Στα παλιά τα χρόνια έφτανε το «Κύριε, ελέησον» να κάνη θαύμα

Στα παλιά τα χρόνια έφτανε το «Κύριε, ελέησον» να κάνη θαύμα

Στα παλιά τα χρόνια έφτανε το «Κύριε, ελέησον» να κάνη θαύμα

Στα παλιά τα χρόνια έφτανε το «Κύριε, ελέησον» να κάνη θαύμα

Που είνε ο Χριστός; Εδώ είνε ο Χριστός, μέσα στην εκκλησία! Την ώρα που ακούγεται το ευαγγέλιο, την ώρα που βγαίνουν τα άγια, την ώρα που κρατάει ο παπάς το δισκοπότηρο, την ώρα που κοινωνάς, εκεί είνε ο Χριστός. Ναι, αυτή είνε η πίστις μας.

Κάθε ψίχουλο και κάθε σταλαγματιά από το άγιο δισκοπότηρο είνε ο Χριστός μας. Το πιστεύεις; Έλα στην εκκλησιά και φώναξε το «Κύριε, ελέησον».

Στη θεία λειτουργία το λέμε πολλές φορές. Από το «Ευλογημένη η βασιλεία…» μέχρι το «Δι᾿ ευχών…» πάνω από πενήντα φορές λέμε το «Κύριε, ελέησον». Αλλά πως το λέμε; Δεν υπάρχει κατάνυξις και προσοχή.

Το λέγανε και πρίν διακόσα χρόνια, μά την ώρα που το λέγανε κλαίγανε (η δύναμη της προσευχής).

«Κύριε, ελέησον», έλεγε η χήρα.

«Κύριε, ελέησον», έλεγε το ορφανό,

«Κύριε, ελέησον», έλεγε ο σκλαβωμένος Έλληνας.

«Κύριε, ελέησον», έλεγε ο τσομπάνος.

«Κύριε, ελέησον», έλεγε ο χωριάτης.

«Κύριε, ελέησον», το έλεγαν όλοι.

Αλλά την ώρα που το λέγανε, το πίστευαν ακραδάντως. Τώρα δεν πιστεύουμε.

Στα παλιά τα χρόνια έφτανε το «Κύριε, ελέησον» να κάνη θαύμα. Έπεφτε λ.χ. ακρίδα στον κάμπο της Θεσσαλίας και δεν έμενε τίποτε.

Και πήγαιναν στα Μετέωρα, παίρνανε τα άγια λείψανα στα χέρια τους στην Καλαμπάκα και στα Τρίκαλα (είχανε αγάπη και ομόνοια μεταξύ τους, νηστεύανε τρείς μέρες, δεν σμίγανε τα αντρόγυνα), και κάνανε λιτανεία και τα μικρά παιδιά φωνάζανε «Κύριε, ελέησον»·

έ, δεν περνούσε μέρα, και ένας άνεμος έπαιρνε τις ακρίδες και τις έρριχνε μέσα στον Πηνειό ποταμό και δεν έμενε ούτε μία.

Να τι κάνει το «Κύριε, ελέησον», όταν κανείς πιστεύη πραγματικά.

Αλλού πάλι έπεφτε χολέρα και θέριζε τους ανθρώπους. Εκατό, διακόσοι νεκροί· δεν προλαβαίνανε ν᾿ ανοίγουν τάφους.

Και πάλι νηστεύανε, κάνανε λιτανεία με τα άγια λείψανα του αγίου Νικάνορος και άλλων αγίων, και βγαίνανε έξω στους κάμπους και στα βουνά και παρακαλούσανε το Θεό, και η χολέρα κοβότανε με το μαχαίρι.

Και αλλού πάλι, που είχε ανομβρία και δεν έπεφτε σταλαγματιά και η γη ήτανε σαν το κεραμίδι, έβγαιναν πάλι έξω με τις εικόνες και τα λείψανα και παρακαλούσαν.

«Κύριε, ελέησον» λέγανε με την καρδιά τους, και ο ουρανός έβρεχε και μούσκευε το χώμα.

Και αλλού, που γινόταν σεισμός, γονατίζανε και προσευχότανε. «Κύριε, ελέησον» λέγανε, και σταματούσε ο σεισμός.

Δεν είνε παραμύθια αυτά· τα θυμούνται οι μεγαλύτεροι.

Ζωντανή είναι η θρησκεία μας· αρκεί μόνο να έχουμε δυνατή πίστη..

ΠΗΓΗ

https://simeiakairwn.wordpress.com