Όποιος κυνηγάει την «ευχή» σαν το χρυσάφι και εκμεταλλεύεται και το λεπτό όλα τα υπερπηδά, τα δέχεται και τα υπομένει

Όποιος κυνηγάει την «ευχή» σαν το χρυσάφι και εκμεταλλεύεται και το λεπτό όλα τα υπερπηδά, τα δέχεται και τα υπομένει

Όποιος κυνηγάει την «ευχή» σαν το χρυσάφι και εκμεταλλεύεται και το λεπτό όλα τα υπερπηδά, τα δέχεται και τα υπομένει

Η συνάντηση της οσίας γερόντισσας Μακρίνας της Πορταριάς
και του οσίου Ιερωνύμου της Αιγίνης του Καππαδόκου

Μας έστειλε ο Γέροντας Ιωσήφ, ο παππούς, να βρούμε τον π. Ιερώνυμο. Που να τον βρούμε τώρα εμείς τον π. Ιερώνυμο;
Ξεκινήσαμε και πάμε- μπήκαμε μέσα στο πλοίο και ρωτήσαμε μία γυναίκα εκεί πέρα: «Μήπως ξέρετε τον π. Ιερώνυμο που έχει μία Γερόντισσα, που την λένε Ευπραξία;». Μας είπε: «Τον δεύτερο άγιο Νεκτάριο ζητάτε; Δεν φιλοξενεί αυτός, να πάτε στο Μοναστήρι στον άγιο Νεκτάριο, εκεί να κοιμηθήτε και το πρωί να ερωτήσετε τις μοναχές, να σας οδηγήσουν από που θα πάτε». Εμείς ξεκινήσαμε, όπως μας είπε η γυναίκα, πήραμε το αυτοκίνητο και πήγαμε στον άγιο Νεκτάριο. Καθήσαμε το βράδυ εκεί. Το πρωί σηκωθήκαμε και ρωτήσαμε μία μοναχούλα: «Μήπως ξέρετε το Μοναστηράκι του π. Ιερωνύμου που είναι;».
«Είναι πολύ μακριά, θα κοπιάσετε πολύ, δεν θα μπορέσετε να το βρήτε», μας είπε.
Ο Γέροντας Ιερώνυμος είπε το πρωί εκείνο στην Γερόντισσα Ευπραξία:
-Σήμερα θα πας στο Μοναστήρι, στον άγιο Νεκτάριο, να ανάψης τα καντήλια.
-Καλέ Γέροντα (είχε βγάλει ανεμοπύρωμα στο πρόσωπο της) που θα πάω, δεν μπορώ, με πονάει το πρόσωπό μου, που να πάω;
-Κάμνε υπακοή, κάμνε υπακοή και πήγαινε στον άγιο Νεκτάριο, να ανάψης τα καντήλια.

Είχε ενάμισυ χρόνο να πάη στον άγιο Νεκτάριο. Λοιπόν σηκώθηκε η Γερόντισσα Ευπραξία και ήρθε η καημένη στην εκκλησία και άναβε τα καντήλια. Εμείς είδαμε μια γιαγιούλα που άναβε τα καντήλια. Όταν τελείωσε, έφυγε και πήγε στο Μοναστηράκι της αγίας Αικατερίνης. Φύγαμε από τον άγιο Νεκτάριο και λέω στην αδελφή που ήμασταν μαζί: «Δεν πάμε στης αγίας Αικατερίνης το Μοναστήρι; «Ίσως και μας πληροφορήσουν για τον π. Ιερώνυμο». Ξεκινήσαμε λοιπόν και πήγαμε. Μόλις είδα την νεωκόρο εκεί, της είπα:
-Μήπως ξέρετε που είναι το Μοναστηράκι του π. Ιερωνύμου και από που να πάμε; Γιατί δεν ξέρουμε.
-Περιμένετε μια στιγμή να το πω στην Γερόντισσα. Σε λίγο ήρθε και μας πήγε στον ξενώνα.
Πήγαμε μέσα, βλέπουμε μία γιαγιούλα που καθόταν.
-Από είστεν; Μας είπε η γιαγιούλα.
-Από τον Βόλο είμαστε.
-Από τον Βόλο είστε, και τι θέλετε εδώ που ήρθατε;
-Θέλουμε το Μοναστηράκι του π. Ιερωνύμου. Η Γερόντισσα Ευπραξία είναι του π. Αρσενίου αδελφή και μας έστειλε ο παππούς Ιωσήφ να έρθουμε να γνωρίσουμε τον π. Ιερώνυμο και την αδελφή του π. Αρσενίου.
-Τι θέλετε να την γνωρίσετε αυτή;
-Αφού μας είπε ο Γέροντας, θέλουμε να κάνουμε υπακοή και ’μείς να την γνωρίσουμε.
-Αφήστε την αυτήν, τι την θέλετε;
-’Ε, την θέλουμε.
-Εσείς τι είστε, δόκιμες μοναχές; Μας ρώτησε.
-Είμαστε δόκιμες μοναχές.
-Σκάψατε, σκάψατε, βρήκατε το νερό;
-Σκάβουμε, σκάβουμε, θα το βρούμε το νερό, αγωνιζόμαστε να βρούμε τον Χριστό, της απάντησα. Από ’δω μας δοκίμασε, από ’κει μας δοκίμασε, από ’κεί μας έλεγε ένα σωρό, ύστερα τελικά, μας είπε: «εγώ είμαι η Ευπραξία». Τι έγινε εκείνη την ώρα που μας είπε ότι αυτή είναι! «Λοιπόν, ο Γέροντας το προαισθάνθηκε, μας είπε, ότι θα ερχόσαστε, γι’ αυτό έστειλε εμένα στο Μοναστήρι στον άγιο Νεκτάριο». Και συνέχισα: «Πράγματι, αν δεν ερχόσαστε, ήταν αδύνατον να το βρούμε το Μοναστήρι».
Κάτι κατσάβραχα, κάτι δρόμοι, μέχρι να πάμε είδαμε και πάθαμε. Φτάνουμε λοιπόν στον π. Ιερώνυμο. Πηγαίνει ο π. Ιερώνυμος έξω.
-Τι ήρθατε σεις εδώ, τι ήρθατε; Είπε άγρια.
-Ήρθαμε να πάρουμε την ευχούλα σας και να σας γνωρίσουμε κι από κοντά, μας έστειλε ο Γέροντας Ιωσήφ, απάντησα.
-Τι είστε και ποιόν ήρθατε να δήτε;
-Να, την αγιωσύνη σας ήρθαμε να δούμε.
-Άντε στο καλό σας, φύγετε, έξω, έξω σας λέω.
-Εμείς δεν θα φύγουμε, θα καθήσουμε εδώ στα σκαλοπάτια και όποτε σας φωτίσει ο Θεός, θα μας καλέσετε μέσα, να μας πάρετε, να μας δήτε.
-’Έξω σας λένε, βγήτε έξω, έξω από το Μοναστήρι, τι θέλατε και ήρθατε εδώ πέρα, ποιόν να δήτε;

-Την αγιωσύνη σας ήρθαμε να δούμε, του ξαναείπα. Τελικά λοιπόν καθίσαμε εμείς εκεί πέρα- μας έβλεπε η Γερόντισσα Ευπραξία και δεν έβγαζε τσιμουδιά. Πάει μέσα ο Γέροντας και προσευχόταν, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Μετά βγήκε και μας φώναξε: «Ελάτε, καλόγριες, ελάτε μέσα». Πάμε μέσα, καθίσαμε. «Βάλτε τους να φάνε», είπε στην Γερόντισσα. Μας έδωσε μπακαλιάρο βραστό, λεμόνια, ψωμί, έτρεξε να μας φιλοξενήση. Υστερα μας φώναξε στο κελλί. Πάμε στο κελλί σηκώνει τα χεράκια του επάνω και αρχίζει: «Κύριε, εκέκραξα, εισάκουσόν μου», «Κύριε, δος μου μετάνοιας δάκρυα, δος μετάνοιας πόθον, δος μου μετάνοιας έρωτα, δος μου μετάνοιας χάριν». Λόγια που είπε στον Χριστό! Και τα χεράκια του σηκωμένα, έτσι.

Ιερώνυμος της Αιγίνης_Elder Jerome (Hieronymos) of Aegina_Старец Иероним эгинский_678Εκείνη την ώρα λοιπόν αισθανθήκαμε μια ευωδία ξέχειλη από κοντά του, δεν μπορούσαμε να σταθούμε από τα δάκρυα, από τον κλαυθμό. Εκεί που δεν μας ήθελε, μας έκανε αυτοσχέδιο προσευχή και μας συμβούλεψε πνευματικά. Μας είπε: «Πολλή Αγάπη είχα σε σας και ήθελα να σας γνωρίσω από το ’41-’42, αλλά δεν ήταν θέλημα Θεού. Όταν ήθελα να κάνω Μοναστήρι, άκουσα φωνή: Εσύ στην Αίγινα θα κάνης Μοναστήρι και όχι εδώ πέρα στο Πήλιο”». Η Γερόντισσα Ευπραξία ερχόταν στον άγιο Απόστολο τον Νέο, εκεί που εκκλησιαζόμασταν, κοινωνούσε και δεν την βλέπαμε, τρία χρόνια γινόταν αυτό. Επί τρία χρόνια εκκλησιαζόταν, κοινωνούσε στον άγιο Απόστολο τον Νέο και δεν είχε παρουσιαστή με τον κόσμο. Εγώ σας έβλεπα, μας είπε, αλλά εσείς δεν με βλέπατε. Μετά ο Γέροντας μας είπε: «Κοιτάξτε, όταν βαδίζετε, τον κόσμο θα τον βλέπετε σαν δένδρα. Εγώ όταν βαδίζω, τους ανθρώπους τους βλέπω σαν δένδρα και ο λογισμός μου είναι καθαρός, δεν έχει μέσα ακαθαρσία, τίποτε. Να πηγαίνετε όλο από τα στενά και όχι από τους μεγάλους δρόμους, να ακολουθήτε την στενή και την τεθλιμμένη οδό». Ήρθε η ώρα να φύγουμε. Να μας ξεπροβοδίζη και να μη μας αφήνη να φύγουμε από την πολλή Αγάπη και την πνευματική ένωσι. Μας σταύρωνε, μας σταύρωνε… Μείναμε το βράδυ εκεί πέρα, σ’ ένα μικρό καμαράκι, αυτό είχε η Γερόντισσα, τίποτε άλλο. Είχε ένα κρεββατάκι ισα-ισα που καθόμαστε, όχι να ξαπλώσουμε τα πόδια μας, και καθίσαμε και οι τρεις και κάναμε άγρυπνία όλη νύχτα, δεν είχε άλλο μέρος να κοιμηθούμε. Σηκωθήκαμε το πρωί και δεν ήξερε τι να μας δώση ο Γέροντας.

Του πηγαίνανε κάτι πετσετούλες και μαντηλάκια, πιάνει και μας τα δίνει για ευλογία, να τα έχουμε να τον θυμώμαστε. Μας έλεγαν οι ντόπιοι ότι ο π. Ιερώνυμος πήγαινε και ζητούσε ψάρια από τους ψαράδες: «Εσύ, σήμερα βλαστήμησες, ψάρια δεν θα πάρω, ευλογία δεν θα έχης’ ευλόγησον, συγχώρεσέ με». Πήγαινε στον άλλο: «Εσύ σήμερα δεν είπες τίποτε, θα πάρω ψάρια, δος μου δύο κιλά ψάρια». Πήγαινε στον άλλο, τα μάζευε τα ψάρια στο καλάθι του, ειδοποιούσε τις φτωχές, τις χήρες, τα ορφανά κλπ. και έδινε τα ψάρια. Κάθε μέρα γινόταν αυτό και μόλις τον έβλεπαν οι ψαράδες, τον φώναζαν: «Έλα, π. Ιερώνυμε, να σου δώσω ψαράκια». Και όταν έφευγε, είχαν πολλή ευλογία στο μαγαζί τους. Πολλή Χάρι είχε.

Θα σας πω και αυτό, εις δόξαν Χριστού: Είχαμε πάει στην Λειτουργία μια Κυριακή- εκείνη την ημερα αισθανθήκαμε τέτοια ευωδία και βλέπαμε τα ράσα μας άσπρα, σαν να μας κοσκίνιζε κανείς από πάνω ζάχαρι άχνη, με άρωμα βανίλια και, αφού τελείωσε η Λειτουργία, ύστερα έφυγε αυτό το ουράνιο πράγμα. Ξαναπήγα, νόμιζα ότι θα το ξανααισθανόμουν. Είπα στην Γερόντισσα Ευπραξία: «Πες να πάω από μία άκρη να κοιτάξω στο Ιερό μέσα, να ’δω πως προσεύχεται». Με παίρνει λοιπόν, με βάζει σε μία ακρούλα και κάθησα. Θρήνος γινόταν… Ο π. Ιερώνυμος λοιπόν λίγο καιρό μετά τη χειροτονία του είδε τον Χριστό ως βρέφος στην ‘Αγία Τράπεζα, να του λέη: «Σφάξε με και να με διαμελίσης»- και ο π. Ιερώνυμος απαντούσε: «Πως να διαμελίσω τον Δεσπότη Χριστό;».

Έκτοτε σταμάτησε να λειτουργή. Όταν βρέθηκε στο νοσοκομείο της Αιγίνης, βοήθησε πολύ κόσμο. Ήξερε όλα τα βότανα, σαν βοτανολόγος, τέτοια σοφία είχε- έβγαινε έξω, μάζευε βότανα κι έλεγε, για εκείνη την ασθένεια κάνει αυτό και αυτό. Με αυτά έκανε φάρμακα, αλοιφές και γινόταν ο κόσμος καλά. Ο π. Ιερώνυμος διόρθωνε ρολόγια και μια μέρα πήγε να ανοίξη μια οβίδα, του την είχε άφήσει ένας Γερμανός, που του θεράπευσε το πόδι. Σκάει λοιπόν η οβίδα, του κόβει το χέρι και έσπασαν τα τύμπανα στα αυτιά του. Μετά τον πήγανε σε νοσοκομείο στην Αθήνα Για τον λόγο αυτό στο εκκλησάκι του Γέροντος Ιερωνύμου λειτουργούσε συνήθως κάποιος π. Νικόλαος, κατά την διήγησι της Γερόντισσας.

Δεν πέρασε πολύς καιρός και είδε την αγία Παρασκευή και τους θαυματουργούς αγίους Αναργύρους που του είπαν: «»Ας σου σπάσανε τα τύμπανα, εσύ θα ακούς». Στην Θεία Λειτουργία χωνόταν κάτω από την Αγία Τράπεζα και από τότε που άρχιζε μέχρι να τελειώση η Λειτουργία, έκλαιγε. Πολύ άγιος άνθρωπος. Μας έλεγε η Γερόντισσα ότι αποβραδίς που άρχιζε την προσευχή του μέχρι που τελείωνε το πρωί, τα χέρια τα είχε σηκωμένα- του τα κατέβαζε η Γερόντισσα. Τέτοια προσευχή είχε! Ήταν μία πνευματική φυσιογνωμία πάρα πολύ σπουδαία. Είχε η Γερόντισσα πολλά να πη, αλλά δεν τα γράψανε, θα τον δοξάση ο Θεός στον ουρανό.

***

Να κυνηγάς πολύ την «ευχή», σαν αυτούς που ψάχνουν να βρουν ένα μαργαριτάρι. Χωρίς «ευχή», δεν έχει Χριστό στην καρδιά. Αυτή θα σε μάθει να αγαπάς το Χριστό. Όποιος κυνηγάει την «ευχή» σαν το χρυσάφι και εκμεταλλεύεται και το λεπτό όλα τα υπερπηδά, τα δέχεται και τα υπομένει. Τότε ο Θεός και η Παναγία τον σκεπάζουν…

πηγή