Είναι εποχή υπέροχη η εποχή μας. Ας έχει τόσες δυσκολίες. Εμείς ας μην κολλάμε σαν τις μύγες στις πληγές. Ας ψάχνομε σαν τις μέλισσες να βρίσκομε το καλύτερο και να το παίρνομε, και να το κάνομε μέλι γλυκύτατον. π. Ανανίας Κουστένης

Είναι εποχή υπέροχη η εποχή μας. Ας έχει τόσες δυσκολίες. Εμείς ας μην κολλάμε σαν τις μύγες στις πληγές. Ας ψάχνομε σαν τις μέλισσες να βρίσκομε το καλύτερο και να το παίρνομε, και να το κάνομε μέλι γλυκύτατον. π. Ανανίας Κουστένης

Είναι εποχή υπέροχη η εποχή μας. Ας έχει τόσες δυσκολίες. Εμείς ας μην κολλάμε σαν τις μύγες στις πληγές. Ας ψάχνομε σαν τις μέλισσες να βρίσκομε το καλύτερο και να το παίρνομε, και να το κάνομε μέλι γλυκύτατον. π. Ανανίας Κουστένης

Είναι εποχή υπέροχη η εποχή μας. Ας έχει τόσες δυσκολίες. Εμείς ας μην κολλάμε σαν τις μύγες στις πληγές. Ας ψάχνομε σαν τις μέλισσες να βρίσκομε το καλύτερο και να το παίρνομε, και να το κάνομε μέλι γλυκύτατον. π. Ανανίας Κουστένης

Γιορτάζει σήμερα ὁ ἅγιος μεγαλομάρτυς Εὐστάθιος. Στὴν ἀρχαία χριστιανοσύνη ἀνήκει. Ἦταν στὴ Pώμη, στρατηλάτης, στὰ χρόνια τοῦ Τραϊανοῦ. (Τέλος τοῦ 1ου καὶ ἀρχὲς τοῦ 2ου μ.Χ. αἰῶνος. 98–117 μ.Χ.). Ἦταν πολὺ σπουδαῖος. Ἦταν εἰδωλολάτρης ἀλλὰ εἶχε μεγάλη ἀγάπη γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἦτο πολὺ ἐλεήμων. Καὶ μιὰ μέρα, καθὼς ἐκυνηγοῦσε, τοῦ ἄρεσε καὶ τὸ κυνήγι, παρουσιάστηκε μπροστά του ἕνα παράξενο ἐλάφι. Καὶ βάλθηκε νὰ τὸ κυνηγᾶ. Σὲ κάποια στιγμὴ ἐκεῖνο σταματάει, γυρίζει, καὶ τότε βλέπει πάνω στὰ κέρατά του ἕνα σταυρό, ποὺ ἔλαμπε. Καὶ μέσα ἀπ’ τὰ κέρατα βγῆκε φωνὴ καὶ τοῦ εἶπε: «Εὐστάθιε, γιατί μὲ διώκεις; Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Κύριος». Καὶ στὴ συνέχεια, ἀφοῦ τὸν κάλεσε ὁ Χριστός, ἔγινε χριστιανὸς μ’ ὅλη τὴν οἰκογένειά του.

Ἀπὸ ’κεῖ καὶ πέρα ἀρχίζει τὸ μεγάλο του μαρτύριο κι οἱ πολλές του δοκιμασίες. Ἀνεδείχθη νέος Ἰώβ. Ἔχασε τὴν περιουσία του, τὴ γυναῖκα του, τὰ παιδιά του, καὶ κατήντησε ζήτουλας καὶ ὑπηρέτης, νὰ πηγαίνει σὲ πόλεις καὶ χωριά, γιὰ νὰ βγάζει τὸ ψωμάκι του καὶ νὰ ζεῖ καὶ νὰ περνάει μὲ ὑπομονὴ τὴ μεγάλη δοκιμασία του. Ἡ Θεία Πρόνοια, ὅμως, δὲν τὸν ἄφησε. Ὅπως δὲν ἀφήνει κανέναν. Ἀκόμα καὶ τοὺς κακούς. Γι’ αὐτό, τὸν ἐπανέφερε στὸ ἀξίωμά του ὁ αὐτοκράτωρ, γιατὶ ἦλθαν πολλοὶ βάρβαροι κι ἄλλος δὲν ἦτο ἱκανός. Ἔψαξε καὶ τὸν βρῆκε ἐκεῖ ποὺ ἦτο, καὶ στὴ συνέχεια ἐκεῖνος βρῆκε καὶ τὴ γυναῖκα του καὶ τὰ παιδιά του. Ἡ Θεία Πρόνοια φυλάει. Γι’ αὐτὸ νὰ μὴ φοβόμαστε τίποτε. Νὰ ἔχομε ἐμπιστοσύνη στὴ Θεία Πρόνοια, ἀπόλυτη, ὅσο γίνεται. Κι ὅ,τι θέλει κι ὅ,τι ἐπιτρέψει ἐκείνη, ἂς γίνεται. Eἴμαστε ἥσυχοι τότε, γιατὶ εἴμαστε στὰ χεράκια τῆς Θείας Προνοίας, τοῦ Τριαδικοῦ μας Θεοῦ.

Κι ἐπανῆλθε στὸ στράτευμα, ἐνίκησε τοὺς βαρβάρους καὶ γύρισε στὴ Pώμη. Τοῦ ξαναδῶσαν τὴν περιουσία του, ἀποκατεστάθη, δηλαδή. Καὶ μιὰ μέρα ὁ αὐτοκράτωρ Ἀδριανός, πλέον ὁ διάδοχος τοῦ Τραϊανοῦ, τὸν ἐκάλεσε νὰ θυσιάσουν στὸν ναὸ τῶν εἰδώλων, γιὰ νὰ εὐχαριστήσουν, τάχα, τοὺς Θεοὺς γιὰ τὴ νίκη ποὺ τοὺς ἔδωκαν, καὶ τὴν ὁποία εἶχε πετύχει ὁ μέγας Εὐστάθιος, ὁ ὁποῖος μέχρι τότε λεγόταν Πλακίδας καὶ μετὰ τὸ βάπτισμα ὀνομάσθηκε Εὐστάθιος. Λοιπόν. Ἐκεῖνος, ὅμως, ὁμολόγησε τὸν Χριστό, τὸν ἀληθινὸ Θεό. Καὶ τότε ὁ Ἀδριανὸς τὸν ἐτιμώρησε γιὰ τὴν πίστη του, καθὼς καὶ τὴ Θεοπίστη, τὴ γυναῖκα του, καὶ τὸν Ἀγάπιο καὶ Θεόπιστο, τὰ τέκνα του. Τί τοὺς ἔκανε; Τοὺς ἔβαλε μέσα σ’ ἕνα χάλκινο βόδι, πυρακτωμένο καὶ τοὺς ἔκλεισε. Κι ἐκεῖ παρέδωσαν τὶς ψυχές των αὐτοὶ οἱ τέσσερεις λεβέντες στὸν φιλάνθρωπο Χριστό. Κι ὅταν ὕστερα ἄνοιξαν τὸ βόδι, νὰ δοῦν τί ἔγινε, δὲν εἶχε καεῖ οὔτε τρίχα ἀπ’ τὰ σώματά τους. Εἶχαν παραδώσει τὶς ψυχές τους μόνο στὸν Κύριο. Εἶν’ αὐτὸ ποὺ λέει τὸ Εὐαγγέλιο. «Καὶ θρὶξ ἐκ τῆς κεφαλῆς ὑμῶν οὐ μὴ ἀπόληται». Καὶ μία τρίχα ἀπ’ τὸ κεφάλι σας δὲν χάνεται. Γιατὶ εἶν’ ἡ Θεία πρόνοια, ποὺ φροντίζει καὶ στὰ ἀπειροελάχιστα, ἀκόμη. Πίστη μᾶς λείπει κι αὐτὴν χρειαζόμαστε. Εἶναι μεγάλη ὑπόθεση. Κι ἡ πίστις σώζει. Καὶ τὰ ἔθαψαν οἱ χριστιανοὶ μετὰ δακρύων καὶ χαρᾶς κι ἀνέβλυζαν ἰάματα κι ἔκαμαν θαυματουργίες. Πολὺ μεγάλος καὶ συγκινητικὸς ὁ βίος τοῦ ἁγίου Εὐσταθίου. Ὅποιος ἐνδιαφέρεται διὰ τὸ κατὰ πλάτος, ὑπάρχουν καὶ βιβλία πάρα πολλὰ στὴν ἐποχή μας βιβλία, καὶ θρησκευτικὰ καὶ ἱστορικὰ καὶ διάφορα.

Εἶναι ἐποχὴ ὑπέροχη ἡ ἐποχή μας. Ἂς ἔχει τόσες δυσκολίες. Ἔχει καὶ μεγάλες εὐκολίες κι ἔχει καὶ πολλὰ καλά. Ἐμεῖς ἂς ψάχνομε αὐτά, κι ἂς μὴν κολλᾶμε σὰν τὶς μύγες στὶς πληγές. Ἂς ψάχνομε σὰν τὶς μέλισσες νὰ βρίσκομε τὸ καλύτερο καὶ νὰ τὸ παίρνομε, νὰ τὸ ἐπεξεργαζόμεθα καὶ νὰ τὸ κάνομε μέλι γλυκύτατον. Κι ὁ Θεούλης δίνει, μέσω τῶν μελισσῶν, τὸ μέλι στοὺς ἀνθρώπους γιὰ νὰ γλυκαίνονται. Καὶ τί κρατάει ὁ Θεούλης ἀπὸ τὸ μέλι; Τὸ κερί. Τὴν κερήθρα. Τὸ κεράκι τὸ κρατάει καὶ τὸ βάνομε γιὰ λατρεία. Ἔτσι, λοιπόν. Τὸ μέλι σὲ μᾶς, τὸ κερὶ σ’ Ἐκεῖνον.

Καὶ θυμᾶμαι, ἐδῶ, τὸν ἀείμνηστο παπᾶ-Νικόλα Πλανᾶ, τὸν ἅγιο, ποὺ εἶχε ἕνα ἐκεῖ συλλειτουργό, πατέρα Ἀντώνιο ἀπὸ τὴν Καλαμάτα, καὶ τοῦ πήγαιναν, λοιπόν, τὰ χαρτιὰ μὲ τὰ χρήματα, γιὰ τὰ ὀνόματα. Καὶ τί ἔλεγε ὁ πάτερ Νικόλαος; Τὰ χαρτιὰ σὲ μένα, τὰ λεφτὰ στὸν παπᾶ-Ἀντώνη. Ἔ, πῶς νὰ μὴν τὸν ἀγαπᾶς, λοιπόν, αὐτὸν μετά, ἂς ποῦμε; Ὁ παπᾶ-Ἀντώνης δὲν τὰ κράταγε. Ἀλλὰ πῶς φερόταν ὁ ἄλλος! Καταλάβατε; Ἔτσι, λοιπόν. Κι ὅταν, μιὰ φορά, πηγαῖναν μὲ ἅμαξα κάπου οἱ δύο, λέει, «Τώρα πᾶμε δύο ἐπίσκοποι στὴν ἅμαξα. Ὁ Καλαμῶν καὶ ὁ Παροναξίας. Γιατὶ ὁ παπᾶ-Νικόλας ἦταν ἀπὸ τὴν Παροναξία. Ἀπ’ τὴ Νάξο. Λοιπόν. Ἔτσι. Εἶναι ὡραῖα αὐτά, ὅταν εἴμαστε ἁπαλοὶ καὶ ἁπλοὶ καὶ ταπεινοί, καὶ δίνομε τόπο στὸν ἄλλον, τιμᾶμε τὸν ἄλλον, ριχνόμαστε καὶ ὑπὲρ τοῦ ἄλλου, καμμιὰ φορά, δηλαδὴ ρίχνομε τὸν ἑαυτό μας. Ξέρετε τί καλὸ εἶναι; Μετὰ τὸ καταλαβαίνει κι αὐτός. Κι ὁ χειρότερος ἀκόμη τὸ καταλαβαίνει. Ἔστω κι ἂν δὲν τὸ ὁμολογεῖ. Ἐδῶ ὁ Ἰούδας κατάλαβε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦταν ἀθῶος καὶ πῆγε καὶ φουρκίστηκε ἀντὶ νὰ μετανοήσει. Κακῶς, βέβαια. Ἀλλὰ κατάλαβε. Κατάλαβε. Τὰ πάντα καταλαβαίνουν.
Ἀρχιμανδρίτης Ἀνανίας Κουστένης, Φθινοπωρινὸ Συναξάρι, Τόμος Α´.