Ιστορίες από το Βυζάντιο 764 μ.Χ
Και την χρόνια αυτή από τις αρχές του Οκτώβρη ήρθε δριμύτατο κρύο ,όχι μόνο στην δίκη μας χώρα αλλά και στην Ανατολή, στον Βορρά και στη Δύση πολύ περισσότερο ,έτσι που η βόρεια ακτή του Ευξείνου πάγωσε σε έκταση 100 μιλίων και σε βάθος 30 πήχεων{…}και καθώς συνέχιζε να χιονίζει ο πάγος έφτασε άλλους 20 πήχεις σε βάθος ώστε έγινε η θάλασσα ένα με τη στεριά και την διέσχιζαν πάνω στον πάγο άγριοι άνθρωποι και ημέρα ζώα από την Χαζαρια ,τη Βουλγαρία και τα υπόλοιπα γύρω έθνη .Τον μήνα Φεβρουάριο δε{…}από θέλημα Θεού έσπασε ο πάγος σε πολλά κομμάτια που έμοιαζαν με βουνά και βίαιοι άνεμοι τα έσπρωξαν ως τη Δαφνούσια και το Ιερον•έτσι πέρασαν από τα στενά και έφτασαν μέχρι την Προποντίδα και τα νησιά και την Αβυδο ,γεμίζοντας όλες τις ακτές .
Ήμουν κι εγώ αυτόπτης και με καμία τριανταριά συνομηλίκους σκαρφαλώσαμε σε ένα από αυτά και παίζαμε πάνω του .
Οποίος μάλιστα ήθελε μπορούσε να περπατήσει από τα Σοφιανα μέχρι την πόλη και από την Χρυσούπολη ως τον Άγιο Μαμαντα και τον Γάλατα χωρίς δυσκολία .
Ένα όμως από τα παγόβουνα συγκρούστηκε με την αποβάθρα της Ακρόπολης και τη συνέτριψε .Κι ένα άλλο τεράστιο έπεσε πάνω στο τείχος και το τάραξε συθέμελα, τόσο που η δόνηση μεταφέρθηκε και στα σπίτια από μέσα .Και σπάζοντας σε τρία κομμάτια έζωσε την πόλη από τα Μάγγανα μέχρι τον Βόσπορος και κατά σημεία το ύψος ξεπερνούσε τα τείχη.
Ιστορίες από το Βυζάντιο
Την πρώτη μέρα της επιστροφής του από την Ουγγαρία ο Μανουήλ πέρασε τη μέρα του στο παλάτι των Βλαχερνων .Στην επιστροφή του αποκει το βράδυ ,είδε τις ταβερνιάρισσες που πουλούσαν φαγητό στον δρόμο -αυτά που στην δημώδη γλώσσα λένε αλμαια (λάχανο στην άλμη)-και λαχτάρησε να πιει την ζέστη σούπα και να τσιμπήσει λίγο από το λάχανο .Ένας από τους υπηρέτες του ονόματι Ανζας είπε ότι θα ήταν καλύτερα να περιμένει και να ελέγξει την πείνα του κι ότι θα έβρισκε ένα ωραίο γεύμα με φαγητά που του ταίριαζαν μόλις έφτανε στο σπίτι .
Ρίχνοντας του μια αυστηρή και μεγαλοπρεπή μάτια ο Μανουηλ του είπε απότομα ότι θα έκανε όπως του άρεσε.Πήγε κατευθείαν στην κούπα που κρατούσε η ταβερνιάρισσα γεμάτη από το ωραίο έδεσμα έγειρε από πάνω της και την ήπιε λαίμαργα ,τρώγοντας μαζί και αρκετά από τα λάχανα .Έπειτα έβγαλε έναν χάλκινο στατηρα και τον έδωσε σε έναν από τους ανθρώπους του,ζητώντας του να τον χαλάσει σε τέσσερις οβολους να δώσει στην γυναίκα τους δυο και να του επιστρέψει τους υπόλοιπους.