Μ.Κοττάκης: Δεν απορώ που έγινε viral μια αποστροφή της ομιλίας μου στην οποία έλεγα ότι η γενιά μας αγαπά τη γαλανόλευκη με τον σταυρό και όχι κάποιες πολύχρωμες σημαίες που είναι της μόδας
Κάθε βράδυ στις 7 και στις 10 οι Ελληνες παρακολουθούν μαζί με εκατομμύρια τηλεθεατές της ηπείρου μας την ανάκρουση των εθνικών ύμνων στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου. Νέα αμούστακα παιδιά ηλικίας 17 ετών μαζί με τους πρεσβύτερους ηλικίας έως 40 ετών, οι οποίοι συγκροτούν αγγλιστί τα ρόστερ των «επίσημων αγαπημένων» αγκαλιάζονται βάζοντας σφιχτά ο ένας τα χέρια στους ώμους του άλλου και τραγουδούν με όλη τη δύναμη της φωνής τους τα λόγια κάθε εθνικού ύμνου.
Αγγλοι, Γερμανοί, Γάλλοι, Αυστριακοί, Ισπανοί, όλες οι φυλές της Ευρώπης αισθάνονται υπερηφάνεια στο άκουσμα των λέξεων που ενώνουν τα έθνη τους. Το ίδιο ακριβώς γίνεται και στους πάγκους τους. Προπονητές, φροντιστές, ιατροί, αναπληρωματικοί, παράγοντες επαναλαμβάνουν στεντορεία τη φωνή το δικό τους «σε γνωρίζω από την όψη». Στις εξέδρες την ίδια ώρα χιλιάδες φίλαθλοι κάθε εθνικότητας ανεμίζουν με υπερηφάνεια επίσης τις σημαίες των χωρών τους.
Στα προκριματικά του Euro έκανε, μάλιστα, ισχυρή εντύπωση ο φανατισμός και το πάθος στα πρόσωπα κατά την ανάκρουση των εθνικών ύμνων της Αλβανίας, της Κροατίας, της Γεωργίας, της Σλοβακίας, της Σλοβενίας, των νεότερων μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού κρατών. Οι δε φίλαθλοί τους κυκλοφορούσαν εκτός από τις εξέδρες και στους δρόμους των γερμανικών πόλεων με τις σημαίες τους ανά χείρας. Με τα εθνικά τους σύμβολα. Για να διαδηλώνουν την εθνική τους ταυτότητα. Με πρώτους απ’ όλους τους Τούρκους.
Αυτό λοιπόν που σε όλη την Ευρώπη θεωρείται αυτονόητο, η σκέπη όλου του θνους κάτω από ένα σύμβολο και η συνάντησή του υπό τους σκοπούς μιας φιλαρμονικής που παιανίζει τον εθνικό ύμνο, στην Ελλάδα των ξιπασμένων ελίτ θεωρείται αναχρονισμός και αφόρητος εθνικισμός. Χουντική πρακτική. Οπισθοδρόμηση. Και όχι μόνον αυτό. Αντί να προστατεύονται τα σύμβολα και οι μελωδίες που επικύρωσαν την ελευθερία και την παλιγγενεσία μας, γίνεται συστηματική προσπάθεια από τις ίδιες ξιπασμένες ελίτ να υποβαθμιστούν και να αποδομηθούν.
Προσφάτως νεαρός έκαψε επτά φορές την ελληνική σημαία στη Θράκη και αθωώθηκε πανηγυρικά από το Αυτόφωρο στο οποίο προσήχθη. Ο Ποινικός Κώδικας πήγε «περίπατο». Προσφάτως νεαρά που ανακάλυψε ότι θέλει να κάνει τέχνη με τη σημαία -τίποτε άλλο δεν βρήκε, το εθνικό σύμβολο εργαλειοποίησε-, την έβαψε ροζ στο όνομα των… κακοποιημένων γυναικών. Αγνοώντας η άσχετη ότι η ελληνική σημαία δεν ταυτίζεται με πράξεις βίας αλλά με ένδοξες πράξεις ελευθερίας και εθνικής απελευθέρωσης.
Πρόσφατα Ελληνίς υφυπουργός αρνήθηκε να αποδεχθεί αίτημα κοινοβουλευτικού κόμματος να γίνεται έπαρση της ελληνικής σημαίας τουλάχιστον μία φορά τον μήνα μέσα στα ελληνικά σχολεία. Για κάποιους σύγχρονους παγκοσμιοποιημένους Ελληνες η σημαία είναι ένα πανί. Για εμάς όμως όχι. Η σημαία είναι η πυξίδα μας. Η σημαία του Αγώνα το 1821, η σημαία με την οποία απελευθέρωσε τη Θεσσαλονίκη το 2012 ο βασιλεύς, οι σωζόμενες σημαίες του 1940, η σημαία που τίμησαν με την πράξη τους ο Γλέζος με τον Σάντα στον Ιερό Βράχο, η σημαία του Πολυτεχνείου, η σημαία των Ιμίων (που «την πήρε ο αέρας», την έχει αξιωματικός στην κατοχή του), όλες συμβολίζουν ένα παρελθόν που, όπως έγραφε και ο Ελύτης μας, συγκλονίζει με τη δύναμη της επικαιρότητάς του.
Τούτων δοθέντων, δεν απορώ που έγινε viral μια αποστροφή της ομιλίας μου στο Πολεμικό Μουσείο κατά την παρουσίαση του βιβλίου μου «Οι απόρρητοι φάκελοι Καραμανλή», στην οποία έλεγα ότι η γενιά μας αγαπά τη γαλανόλευκη με τον σταυρό και όχι κάποιες πολύχρωμες σημαίες που είναι της μόδας. Εγινε viral βεβαίως λόγω της γκριμάτσας αποδοκιμασίας που «συνελήφθη» από τον άγρυπνο τηλεοπτικό φακό να κάνει την ώρα που το έλεγα η Ντόρα Μπακογιάννη.
Δεν απορώ που ασχολήθηκαν με το πρόσωπό μου και lifestyle εκπομπές της τηλεόρασής μας. Η εικόνα είναι πανίσχυρη, δεν θα μπορούσαν να την αγνοήσουν. Απορώ όμως για τον τρόπο που προσεγγίζουν τα πράγματα μερικοί σχολιαστές του δημόσιου βίου. Οι οποίοι ενοχλήθηκαν σφόδρα από τη σύγκριση με τις πολύχρωμες σημαίες που συμβολίζουν κατ’ αυτούς τη «σύγχρονη Ελλάδα». Να τα βάλουμε σε μία τάξη. Υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ των ΛΟΑΤΚΙ που δεν κάνουν σημαία τη σεξουαλική τους ταυτότητα και αυτών που την κάνουν. Αυτοί που δεν την κάνουν δίνουν μάχες για το εθνικό σύμβολο, με πάθος καθένας από το μετερίζι του. Διπλωμάτες είναι, πολιτικοί είναι, καθηγητές είναι, αναλυτές, αθλητές είναι, γνωρίζω πάρα πολλούς πατριώτες ΛΟΑΤΚΙ που χωρίς να προκαλούν κανέναν «τρώνε» σίδερα για την Ελλάδα.
Η οργανωμένη κοινότητα όμως δεν συμπεριφέρεται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Δεν έχει τύχει ποτέ να δω στις περίφημες παρελάσεις υπερηφάνειας ελληνική σημαία. Αλλων συμμάχων χωρών, ναι, ελληνική, όχι. Τον γάμο που ψήφισε όμως το Κοινοβούλιο, ασχέτως αν εμείς διαφωνούμε, τον ψήφισε η Ελληνική Δημοκρατία. Κανείς όμως από την οργανωμένη κοινότητα δεν θέλησε να υπερηφανευτεί ότι είναι μέλος της με μια σημαία στα χέρια του. Γιατί; Αντ’ αυτού κυκλοφορούν μόνον οι πολύχρωμες σημαίες στις οποίες αναφέρθηκα. Η κοινότητα όμως δεν είναι έθνος για να κάνει έπαρση αυτή τη σημαία. Δεν είναι πολυ-έθνος για την ακρίβεια. Να λοιπόν ποιο ήταν το νόημα της αποστροφής μου στο Πολεμικό Μουσείο.
Οσοι με διαβάζετε διαχρονικά άλλωστε θα θυμάστε τη θέση μου που ήταν και τίτλος άρθρου προ καιρού: Και αν είσαι πατριώτης, μου περισσεύει αν είσαι γκέι. Το εννοώ. Δεν το εννόησε δυστυχώς για την εξυπνάδα της η Ντόρα και μερικοί άλλοι. Σε σημείο που να αισθάνομαι ότι δεν ανήκουμε στον ίδιο κόσμο. Ενώ θα έπρεπε.
ΥΓ.: Θέλω με την ευκαιρία να ευχαριστήσω τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Παύλο Μαρινάκη που εκπροσώπησε τον πρωθυπουργό σε δύσκολη πολιτική ατμόσφαιρα, τη διοίκηση του Πολεμικού Μουσείου για την παραχώρηση της αίθουσας «Ιωάννης Καποδίστριας» όπου έγινε η παρουσίαση, και τη διοίκηση της ΕΡΤ. Ιδιαιτέρως τον πρόεδρό της Κωνσταντίνο Ζούλα, τον γενικό διευθυντή Ενημέρωσης Φώτη Καφαράκη και τον υπεύθυνο Συνεργείων του Ραδιομεγάρου Παναγιώτη Καραντία για την κάλυψη και την αναμετάδοση της εικόνας με live streaming στο διαδίκτυο, η οποία έφερε την «υπογραφή» του σκηνοθέτη Βασίλη Βλαχοδημητρόπουλου και του τηλεοπτικού παραγωγού Νίκου Μπελόγιαννη.