ος – 6ος αι.), βυζαντινή (6ος αι. – 1204) και βενετσιάνικη περίοδος (1204-1669)

Οι αφετηρίες της χρόνιας πορείας της Μονής Κουδουμά χάνονται στα βάθη των αιώνων. Δεν μπορούμε να υπολογίσουμε την ίδρυσή της. Δεν υπάρχουν αρχειακές μαρτυρίες και ιστορικά ντοκουμέντα. Παρόλα αυτά στηριζόμενοι στην παράδοση και στα αρχαιολογικά ντοκουμέντα είμαστε σε θέση να υποστηρίξουμε την ύπαρξη μοναστικής δραστηριότητας στα σπήλαια της περιοχής ήδη από την παλαιοχριστιανική περίοδο.

Δεν αποκλείεται λοιπόν στο σπήλαιο της Μονής Κουδουμά, όπου σήμερα στεγάζει το Ιερό του ναού της Παναγίας να ασκήτεψαν ασκητές η να υπήρχε οργανωμένο κοινόβιο αν συνυπολογίσουμε και τα σπήλαια στο φρύδι του υψώματος πάνω από τη χαράδρα- ποτάμι στα δυτικά.

Στη δεύτερη χιλιετία οι αρχειακές μαρτυρίες αποτελούν αδιάσειστα τεκμήρια ύπαρξης μοναστηριού στον ίδιο χώρο. Ο γνωστός κωδικογράφος και διάσημος σχολιαστής έργων του Αριστοτέλη Ιωσήφ Φιλάγρης που έζησε στην περιοχή το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα αναφέρεται σε ύπαρξη «μονυδρίου Κουδουμά καλουμένω», όπου αποκαλύπτει πως κάποιος μοναχός του Κουδουμά έμαθε «τα θεία γράμματα» και τα «πλείω τούτων» στο Μοναστήρι. (Ιωσήφ Φιλάγρης κώδικας Αngel. αριθ. 30 της Ρώμης, χειρόγραφό του 1393/94).

Ερμηνεύοντας τη χειρόγραφη παράδοση, ιδιαίτερα τα έργα του Ιωσήφ Φιλάγρη, σύγχρονοι ερευνητές από το L. Petit μέχρι τον Γ. Παπάζογλου υποστηρίζουν πως υπήρχε σχολείο ελληνικών γραμμάτων στον Κόφινα, κάπου κοντά ή μέσα στη Μονή Κουδουμά, όπου «πρεσβύτεροι και διδάσκαλοι» δίδασκαν ρητορική τέχνη, λογική και φιλοσοφία (αποδεικτική τέχνη), ηθική και δογματική, μαθηματικά και θεολογία.

Δεν αποκλείεται άλλωστε κατ’ αρχήν και ο ίδιος ο Ιωσήφ Φιλάγρης να μόνασε και στη Μονή Κουδουμά μέχρι να ιδρύσει δικό του μοναστήρι, των Τριών Ιεραρχών, στο Λουσούδι, στον δυτικό ίσκιο του Κόφινα.

Εκεί στον Κουδουμά δίδαξε και άλλος δάσκαλος μοναχός ο Δομέτιος Καππαδόκης ο οποίος μάλιστα πέρα από τα θεία γράμματα, δίδασκε και τα «πλείω τούτων», δηλαδή την εγκύκλιο θύραθεν παιδεία.

Ένα άλλο, εικαστικό αυτή τη φορά, στοιχείο επιβεβαιώνει τη ζωντανή παρουσία της Ιεράς Μονής Κουδουμά στη βενετσιάνικη περίοδο. Πρόκειται για τμήμα τοιχογραφίας με την Ανάληψη, που από τους ειδικούς βυζαντινολόγους χρονολογείται στον 14ο αιώνα. Όπως το σωζόμενο τμήμα βρίσκεται στη νότια πλευρά της καμάρας του ιερού, δίνει την εντύπωση πως, όταν σωζόταν όλη η παράσταση, κάλυπτε όλη την καμάρα πάνω ακριβώς από την Αγία Τράπεζα. Η ποιότητα της ζωγραφικής δηλώνει δόκιμο καλλιτέχνη, ο οποίος κυκλοφορούσε τότε στα σπήλαια της Ερημούπολης.

Τεχνοτροπικά υπάρχει μεγάλη συγγένεια με τις σωζόμενες τοιχογραφίες στο σπήλαιο του Αγίου Αντωνίου, αλλά και στο σπηλαιώδες συγκρότημα του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στον παραθαλάσσιο χώρο των Καπετανιανών. Έτσι τα μαθήματα, που διδάσκονταν στη Μονή Κουδουμά από τους διάσημους δασκάλους Ιωσήφ Φιλάγρη και Δομέτιο Καππαδόκη, το τμήμα ζωγραφικής που σώζεται από σπουδαίο καλλιτέχνη και η συνεχής επικοινωνία μεταξύ των μονών και των ασκητών κατά τους αιώνες 14ο έως και 16ο, φανερώνουν δημιουργική δραστηριότητα, συνέχεια της παράδοσης, διαρκή κινητικότητα και επικοινωνία, καθώς οι μοναχοί καλλιεργούν την παιδεία, εκφράζονται με την τέχνη και βιώνουν επί γης την ουράνια πολιτεία.

ΤΟ ΚΑΘΟΛΙΚΟ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ

Στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, όταν πλέον οι όσιοι Πατέρες εγκαταστάθηκαν τελικά στον Κουδουμά αισθάνθηκαν την ανάγκη, επανιδρύοντας το Μοναστήρι, να χτίσουν και νέο ναό, που θα κάλυπτε τις νεότερες λειτουργικές ανάγκες, τόσο των μοναχών της Αδελφότητας που είχαν αυξηθεί, όσο και των προσκυνητών, οι οποίοι προσέτρεχαν με δέος και λαχτάρα να γευθούν τα λειτουργικά και τα πνευματικά δώρα που τους πρόσφεραν.

Το καθολικό της ιεράς Μονής Κουδουμά είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου.

Στα βυζαντινά χρόνια ως καθολικό “της σκήτης Κουδουμά” λειτουργούσε ο σπηλαιώδης ναός. Δυστυχώς δεν σώζονται αρχειακές μαρτυρίες για την κτιριακή υποδομή, τον χώρο που κάλυπτε και άλλα σχετικά από την περίοδο αυτή. Σήμερα σώζεται το σπήλαιο, αλλά δεν γνωρίζουμε αν δυτικά επεκτεινόταν άλλο οικοδόμημα, που αποτελούσε μέρος του ναού.

Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι στα τέλη του 19ου αιώνα διατηρούνται ερείπια προηγούμενου ναού όπως πιστοποιεί η τοιχογραφία πάνω από το τέμπλο καθώς και επιστολή του Οσίου Ευμενίου προς τον Επίσκοπο Αρκαδίας Βασίλειο που αναφέρεται σ’αυτό και έτσι εξηγείται το γεγονός της ανεγέρσεως νέου ναού από τους όσιους πατέρες Παρθένιο και Ευμένιο.

Οι όσιοι διατήρησαν το σπήλαιο ως Ιερό Βήμα του νέου κτηρίου και δυτικά ύψωσαν πετρόκτιστο σταυρόσχημο οικοδόμημα. Στην συνάντηση των κεραιών του σταυρού ύψωσαν ραδινό οχτάπλευρο τρούλο. Εξωτερικά ο ναός είναι καμαροσκέπαστος, ενώ εσωτερικά οι στέγες είναι δίρριχτες στο σπηλαιώδες Ιερό και στην νότια παρειά σώζεται τμήμα τοιχογραφίας από την Ανάληψη του Χριστού, τοιχογραφία, που χρονολογείται στον 14ο αιώνα. Σύμφωνα με το εικονογραφικό πρόγραμμα των βυζαντινών ναών η παράσταση της Αναλήψεως κάλυπτε όλη την καμάρα του Ιερού, πάνω από την Αγία Τράπεζα ύπαρξη της παράστασης επιβεβαιώνει την υπόθεση ότι και στα βυζαντινά χρόνια το σπήλαιο χρησιμοποιούταν ως ιερό και ότι δυτικότερα αναπτυσσόταν ο κύριος ναός.

Ο νέος Ναός κατά θαυμαστό τρόπο τελειώνει το 1895 και το 1897 ο λόγιος επίσκοπος Λάμπης και Σφακιών Ευμένιος Ξηρουδάκης τέλεσε τα εγκαίνια του. Στα δεξιά της εισόδου του καθολικού είναι εντοιχισμένη μαρμάρινη επιγραφή: “ΙΣ ΧΣ ΝΙ ΚΑ. ΑΝΗΓΕΡΘΗ Ο ΝΑΟΣ ΟΥΤΟΣ ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΕΥΣΕΒΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΔΙΑ ΠΑΡΘΕΝΙΟΥ ΚΑΙ ΕΥΜ(ΕΝΙΟΥ) 1895”. Υπολογίζουμε ότι ο ναός χτιζόταν παράλληλα με τα υπόλοιπα εξαρτήματα του Μοναστηρίου, τα κελλιά δηλ., την Τράπεζα, το Αρχονταρίκι, αποθηκευτικούς χώρους, ξενώνες. Από το 1878, που ήρθαν στον Κουδουμά, μέχρι το 1895 εργάζονταν με ζήλο, αυταπάρνηση και μύριες δυσκολίες μέχρι να καταστήσουν το Μοναστήρι λειτουργικό και άξιό της αποστολής του. Η σειρά των παλιών κελλιών, που σώζονται σήμερα κατά μήκος της εισόδου του Μοναστηριού, φανερώνουν με το μικρό τους μέγεθος το βαθμό της άσκησης για την ταπεινότητα τον οσίων Πατέρων, αλλά και τον συμμοναστών τους.

Οι όσιοι Πατέρες δεν πρόσθεσαν κωδωνοστάσιο μία και ο μοναστηριακός χώρος ρύθμιζε το πρόγραμμα λειτουργιών και ακολουθιών με το τάλαντο και το σήμαντρο.

Το τέμπλο, φιλοξενεί τέσσερεις δεσποτικές εικόνες, τις έξης: τον Χριστό ένθρονο ως Μέγα Αρχιερέα, την Ένθρονη βρεφοκρατούσα Θεοτόκο, την σύναξη των Αρχαγγέλων και την Κοίμηση της Θεοτόκου, έργα του αγιογράφου Ιωάννη Σταθάκη. Ο ζωγράφος καταγόμενος από την μέση του Ρεθύμνου είχε ιστορίσει και τις δυό μεγάλες εικόνες του σπηλαίου στο Μάρτσαλο, τον “Ευαγγελισμό” και το “Επί Σοι Χαίρει” μετά το 1866, όταν βρίσκονταν οι όσιοι Πατέρες. Οι Όσιοι τον καλούν και ζωγραφίζει τις Δεσποτικές εικόνες του τέμπλου του νέου ναού της Παναγίας στον Κουδουμά..