«Να πας κι εσύ, μη διστάζεις, σήμερα η Αγία ευωδιάζει. Να λάβεις λίγη από τη χάρη της»
*Από το νέο βιβλίο: «Φωνή αύρας λεπτής» (Μητροπολίτου Νικόλαου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής)
~ … 1976. Μήνας Αύγουστος – 22 Ιουλίου με το παλαιό ημερολόγιο. Πανήγυρη της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής στη Σιμωνόπετρα. Αυτή η αγία αγαπάται τόσο πολύ στο μοναστήρι της. Εδώ διαφυλάσσεται το αριστερό της χέρι: ο καρπός, η παλάμη και τα δάχτυλα, με το δέρμα και τον ιστό. Η θερμοκρασία διατηρείται σταθερά στους 37° C, απόδειξη ότι το χέρι είναι ζωντανός μάρτυρας του Αναστάντος Χριστού, ζωντανή απόδειξη ότι και αυτής «θάνατος ουκέτι κυριεύει».
Στην αγρυπνία μου έδωσαν σχετικά κεντρικό στασίδι. Δίπλα μου ένα κατάλευκο γεροντάκι. Στέκεται όρθιος σαν λαμπάδα, ακίνητος. Καθώς προχωρεί η αγρυπνία χαλαρώνει. Έχει προφανώς κουρασθεί. Μάλλον κοιμάται. Όχι όμως όπως συνήθως χαλαρωμένος. Κατάσταση παράξενη και ενδιαφέρουσα. Το κεφάλι του γυρμένο στο χέρι. Μάτια κλειστά. Κατά διαστήματα ακούγεται διακριτικό και ήσυχο ροχαλητό. Κάθε τόσο όμως, μόλις γίνει κάποιο λάθος από τους ψάλτες, παρεμβαίνει και χωρίς καθυστέρηση το διορθώνει. Και επανέρχεται στην… ησυχία του. «Το μεν σώμα καθεύδει δια την χρειάν της φύσεως, η δε καρδία του αγρυπνεί δια το πλήθος του έρωτος». Πράγματι ο νους του αγρυπνεί. Ο άνθρωπος φαίνεται πως ζει αλλού.
Φθάνουμε στο εξαποστειλάριο. Οι πατέρες όλοι όρθιοι, βγάζουν τα σκουφιά τους, σκύβουν βαθιά καθώς ο εφημέριος λιτανεύει πάνω σε έναν ασημένιο δίσκο το λείψανο της μεγάλης Αγίας, προστάτιδος της μονής. Σε λίγο αρχίζει η προσκύνηση. Εγώ τα ‘χω χαμένα. Κοιτάζω τι κάνουν οι υπόλοιποι. Νιώθω άσχετος που, προκειμένου να βρω τον ρόλο και να προσδιορίσω τις σωστές κινήσεις μου, χάνω το μυστικό…
Σε λίγο, ο γέροντας από δίπλα μου αφήνει το στασίδι του, κατευθύνεται με τη σειρά του στο ιερό λείψανο, βάζει τρεις εδαφιαίες μετάνοιες, προσκυνάει, χρίεται από τον ιερέα και επιστρέφει κατανυγμένος στο στασίδι του.
«Να πας κι εσύ, μου λέει, μη διστάζεις, σήμερα η Αγία ευωδιάζει. Να λάβεις λίγη από τη χάρη της».
Υπάκουσα και πήγα να προσκυνήσω. Έτσι εξάλλου έκαναν όλοι. Εγώ διατηρούσα μέσα μου τις αμφιβολίες μου. Δεν τα πολυπίστευα αυτά. Πλησίασα αμήχανα. Εντυπωσιάστηκα από την ευωδία. Θέλησα λαίμαργα να επιβεβαιώσω τη διαπίστωση με διερευνητικές ματιές και επανάληψη της προσκύνησης, αλλά ένιωσα άβολα. Δεν ήταν η στιγμή για πειράματα. Επέστρεψα στη θέση μου με το σώμα. Παρέμεινα με τη σκέψη μου στην Αγία. Πλήθυναν οι απορίες μου αλλά δεν αυξήθηκε η πίστη μου. Ήταν το «σημείο» που ζητούσα, αλλά δεν ήταν το «σημείο» που χρειαζόμουν. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Ούτε πάλι φανταζόμουν οι μοναχοί να λένε ψέματα. Είχαν τόσο καθαρά πρόσωπα και παρουσίαζαν το γεγονός δίχως αναλύσεις και επιχειρήματα. Δεν υπήρχαν περιθώρια για υποψίες απάτης.
«Γέροντα, πως γίνεται αυτό;», ρώτησα, «μήπως οι πατέρες έριξαν λίγο άρωμα από ευλάβεια, ή μόνο του ευωδιάζει;»
«Εδώ η ευλάβεια καταστρέφεται μόλις ρίξεις άρωμα. Ενισχύεται όταν δεχθείς απλά την άρρητη ευωδία. Το Όρος είναι γεμάτο από τέτοια».
«Τι θα πει άρρητη ευωδία;»
«Αν ρίχναμε λίγο άρωμα από το αρωματοπωλείο αυτό θα ήταν ευωδία. Τώρα που χωρίς να βάλουμε τίποτε ευωδιάζει αυτό λέγεται άρρητη ευωδία».
Έσκυψα και του φίλησα το χέρι. Ευωδίαζε και ο ίδιος. Σαν να είχε ακουμπήσει λιβάνι. Η αγρυπνία συνέχισε. Τελείωσε ύστερα από δώδεκα ώρες.
Με πλησιάζει ένας γνωστός μου μοναχός:
«Πήρες ευλογία από τον γερο-Αρσένιο;»
«Ποιος είναι αυτός;», απάντησα με απορία.
«Το γεροντάκι που καθόταν δίπλα σου».
Το γεροντάκι που κοιμόταν δίπλα μου, είπα από μέσα μου.
«Έχει το χάρισμα της αλουσίας», συμπληρώνει. «Έχει δέκα χρόνια να νίψει το πρόσωπό του και μοσχοβολάει ο ίδιος. Είναι πεντακάθαρος. Μένει στο Καλαμίτσι σε ένα ξεροκάλυβο μιάμιση ώρα μακρυά. Τρέχα πριν φύγει».
Δεν τον πρόλαβα. Πριν από την πανηγυρική τράπεζα είχε εξαφανισθεί για το κελλάκι του. Χόρτασε με τη θεία λατρεία. Δεν του χρειαζόταν ούτε φαγητό ούτε λόγια για να γεμίσει την ψυχή του. Δώδεκα ώρες όρθιος, καθήμενος, κοιμώμενος ρουφούσε πάντως το μέλι της αγρυπνίας. «Την αγαθήν μερίδα εξελέξετο ήτις ουκ αφαιρεθήσεται απ΄αυτού».
ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΙΤΕ: ⇒ ΕΔΩ