Ανοίξτε τις καρδιές σας στο φως, όσοι ποθείτε να χαρείτε αληθινά, αφήσετε την καλοσύνη να μπεί μέσα της και να τη φαρδύνει, να γίνει περιβόλι απλόχωρο και μοσκοβολημένο! Ποτίστε τη με το δροσερό νερό της αγάπης, δροσίστε την στην καλωσύνη και αγιότητα…
Φώτης Κόντογλου
Έρημος οίκος είναι σήμερα ο κόσμος από ειρήνη. Μέρα-νύχτα στέκεται ανύσταχτο το μάτι της πονηρής ανθρωπότητας. Μέρα-νύχτα δουλεύουνε οι εφευρέσεις της καταστροφής, τα συμβούλια του θανάτου. Και από τ’ άλλο μέρος, οι καταδικασμένοι γλεντοκοπούνε, κυλιούνται στην ακολασία, κόλακες και δολοφόνοι, βλάκες και πονηρότατοι, χωρίς καρδιά, χωρίς ψυχή, χωρίς τίποτα από την εικόνα του Θεού… Σε κανένα καλό δεν συμφωνούνε, μα στο κακό, είναι όλοι θερμοί συνεργάτες…
Θεέ μου, τι φρικτή καταδίκη βγάλανε οι κακοί άνθρωποι καταπάνω στον εαυτό τους, να ζούνε αγριεμένα μέσα στην έρημο της κακίας, της αναισθησίας και του εγωισμού, μέσα στη Σαχάρα της ψευτιάς!… Ποτέ δεν φοβότανε τόσο πολύ ο άνθρωπος τη φτώχεια, την αρρώστεια και τον θάνατο, όσο τα φοβάται τώρα, που δεν φοβάται τον Θεό.
***
Φώτης Κόντογλου
– Δροσίσετε την ψυχή σας στην καλωσύνη και αγιότητα
Γύρισε και κύτταξε και τον αδελφό σου, να δροσισθεί η ψυχή σου με την ευλογημένη καλωσύνη, που την ξεράνανε τα τσιμέντα, οι ψεύτικες κουβέντες, οι συμφεροντολογικές παρέες, οι συνοφρυωμένες αξιοπρέπειες. Αν δεν μπορείς να κάνεις θυσίες, τουλάχιστον να συχαθείς την αδικία. Μην αδικείς. Η αδικία είναι σιχαμερή στρίγγλα, χωρίστρα των ανθρώπων, ανθρωποκτονία σαν τον πατέρα τον σατανά… Ο άμμος της Σαχάρας, όση βροχή κι᾿ αν πέσει απάνω του, δεν φυτρώνει τίποτα… Στη συναναστροφή που κάνουνε αυτοί οι ψευτισμένοι, θαρρείς πως τους χωρίζει ένας τοίχος τον έναν από τον άλλον. Ενώ οι άλλοι, που ζούνε μακρυά από τον κόσμο, νοιώθουνε πως οι καρδιές τους γίνονται ένα, πως ακουμπά ο ένας απάνω στον άλλον και ξεκουράζεται. Αγαπά και αγαπιέται, χαίρεται και δίνει χαρά. Από πάνω από τη συντροφιά των σαρκικών ανθρώπων στέκεται ο διάβολος και τους κάνει να μιλάνε ολοένα για λεφτά και για τα όμοια, για να μη γροικήσουνε ούτε το φαγί που τρώνε. Από πάνω από τη συντροφιά των ταπεινών στέκεται ο Θεός, κι᾿ όλα είνε ευλογημένα.
Πετάξετε από πάνω σας την ψευτιά. Ανοίξετε τα πανιά, να τα φουσκώσει ο καθαρός αγέρας του πελάγου. Να δροσισθεί η ψυχή σας, να νοιώσετε πως ζη τά αληθινά κι᾿ όχι ψεύτικα.
(Μικρό απόσπασμα από το σχετικό κεφάλαιο του βιβλίου «Ευλογημένο Καταφύγιο», εκδ. «ΑΚΡΙΤΑΣ»)
***
Η βλογημένη καλωσύνη
Φώτης Κόντογλου
Τι έμορφη που είναι η καλωσύνη! Τι χαροποιό που είναι το πρόσωπό της και η κάθε κίνηση του χεριού της. Και με πόση απλότητα έρχεται θαρρετά κοντά σου για να σε ξεκουράζει και με πόση ταπείνωση σε σιμώνει, σα να’σαι αδερφός της, δείχνοντάς σου φυσικά και απροσπάθητα πώς σ’αγαπά και πώς πονά για σένα! Τι χάρη που έχει ο καλομίλητος άνθρωπος! Σαν πρωινός ουρανός ασυννέφιαστος, σα βρυσούλα που τρέχει ταπεινά σ’ένα παράμερο μέρος και καρτερά υπομονετικά να περάσει ο κουρασμένος στρατοκόπος για να τον ξεδιψάσει με το κρύο νερό της, δίχως να θέλει άλλη πληρωμή παρεχτός απ’την χαρά να τον φχαριστήσει!
…Τα μπερδεμένα συστήματα της κακίας περιπαίζουνε την απλότητα που έχουνε ακόμα κάποιοι άνθρωποι, οπού δεν έσβησε μέσα τους το φως του Θεού. Βλέπω κάτι ανθρώπους που θυμώνουνε γιατί υπάρχουνε ακόμα αθώοι στον κόσμο. Αν τους χαιρετίσει κανένας από δαύτους, όπως κάναμε οι παλιοί, απορούνε για την αδιαντροπιά του και για την κουταμάρα του. Αυτοί χαιρετάνε με ψεύτικο γέλιο μοναχά όποιον έχει μαζί τους δουλειές και συμφέρον, κι αυτό το θεωρούνε μεγάλη σοφία κι αξιοπρέπεια. Σ’ έναν τέτοιον κούφιον άνθρωπο, όλα κανονίζουνται από το συμφέρον: Η λεγόμενη φιλία του, η λεγόμενη χαρά του, η λύπη του, το γέλιο του, η συνοφρύωσή του, η θεατρίνικη εγκαρδιότητά του, το περπάτημά του, το ντύσιμό του, η ανατροφή των παιδιών του, ακόμα κι η θρησκεία του, όλα είναι ρεγουλαρισμένα μ’ αυτό το διαβολικό εργαλείο. Μ’ έναν λόγο, ο τέτοιος άνθρωπος ζει κι αναπνέει μέσα στην ψευτιά. Πως λοιπόν μπορεί να ΄χει λίγη χαρά, αφού ζει μέσα στην κόλαση, και μάλιστα θεληματικά, που μοναχά ο διάβολος το κάνει; Αυτός είναι που κέρδισε όλον τον κόσμο, κατά το χαλασμένο το μυαλό του, και ζημιώθηκε την ψυχή του.
…Κάθουμε πολλές φορές και λέγω μέσα μου: Θεέ μου, τι φρικτή καταδίκη βγάλανε οι κακοί άνθρωποι καταπάνω στον εαυτό τους, να ζούνε αγριεμένοι μέσα στην έρημο της κακίας, της αναισθησίας και του εγωισμού, μέσα στη Σαχάρα της ψευτιάς! Μα, ενώ εσύ τους λυπάσαι για την κατάστασή τους, αυτοί σε κακοτυχίζουνε γιατί δεν έχεις τους θησαυρούς τους. Για τούτο λέγει ο Σειράχ: «Πένθος νεκρού επτά ημέραι, μωρού δε και ασεβούς, πάσαι αι ημέραι της ζωής αυτού».
Σήμερα βλέπει κανένας, πιο πολύ από άλλον καιρό, τον άνθρωπο να ΄ναι κολλημένος στην αμαρτία, και να ΄ναι ταραγμένος, μ’ όλο που θαρρεί πως η ευτυχία του είναι στηριγμένη γερά στα τελειοποιημένα συστήματα της ζωής του. Ποτές δεν φοβότανε τόσο πολύ ο άνθρωπος τη φτώχεια, την αρρώστια και τον θάνατο, όσο τα φοβάται τώρα, που δεν φοβάται τον Θεό. «Ζητήξετε τον Κύριο, ω κατάδικοι», λέγει ένας άγιος, «και δυναμωθήτε με την ελπίδα του».
Εμείς οι σημερινοί άνθρωποι δεν έχουμε ταπείνωση, δεν κάνουμε υπομονή, δεν μπορούμε να βαστάξουμε στην αδικία, γιατί δεν έχουμε αυτή την ελπίδα που γλυκαίνει τις πίκρες. Κι όχι μοναχά δεν έχουμε ταπείνωση, μα δεν μας αρέσει κι ο ταπεινός ο άνθρωπος γιατί δεν έχουμε ήμερα αισθήματα. Όπου δεν υπάρχει ταπείνωση, δεν υπάρχει αγάπη. Όπου υπάρχει αγάπη, δεν υπάρχει περηφάνια. Όποιος αγαπά τις κολακείες και την καλοπέραση, δεν μπορεί να ΄χει ταπεινά αισθήματα. Όλα είναι δεμένα, το ΄να με τ’ άλλο, τα καλά, καθώς και τα κακά.
Είναι παράξενο πράγμα πως κατάντησε ο άνθρωπος σε τέτοια παραμόρφωση της ψυχής, ώστε να του φαίνεται πως ο νόμος του Θεού είναι το πιο βαρύ και το πιο δύσκολο πράγμα, ενώ είναι εύκολος και χαροποιός.
Ο Χριστός δεν ζητά από μας να εχθρευόμαστε ο ένας τον άλλον, είτε να σκοτώνουμε είτε να κλέβουμε, είτε να θυμώνουμε, είτε να κυνηγάμε να κάνουμε πλούτη με κόπους και με κίνδυνους, σε στεριά και σε θάλασσα. Μήπως αυτά δεν είναι τα πιο δύσκολα, κι εμείς τα κάναμε εύκολα από την κακία μας; Ακόμα κι οι λέξεις «μοχθηρός» και «μοχθηρία» δείχνουν πως η κακία είναι κουραστική. Τον σκοτωμό, το κούρσος, το κυνήγι των λεφτών, την εκδίκηση, τα έχουμε για εύκολα και τα κάνουμε με προθυμία. Και λέμε δύσκολα και κοπιαστικά την αγάπη, την ταπείνωση, την ελεημοσύνη, όλα τα ήμερα και τα καλά επειδή τα παράγγειλε ο Χριστός. Ο διάβολος μάς κάνει να τα βλέπουμε όλα ανάποδα.
Ανοίξτε τις καρδιές σας στο φως, όσοι ποθείτε να χαρείτε αληθινά, αφήσετε την καλοσύνη να μπεί μέσα της και να τη φαρδύνει, ώστε από στενή φυλακή, να γίνει περιβόλι απλόχωρο και μοσκοβολημένο! Ποτίστε τη με το δροσερό νερό της αγάπης, θρέψτε τη με αγνότητα και με ειρήνη για να νιώσετε αληθινά πως ζείτε και πως δεν είσαστε πεθαμένοι: «Να, μέσα σου είναι ο ουρανός, αν είναι καθαρά τα φυλλοκάρδια σου. Ειρήνεψε μέσα στον εαυτό σου, και θα ειρηνέψει ο ουρανός κι η γη. Έμπα στο θαλάμι που βρίσκεται μέσα σου, και θα δείς το παλάτι τ’ ουρανού, γιατί ένα είναι και τούτο και κείνο κι από την ίδια θύρα τα θωρείς και τα δυό». Μη φοβάσαι τη φτώχεια του κορμιού παρά να τρέμεις τη φτώχεια της ψυχής, γιατί όποιος έχει τούτη τη δεύτερη φτώχεια θαρρεί πως ζει, μα αληθινά είναι πεθαμένος. Λυπήσου τον εαυτό σου και μη θυμώνεις και θαρρείς πως έτσι είσαι γενναίος. Αγάπησε την πραότητα και την υπομονή, και θα δείς πως θα βρείς ξεκούραση και θα απογευτείς κάποια θροφή αθάνατη.
Ο υπομονητικός άνθρωπος νιώθει πως βρίσκεται μέσα σ’ ένα κάστρο που δεν μπορεί να το πατήσει κανένας οχτρός, κι είναι ατάραχος στις ανεμοζάλες που τον κρούνε. Διώξε από μέσα σου τα πονηρά νοήματα, και σε λίγο θα νιώσεις τη βρώμα που έκλεινες μέσα σου και που την είχες πρωτύτερα για ευωδία. Έβγα λίγο από τη νύχτα της περηφάνιας που σε σκεπάζει και θα λάμψει μπροστά σου το γλυκό φως της ταπείνωσης· και θα νιώσεις χαρά μεγάλη κι ησυχία βλογημένη. Πόθησε να κλάψεις και να πικραθείς, και τότε θα καταλάβεις από που βγαίνει η αληθινή χαρά. Μη φυλάγεσαι ολοένα από τα λυπηρά γιατί δε θα νιώσεις αληθινή παρηγοριά. Έχε παντοτινά στον νού σου πως σήμερα είσαι και αύριο δεν είσαι σ’ αυτόν τον κόσμο, και θα ταπεινωθείς· κι άμα ταπεινωθείς, θα φτάξεις κοντά στον Θεό, και το έλεός Του θα σε κάνει ν’ ανοίξεις τα μάτια σου σε κείνον τον κόσμο που ανατέλλει ο αβασίλευτος ήλιος της ελπίδας.
Μη φοβάσαι ν’ απομείνεις μοναχός στον εαυτό σου, και καταγίνεσαι ολοένα με χίλια πράγματα για να τον ξεχάσεις· γιατί όποιος έχασε τον εαυτό του, κάθεται με ίσκιους και με φαντάσματα μέσα στην έρημο του θανάτου. Αγάπησε τον Χριστό και το Ευαγγέλιο περισσότερο από τις πεθαμένες σοφίες των ανθρώπων και περισσότερο από κάθε αρχοντιά κι από κάθε δόξα ετούτου του κόσμου, και τότε μοναχά θα χαίρεσαι σε κάθε ώρα της ζωής σου και θα νιώθεις την πνευματική όρεξη. Κανένας δρόμος δεν βγάζει στην ειρήνη της καρδιάς, παρά μονάχα ο Χριστός, που σε καλεί πονετικά και που σου λέγει: «Εγώ ειμί η οδός». Κι όποιος δεν έχει μέσα του ειρήνη, μην περιμένει να βρεί χαρά. Αυτά γράψε τα στην καρδιά σου, κι όχι στον νού σου.
Κόντογλου Φ., 1996, Ευλογημένο Καταφύγιο, Αθήνα, , Εκδ. Ακρίτας, σελ.268- 274