Ένας Λάκωνας που έζησε 30 χρόνια αυτάρκης στην αυτοσχέδια καλύβα του

Ένας Λάκωνας που έζησε 30 χρόνια αυτάρκης στην αυτοσχέδια καλύβα του

Ένας Λάκωνας που έζησε 30 χρόνια αυτάρκης στην αυτοσχέδια καλύβα του

Πώς είναι να ζεις «στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα», τα περισσότερα από τα οποία μάλιστα έχεις φτιάξει με τα ίδια σου τα χέρια; Μια τρυφερή όσο και διδακτική ταινία-ντοκιμαντέρ με πρωταγωνιστή τον κύριο Βαγγέλη

Ιστορία μεγάλη ο κύριος Βαγγέλης, πλούσιος σε όλα του κι ας μην είχε τίποτα πολύτιμο στην κατοχή του. Ή μήπως είχε περισσότερα από όσα φανταζόμαστε; «Όλες οι θάλασσες, οι ακρογιαλιές και τα βράχια, είναι δικά μου. Χειμώνα – καλοκαίρι!», λέει κάποια στιγμή. Τα γυρίσματα της ταινίας για την ζωή του ξεκίνησαν το 2013 και ολοκληρώθηκαν το 2020, «βελονιά-βελονιά» καθώς λέει η Φραντζέσκα, με ήλιο και βροχή κι έναν «ήρωα» μοντέρ (τον Θανάση Ντόβα) που προβληματιζόταν πόση ομορφιά θα έπρεπε να «πετσοκόψει». Χρήματα για όλα αυτά δεν περίσσευαν αλλά «έσωσαν» την κατάσταση το πάθος τους και η Neda Films.

Όταν η ταινία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης το 2022 αφήνοντας πολύ καλές εντυπώσεις, ο κύριος Βαγγέλης ήταν 93 ετών και έκλεινε κάπου τριάντα χρόνια ζωής σε αυτή την αυτοσχέδια καλύβα που δεν είχε κλειδαριά, ηλεκτρικό ρεύμα, κλιματισμό, ούτε καν τρεχούμενο νερό (το τελευταίο του το προμήθευε γεμίζοντας το βυτίο του δωρεάν ένας γείτονας), κυκλοφορούσε δε και τις τέσσερις εποχές του χρόνου με το ποδήλατο του, τη μεγαλύτερη πολυτέλεια που επέτρεπε στον εαυτό του μαζί με τη μικρή του βάρκα – το τελευταίο είχε συγκινήσει ιδιαίτερα τόσο τη Φραντζέσκα όσο και τον Γιώργο καθώς και των δύο οι παππούδες ήταν ψαράδες.

Ο κύριος Βαγγέλης μπραστά από την αυτοσχέδια καλύβα του στην άκρη ενός βράχου στον Κάβο Μαλέα.

Τα ψάρια, οι αχινοί και οι πεταλίδες μαζί με τα άγρια χόρτα που μάζευε αποτελούσαν ένα υπολογίσιμο κομμάτι της διατροφής του, χάρη δε στο θαλασσινό αλάτι που ο ίδιος μάζευε (σ.σ. εξ αυτού και η τυπωμένη σε στένσιλ με χοντρό αλάτι σε μπλε φόντο αφίσα της ταινίας) καθάριζε, συσκεύαζε, μετέφερε κι εμπορευόταν στην κοντινή Νεάπολη «αβγάτιζε» κάπως την πενιχρή του σύνταξη. Δεν είχε δα και πολλές ανάγκες, χώρια που τις περισσότερες τις κάλυπτε μόνος του με διάφορες ευφάνταστες πατέντες, όντας και ο ίδιος «άνθρωπος-πατέντα», όπως αστειευόταν. Δεν ήταν μόνο η καλύβα αλλά πολλά ακόμη από τα φτωχικά υπάρχοντά του αυτοσχέδια, τα βατραχοπέδιλα, το «βαγονάκι» μεταφοράς, τα γρανάζια και η καρότσα του ποδηλάτου του, το «πλυντήριο», ακόμα και το έγχορδο μουσικό του όργανο. Μόνη του καθημερινή συντροφιά η γάτα του, τα πετούμενα του ουρανού και το απέραντο γαλάζιο. Δεν ζούσε ωστόσο στην απομόνωση, έβαζε κάθε τόσο τα καλά του και πήγαινε ποδηλατάδα τα 2.5 χλμ ως τη Νεάπολη να πιεί τον καφέ του και να δει κόσμο. Ήταν όλα αυτά που ενέπνευσαν στη Φραντζέσκα τον τίτλο «Λιτή Αφθονία» ως «φόρο τιμής» στον Γάλλο θεωρητικό της αποανάπτυξης Σερζ Λατούς και το βιβλίο του «Προς μια κοινωνία της λιτής αφθονίας» (κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2013 από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων). Όμως ο κύριος Βαγγέλης δεν ήταν μόνο η επιτομή μιας ζωής λιτής, απέριττης αλλά ταυτόχρονα αξιοζήλευτα γεμάτης, είναι επίσης ένας σπάνιας κοπής άνθρωπος ο οποίος το μόνο που αναζητούσε – και το λέει με παράπονο κάποια στιγμή – ήταν «αγάπη και κατανόηση».

Τα ψάρια, οι αχινοί και οι πεταλίδες μαζί με τα άγρια χόρτα που μάζευε ένα γύρω αποτελούσαν ένα υπολογίσιμο κομμάτι της διατροφής του

Έτσι έχει η ιστορία του, αν ωστόσο σας φέρει ο δρόμος σας από εκείνα τα μέρη, μην τον αναζητήσετε. Ο κύριος Βαγγέλης εξακολουθεί να είναι μαζί μας, από πέρσι όμως αναγκάστηκε να μπει σε γηροκομείο. Έχει φτάσει πια αισίως τα 96 και οι δυνάμεις του τον εγκαταλείπουν – είθε να καταφέρει να «καβαλήσει» τα 100 που με την κράση του δεν το λες απίθανο. Ερήμωσε και η καλύβα. Το υπόδειγμα ζωής και χαρακτήρα στα πλαίσια μιας «χειροπιαστής ουτοπίας» απαθανατίστηκε σε φιλμ και διατηρεί τη διαχρονική του επικαιρότητα σε καιρούς που οι τεχνητές μας ανάγκες κοντεύουν να πνίξουν τις πραγματικές.

πηγή