Βασίλειος Διγενής Ακρίτας: Το έπος των νεοτέρων Ελλήνων
Το αρχαιότερο μνημείο της λόγιας νεοελληνικής λογοτεχνίας είναι το έπος του Βασιλείου Διγενή Ακρίτα (9ος-10ος αι.). Σύμφωνα με την άποψη του Ν. Πολίτη, που την ακολουθούν πολλοί μελετητές, το έπος τον Διγενή Ακρίτα εκφράζει τα ιδεώδη και τους πόθους του ελληνικού γένους.
Σύμφωνα με τον μύθο ήταν ένας από τους Ακρίτες της Μικράς Ασίας, τους φρουρούς των βυζαντινών συνόρων και απέκτησε το προσωνύμιο Διγενής γιατί είχε δύο γένη. Πατέρα Άραβα Χριστιανό άρχοντα και μητέρα Ελληνίδα, την Ειρήνη, κόρη ενός Βυζαντινού στρατηγού.
Τα κατορθώματα του ήταν ήδη δημοφιλή από την εποχή της συγγραφής του έπους.
Εμφανίζεται ως ον με υπερφυσικές διαστάσεις, καταδιώκει τόσο υπαρκτούς εχθρούς όπως οι Σαρακηνοί πειρατές όσο και μυθολογικά πλάσματα.
Παρουσιάζεται ως τιμώμενο πρόσωπο από τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα και τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα περνάει με τη σύζυγό του σ’ ένα παλάτι πλάι στον ποταμό Ευφράτη. Νικιέται σε μία ενέδρα οπού του στήνει ο Χάρος στα Μαρμαρένια Αλώνια.
Το έργο σώζεται σε έξι χειρόγραφες παραλλαγές οι οποίες βρέθηκαν ανά τους αιώνες σε διάφορα σημεία του ελλαδικού αλλά και του ευρωπαϊκού χώρου.
(Πηγή: Wikipedia)
Στο παρακάτω απόσπασμα από το το μυθιστόρημα “Νικηφόρος Φωκάς” (εκδ. Κέδρος) της Μαρίας Λαμπαδαρίδου Πόθου, ο Θεοδόσιος, φίλος και συμπολεμιστής του Νικηφόρου Φωκά, επισκέπτεται στα μεθόρια, κοντά στον Ευφράτη τον θρυλικό Διγενή Ακρίτα, φέρνοντάς του δώρα από τον Αυτοκράτορα.
“Ύστερα από πολλές περιπλανήσεις, ο Θεοδόσιος έφτασε στην άκρη άκρη της αυτοκρατορίας, πάνω από τις όχθες του Ευφράτη, που τα κρυστάλλινα νερά του έρχονταν κατευθείαν από τον παράδεισο, όπως το ήθελε ο λαός.
Εκεί, του είπαν, θα βρει το Βασίλειο.
Ήταν ένα κάστρο χτισμένο πάνω σε βράχο γρανίτινο, πανύψηλο κάστρο, και εκεί έμενε.
Φούσκωσαν τα στήθια του κι η καρδιά του πήγε να σπάσει την ώρα που χτύπησε την πόρτα.
— Θέλω να δω το Βασίλειο, αυτόν που τραγουδά ο λαός, το φύλακα των άκρων της αυτοκρατορίας…, είπε και έδειξε τα δώρα του Νικηφόρου.
Ο δούλος τον έμπασε μέσα κι ο Θεοδόσιος σάστισε. Όλο το σπίτι ήταν ντυμένο με δέρματα αγριμιών και παντού κρέμονταν δόντια και νύχια και καύκαλα, και μια πανέμορφη γυναίκα ήρθε και του μίλησε γλυκά και είπε πως ήταν η γυναίκα του, η Ευδοκία.
Φορούσε ασημοσκάλιστο περιδέραιο στο μέτωπο με ρουμπίνια και διαμάντια απάνω, και φόρεμα ολομέταξο στολισμένο με μαργαριτάρια, και τα μάτια της ήταν πράσινα σμαράγδινα και η φωνή της μελωδική σαν ήχος άρπας σε νύχτα φεγγαριού.
— Τώρα θα ‘ρθει ο Βασίλειος, είπε, κι η καρδιά του Θεοδόσιου σπαρτάρησε ξετρελαμένη.
Ζαλίστηκε το παλικάρι σαν τον αντίκρισε κι ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα να δει μην ονειρεύεται.
Ήταν πανύψηλος και λυγερός και τα μάτια του δεν μπορούσε να τα δει ο Θεοδόσιος, γιατί η λάμψη τον θάμπωνε.
Και καθώς τον κοίταζε, του φάνηκε πως του ξέφευγε και δεν μπορούσε να τον συγκεντρώσει, τα χέρια του και τα πόδια του και τα μαλλιά του μάκραιναν τόσο πολύ, που χάνονταν μέσα στο βλέμμα του, ή έτσι του φαινόταν, και δεν ήξερε ο άμοιρος αν εκείνη την ώρα έβλεπε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο ή ένα πλάσμα που το έπλασε η φαντασία των ανθρώπων κι η ανάγκη τους να υπάρχειφύλακας άγγελος του φόβου.
— Σου έφερα τα δώρα του Νικηφόρου, είπε ο Θεοδόσιος, επιστρατεύοντας όλες τις δυνάμεις του, κι ο Βασίλειος σαν να χαμογέλασε.
— Κοίταξε τι είναι, Ευδοκία, είπε, κι εκείνη άνοιξε την ασημένια θήκη κι έβγαλε από μέσα το σπαθί κι ύστερα άνοιξε και το μικρό χρυσόδετο κουτί κι έβγαλε τον πολύτιμο θυρεό.
Αν δεν υπάρχει, πώς μπορώ ν’ ακούω τη φωνή του…, συλλογίστηκε ο Θεοδόσιος και πήρε κουράγιο να πει:
— Ο λαός σού γράφει ποιήματα και σου τραγουδά…
Γέλασε ο Βασίλειος και σαν να τον ευχαρίστησε ο λόγος.
— Κι όμως κανείς δε με γνωρίζει, είπε.
— Γνωρίζουν τα κατορθώματά σου…, απάντησε ο Θεοδόσιος.
Ο Βασίλειος έγινε σαν απόμακρος ξαφνικά, κι ο Θεοδόσιος τον κοίταζε ακόμα ζαλισμένος. Του φαινόταν πως δεν είχε περίγραμμα, πως μεγάλωνε και μίκραινε, σάμπως να ήταν η σάρκα του από το υλικό της φαντασίας, και τα ρούχα που φορούσε ήταν σαν να τα πήρε από κάποιον πανέμορφο μύθο και παράλλαζαν κάθε τόσο, πότε γίνονταν από μαύρο φολιδωτό του θανάτου και πότε από λευκό της ποίησης, και τα μαλλιά του ήταν πυρρόξανθα και σγουρά ή έτσι του φαίνονταν του Θεοδόσιου και χάνονταν σ’ ένα σύννεφο από σκόνη χρυσή και σπίθες σαν αυτές που αφήνουν τα πέταλα των αλόγων τη νύχτα.
Επιστράτευσε και πάλι τις δυνάμεις του ο Θεοδόσιος να ρωτήσει επιτέλους αυτό που τον έκαιγε:
— Είναι αλήθεια πως πάλεψες με το Χάρο σ’ ένα μαρμαρένιο τόπο και τον νίκησες;
Γέλασε ο Βασίλειος και το πρόσωπο του ήταν πανέμορφο τώρα, σαν να είχε κάτι από την αθωότητα του παιδιού.
— Έτσι σου τραγουδά ο λαός…, είπε πάλι ο Θεοδόσιος, μου έδειξαν ακόμα και τον τόπο…
Ο Βασίλειος στάθηκε αμίλητος λίγες στιγμές. Ύστερα, πήρε στο χέρι του το ασημένιο ξίφος και το θυρεό και, κοιτάζοντάς τα, είπε:
— Πάλεψα με το Χάρο και τον νίκησα…, μα η νίκη μου πήγε χαμένη… Είμαι τριάντα χρονών και σε τρία χρόνια θα ‘ρθει να με πάρει…
Ανατρίχιασε ο Θεοδόσιος. Πώς μπορούσε να το ξέρει αυτό; Και ποια σχέση είχαν τα χρόνια του με το Χριστό;
Η Ευδοκία πήγε κοντά του και κράτησε το κεφάλι του στον κόρφο της. Θα πέθαινε κι εκείνη μαζί του, την ίδια μέρα, είπε.
Ο Θεοδόσιος δεν κατάλαβε, μα κι ούτε ρώτησε.
Είδε το Βασίλειο να παίρνει ένα περιλαίμιο που ήταν από τομάρι δουλεμένο και είχε περασμένα τρία νύχια λιονταριού.
— Πάρε αυτό να με θυμάσαι, του είπε, κι ο Θεοδόσιος αναπήδησε από τη χαρά του.
Φεύγοντας, τόλμησε να ρωτήσει:
— Βγαίνει κάθε νύχτα στο μαρμαρένιο τόπο ο Χάρος;
Ο Βασίλειος χαμογέλασε.