Οι πιο ωραίοι άνθρωποι, που γνώρισα και δε λησμονώ στη ζωή μου, τους άρπαξε η Έρημος και τους κατάπιε η Ευχή
Οι πιο ωραίοι άνθρωποι, που γνώρισα και δε λησμονώ στη ζωή μου, τους άρπαξε η Έρημος και τους κατάπιε η Ευχή. Ευγενείς, απρόβλεπτες και ακλόνητες υπάρξεις, μίσησαν τη δόξα και την απάτη του συστήματος. Συνάμα δε, με τη σειρά του, δυσάρεστο, εκνευρισμένο και πειραγμένο αυτό το σύστημα, τους πέταξε έξω από τη βερνικωμένη του αυλή.
Κι όμως η καρδιά τους γέμισε από υπερκόσμια σοφία, ικανή οπωσδήποτε να φωτίσει τα σκοτάδια χιλιάδων και να παρηγορήσει τον πόνο πολλών τσακισμένων και μαραζωμένων ανθρώπων.
Τη θωριά τους δεν την τσάκωσε ο φακός, το στόμα τους δε συλλάβισε δηλώσεις, η περπατησιά τους δεν ολίσθησε στο βάραθρο των εντυπώσεων, η ατσαλακωσιά και η πολυτέλεια της βιτρίνας δεν τους γράπωσε το πνεύμα. Η θεοφιλή ψυχή τους δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια άχραντη εστία βιωμάτων ενός πανέμορφου και αψευδούς χριστιανισμού, τον οποίο δεν μπορεί να συλλάβει ποτέ ο εφησυχασμένος κόσμος που, μέσα στη ρηχότητα και την ανημποριά του, έκανε το κάθε αυτονόητο και σαθρό, πνευματική υπόθεση. Η ανάσα αυτών των ουράνιων ανθρώπων είχε τόσο δεθεί με την επίκληση του θείου Ονόματος, με την εσώτατη εμβίωση της Θείας Λειτουργίας, που σκορπούσαν παντού χάρη, δύναμη και αίγλη αθανασίας. Τα σεμνά βήματά τους, χαμένα στις βροχές και τ’ αγιάζια, στα λιοπύρια και τους καύσωνες της Ερήμου, χάραζαν και χαράζουν θελκτικά μονοπάτια μεγάλης και μοναδικής έμπνευσης για όλους μας. Ακόμη κι αυτή τη φίλη τους την Έρημο και την ερημητική τους ζωή φρόντισαν να μη την πάρει χαμπάρι κανείς. Έσβηναν και τον τρόπο και τον τόπο τους, ποθώντας να εγγράψουν τα μαρτύρια και τους πόθους της καρδιάς τους, τη μυστική και πολύπονη βιωτή τους στο επτασφράγιστο βιβλίο του παντεπόπτη Θεού.
Ο κόσμος κοιμάται.
Έμαθε και επιθυμεί να κοιμάται.
Είτε με χάπια ηρεμίας και ευτυχίας, είτε με θεωρίες και φαντασίες που του αφαιρούν ολοένα πιο πολύ την ισορροπία από μέσα του, τη σπιρτάδα, την ακμή, τη συναίσθηση και την εμβάθυνση.
Ο εχθρός, με γιαλαντζί θρησκευτικές αιτιολογήσεις και με θεολογιστικούς προφασισμούς, κάνει τα πάντα ώστε κανείς ποτέ να μη χαλάσει τούτη τη μαζική νάρκωση. Γιατί όποιος αφυπνίζεται, αρχίζει και ζει καλύτερα, ουσιαστικότερα, αυθεντικότερα.
Κάποιοι χριστοάνθρωποι, όμως, μένουν πραγματικά ακοίμητοι και ανύστακτοι.
Και με τον εγκαρδιωμένο τρόπο της θαυμαστής πολιτείας τους, στέκονται για μας σαν ασάλευτοι φάροι μέσα στις μεγάλες νύχτες μας, στα πελάγη των δοκιμασιών μας, στις καταχνιές των παθών μας, στην κοιλάδα των βασάνων μας. Αξίζει μόνο μια στιγμή, μια στιγμή της στιγμής, ν’ αφήσουμε, επιτέλους, το γλυκό και θανατηφόρο ύπνο μας, να σηκωθούμε πολύ ορμητικά και, μέσα από τα στέρνα της ύπαρξής μας, να τους στείλουμε το πιο ανυπόκριτο, αληθινό και συγκινητικό μας «Ευχαριστώ!».
Ο κόσμος, αν και δεν το γνωρίζει, αν και δεν πρόκειται να το συνειδητοποιήσει ποτέ, επαρκώς και δεόντως, χάρη σ’ αυτούς τους ανθρώπους της Χάριτος, συνεχίζει να έχει ευστάθεια, συνέχεια, νόημα, ουσία και ζωή…
π. Δαμιανός
ΠΗΓΗ
https://simeiakairwn.wordpress.com