Οι Άγιοι Απόστολοι, οι Μεγαλύτεροι Ευεργέτες μας
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀλλὰ τί εἶνε οἱ ἀπόστολοι;
Θὰ σᾶς μιλήσω ὅσο μπορῶ πιὸ ἁπλᾶ, μὲ παραδείγματα, γιὰ νὰ ἐκτιμήσουμε καὶ νὰ ἀγαπήσουμε τοὺς δώδεκα ἀποστόλους.
Ἂς ὑποθέσουμε, ὅτι ἕνας ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ ἔρχεται στὴν Ἑλλάδα καὶ μένει λίγες μέρες σ᾿ ἕνα χωριό. Ὅταν πλησιάζει ἡ ὥρα νὰ φύγῃ ἀφήνει ἕνα μεγάλο ποσό, ἕνα δισεκατομμύριο δολλάρια, νὰ μοιραστῇ στοὺς κατοίκους. Κάθε οἰκογένεια παίρνει ἀπὸ εἴκοσι ἑκατομμύρια δολλάρια! Τέτοια δωρεὰ δὲν ξανακούστηκε. Τὸ ὄνομά του θὰ τὸ χαράξουν σὲ μαρμάρινη πλάκα. Θὰ τοῦ στήσουν ἄγαλμα. Θὰ τὸν μνημονεύουν γενεὲς γενεῶν.
Αὐτὸ εἶνε μία ὑλικὴ δωρεά. Ἀλλ᾿ ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ὑλικὲς δωρεὲς ὑπάρχει μιὰ ἄλλη, πνευματικὴ δωρεά, ἕνας ἀνεκτίμητος καὶ ἀνεξάντλητος θησαυρός, ποὺ ἀξίζει παραπάνω ἀπὸ δολλάρια καὶ λίρες, χρυσάφια καὶ διαμάντια. Ποιά εἶνε αὐτὴ ἡ δωρεά; Εἶνε αὐτὴ ποὺ ἔκαναν οἱ ἀπόστολοι. Τί δωρεὰ ἔκαναν οἱ ἀπόστολοι; Πάλι θὰ φέρω ἄλλο παράδειγμα.
Θά ᾿χετε ἀκούσει, ὅτι κάτω στὴν Ἀφρική, βαθειὰ στὰ δάση της, ζοῦν ἄγριοι, ἀνθρωποφάγοι καὶ εἰδωλολάτρες, μέσα στὶς σπηλιὲς καὶ στὰ κλαδιά. Ἀλλ᾿ ὅταν πάῃ ἐκεῖ ἕνας ἱεραπόστολος καὶ τοὺς μιλήσῃ γιὰ τὸ Χριστό, γιὰ τὰ λόγια καὶ τὰ θαύματά του, ὅταν ἀκούσουν ὅτι ὁ Χριστὸς τόσο πολὺ ἀγάπησε τὸν κόσμο ὥστε ἔδωσε τὸ αἷμα του τὸ τίμιο, τότε οἱ ἄγριοι σταματοῦν καὶ λένε· Ἄ, δὲν τὰ ξέραμε αὐτά!… Τὰ μάτια τους δακρύζουν. Πιστεύουν, βαπτίζονται Χριστιανοί. Καὶ βλέπουν ἐπάνω στὰ πράγματα, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε πιὸ ἀναγκαῖος κι ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ τὸ φῶς ποὺ μᾶς φωτίζει, κι ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ πίνουμε, κι ἀπὸ τὸ ψωμὶ ποὺ τρῶμε, κι ἀπὸ τὸ φάρμακο ποὺ παίρνουμε. Τὸ εἶπε ὁ διος ὁ Χριστός· Ἐγὼ εἶμαι «τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. 8,12)· ἐγὼ εἶμαι «τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν» (ἔ.ἀ. 4,11)· ἐγὼ εἶμαι «ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς» (ἔ.ἀ. 6,35)· ἐγὼ εἶμαι ὁ «ἰατρὸς» τῶν ψυχῶν καὶ σωμάτων» (πρβλ. Ματθ. 9,12).
Ὅπως ζοῦσαν οἱ ἄγριοι ὣς τὴν ἡμέρα ποὺ πῆγαν ἱεραπόστολοι καὶ τοὺς δίδαξαν, ἔτσι ἤμασταν κ᾿ ἐμεῖς ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα καὶ στὴν Εὐρώπη. Οἱ πρόγονοί μας ζοῦσαν στὴν ἄγνοια. Λατρεύανε τὰ εδωλα. Δὲν εἶχαν ἰδέα γιὰ τὸν ἀληθινὸ Θεό. Πῶς ἄλλαξαν; Πῶς γίναμε Χριστιανοί; Πῶς χτίσαμε ἐκκλησίες καὶ ἑορτάζουμε τὶς χριστιανικὲς ἑορτὲς καὶ ἔχουμε ὀνόματα χριστιανικά; Πῶς ἀπὸ εἰδωλολάτρες τώρα πιστεύουμε στὸ Χριστό; Ποιά δύναμι μᾶς ἄλλαξε; Ὁ Χριστὸς μᾶς ἄλλαξε! Καὶ μὲ ποιό μέσον; Ἔστειλε τοὺς δώδεκα ἀποστόλους. Καὶ τί ἦταν οἱ ἀπόστολοι; Ἤτανε πλούσιοι; Ὄχι, δραχμὴ δὲν εἶχαν στὴν τσέπη. Ἤτανε σπουδασμένοι; Ὄχι, οὔτε ὑπογραφὴ ξέρανε νὰ βάλουν. Ἤτανε φτωχαδάκια, ἀγράμματοι ψαρᾶδες στὴ λίμνη τῆς Γεννησαρέτ.
Αὐτοὺς τοὺς δώδεκα πῆρε ὁ Χριστός, τοὺς ἔκανε μαθητάς του καὶ τοὺς εἶπε· Νὰ πᾶτε σὲ ὅλο τὸν κόσμο καὶ νὰ κηρύξετε τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ· καὶ ὅσοι πιστεύσουν, νὰ βαπτισθοῦν καὶ νὰ σωθοῦν (πρβλ. Μᾶρκ. 16,15-16).
Ξεκίνησαν οἱ ἀπόστολοι καὶ πῆγαν παντοῦ. Κήρυξαν τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καὶ κάλεσαν τὸ λαὸ σὲ μετάνοια καὶ ἐπιστροφή. Ξέρετε πῶς μοιάζανε οἱ ἀπόστολοι μέσα στὸν κόσμο ἐκεῖνο τὸν ἄγριο καὶ εἰδωλολατρικό, ποὺ εἶχε τόσες κακὲς συνήθειες; Ὁ Χριστὸς τὸ λέει· «Ἰδού ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων» (Ματθ. 10,16).
Ἐὰν σᾶς πῶ τὴν ὥρα αὐτή, ὅτι δώδεκα πρόβατα μέσα στὸ δάσος πέσανε σ᾿ ἕνα κοπάδι λύκων, καὶ τὰ πρόβατα νίκησαν τοὺς λύκους, ποιός θὰ τὸ πιστέψῃ; Καὶ ὅμως ἔγινε αὐτὸ τὸ θαυμαστό. Τὰ πρόβατα νίκησαν τοὺς λύκους. Καὶ τὰ πρόβατα αὐτὰ ἦταν οἱ δώδεκα ἀπόστολοι. Χωρὶς ὅπλα, οὔτε σουγιᾶ στὴν τσέπη, χωρὶς γράμματα καὶ ἐπιστήμη, κατώρθωσαν καὶ ἄλλαξαν τὸν κόσμο. Καὶ μόνο αὐτό; Κάνανε καὶ κάτι ἄλλο ἀκόμα πιὸ θαυμαστό· τοὺς λύκους τοὺς ἔκαναν ἀρνιά! Εἶνε δυνατὸν ὁ λύκος νὰ ἀλλάξῃ τὰ χούγια του καὶ νὰ γίνῃ ἀρνί; Καὶ ὅμως ἔγινε. Λύκοι ἦταν οἱ εἰδωλολάτρες, μὲ τὰ ἀπαίσια ἤθη τους· καὶ τοὺς ἄλλαξαν.
Ἄλλαξαν τὸν κόσμο ὁλόκληρο. Καὶ ἔγινε ὁ κόσμος χριστιανικός. Τὸν ἄλλαξαν μὲ τὴν πίστι τους. Τὸν ἄλλαξαν μὲ τὴν ἁγία τους ζωή. Τὸν ἄλλαξαν μὲ τὰ θαύματα ποὺ ἔκαναν. Τὸν ἄλλαξαν μὲ τὴ θυσία τους. Καὶ οἱ δώδεκα ἀπόστολοι θυσιάστηκαν. Γιὰ νὰ κηρύξουν τὸ Χριστὸ ὁ ἕνας πῆγε μέχρι τὶς Ἰνδίες, καὶ μαρτύρησε ἐκεῖ. Ἄλλος πῆγε στὴν Περσία, καὶ τὸν κάψανε. Ἄλλος κάτω στὴν Ἀφρικὴ ἢ πέρα στὴν Ἀνατολή. Ἄλλος στὴν Κρήτη. Ἄλλος στὴν Κύπρο. Ἄλλος στὴ Βόρειο Ἑλλάδα. Ὅλοι μαρτύρησαν.
Τώρα, ἐὰν ρωτήσῃς ἕνα παιδί, ποιός ἀπόστολος ἦρθε ἐδῶ στὴν πατρίδα μας; δὲν ξέρει νὰ σοῦ πῇ. Ἡ μάνα κι ὁ πατέρας δὲν τοῦ μιλᾶνε γι᾿ αὐτά. Τὸ σχολειό; οὔτε κι αὐτό. Κανείς δὲ᾿ μιλάει. Καὶ ἔτσι τὰ παιδιὰ δὲν ξέρουν, ὅτι ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα ἦρθε καὶ μᾶς μίλησε γιὰ τὸ Χριστὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος καὶ ὁ ἀπόστολος Ἀνδρέας. Τὸν ἕνα τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ τὸν ἄλλο τὸν ἐσταύρωσαν ἀνάποδα. Ἔτσι ἔζησαν οἱ ἀπόστολοι καὶ μαρτύρησαν γιὰ τὸ Χριστό.
Αὐτὸ ποὺ μᾶς ἔδωσαν οἱ ἀπόστολοι εἶνε ἡ πιὸ μεγάλη δωρεά. Εἶνε μιὰ δωρεὰ ἀνώτερη ἀπὸ τὴ δωρεὰ ποὺ θὰ ἔκανε αὐτὸς ὁ Ἀμερικᾶνος ποὺ επαμε. Παραπάνω ἀπὸ τὰ χρήματα εἶνε νὰ πιστεύσῃς στὸ Χριστό. Τὰ μάτια σου νὰ κλαῖνε ἀπὸ εὐγνωμοσύνη. Ἡ καρδιά σου νὰ συγκινῆται ἀπὸ χαρά. Ἂν δὲν συγκινῆσαι, τί νὰ σοῦ πῶ, πέτρα καὶ χειρότερα ἀπὸ τὴν πέτρα εἶσαι. Ἔχουμε καρδιὰ πέτρινη.
Ἀπὸ τότε ποὺ κήρυξε ὁ Χριστὸς καὶ ἦρθαν οἱ ἀπόστολοι περάσανε δεκαεννιὰ αἰῶνες. Πῶς εἶνε σήμερα ὁ κόσμος; Στὸ ὄνομα μόνο εμεθα Χριστιανοί. Ὅταν κινδυνεύουμε φωνάζουμε Χριστὲ καὶ Παναγιά. Τότε μόνο. Καὶ πάλι, στὸ στόμα ἔχουμε τὸ Χριστό, καὶ στὴν καρδιὰ τὸ διάβολο. Οἱ κακίες καὶ τὰ πάθη κυριαρχοῦν μέσα μας. Γίναμε εἰδωλολάτρες καὶ ἄγριοι, χειρότεροι ἀπὸ τοὺς ἀγρίους. Ἂς ἔχῃ τηλεοράσεις αὐτὸς ὁ κόσμος, ἂς ἔχῃ ῥαδιόφωνα, ἂς πετάῃ στὰ φεγγάρια· ποτέ ἄλλοτε δὲν ἦταν τόσο ἄγριος ὅπως στὶς ἡμέρες μας.
―Μπᾶ, τί εἶνε αὐτὰ ποὺ λές! θὰ μοῦ πῆτε.
Ναί, ἄγριοι γίναμε. Τί κάνει ὁ ἄγριος; Ἔχει ἕνα μαχαίρι ἢ μιὰ πέτρα, σκοτώνει τὸν ἄλλο καὶ τὸν τρώει. Ἀλλὰ πόσους θὰ φάῃ; Ἕνα, δυό, δέκα, ἑκατὸ ἀνθρώπους. Τώρα ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος, ὁ σπουδασμένος, ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐπιστήμης καὶ τοῦ διαστήματος, δὲν κρατάει πέτρα οὔτε μαχαίρι, ἀλλὰ ―Θεέ μου Θεέ μου!― κρατάει στὰ χέρια του κάτι πολὺ πιὸ κοφτερό. Κρατάει ἀτομικὴ βόμβα! ποὺ ἂν ἀνεβῇ ψηλὰ καὶ τὴ ῥίξῃ, μέσα σὲ μιὰ ὥρα πάει ἡ Θεσσαλονίκη, πάει ἡ Σόφια καὶ τὸ Βελιγράδι καὶ τὸ Βερολῖνο καὶ ἡ Μόσχα καὶ ἡ Νέα Ὑόρκη καὶ τὸ Σικάγο· πᾶνε σβήσανε ἀπ᾿ τὸ χάρτη. Καὶ οἱ ἄνθρωποι θὰ πᾶνε στὰ βουνά, ποὺ εἶπε ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός· «Ὦ εὐλογημένο βουνό, πόσες ψυχὲς γυναικόπαιδα θὰ σώσῃς ὅταν ἔλθουν τὰ χαλεπὰ χρόνια!».
Ἀλλὰ ἂς μὴν ἀπελπισθοῦμε. Ἂς μὴν τελειώσουμε τὸ κήρυγμα μὲ ἀπελπισία. Ὑπάρχει Θεός, ὑπάρχει Χριστός. Ἂς ἐλπίζουμε στὸ Θεό. Καὶ ὅπως τότε ὁ Χριστὸς ἔστειλε τοὺς δώδεκα ἀποστόλους σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο γιὰ νὰ κηρύξουν τὸ εὐαγγέλιο, ἔτσι καὶ πάλι πρέπει καινούργιοι ἀπόστολοι νὰ ξεκινήσουν καὶ νὰ πᾶνε σ᾿ ὅλα τὰ μέρη καὶ νὰ κηρύξουν τὸ Χριστό. Ἡ Ἑλλάδα ἔχει δύο ἑκατομμύρια Ἕλληνες στὸ ἐξωτερικό. Φύγανε ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ πήγανε ἄλλοι δεξιὰ καὶ ἄλλοι ἀριστερά. Παντοῦ εἶνε Ἕλληνες. Γιατί πήγανε; Γιὰ τὰ λεφτά! Οὔτε ἕνας δὲν πῆγε γιὰ τὸ Χριστό· οὔτε ἕνας ἱεραπόστολος. Δὲ᾿ βρέθηκε ἕνα παιδὶ νὰ πῇ· Ἐγώ, μάνα, δὲν θὰ πάω στὴν Ἀμερικὴ καὶ στὴν Αὐστραλία γιὰ τὰ λεφτά, γιὰ νὰ γεμίσουν οἱ τσέπες μου ἀπ᾿ αὐτὰ καὶ νὰ ᾿ρθῶ στὸ χωριὸ καὶ νὰ φαντάζω.
Ἄμποτε μέσα ἀπὸ κάθε πόλι καὶ χωριὸ νὰ βγῇ κ᾿ ἕνας ἱεραπόστολος μὲ πνοή, μὲ ἀγάπη, μὲ πίστι στὸ Θεό· νὰ κηρύξῃ τὸ εὐαγγέλιο, νὰ γίνῃ νέος Κοσμᾶς, καὶ νὰ σκορπίσῃ παντοῦ τὸ φῶς καὶ τὴν ἀλήθεια.
Εὔχομαι, ὁ Θεὸς διὰ πρεσβειῶν τῶν ἁγίων Ἀποστόλων νὰ εἶνε πάντα μαζί σας.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγίων Ἀποστόλων Κλειδίου–Φλωρίνης 30-6-1980)
http://www.augoustinos-kantiotis.gr
http://armenisths.blogspot.gr