Το ωραιότερο, νοσταλγικό ρόφημα μιας άλλης εποχής

Το ωραιότερο, νοσταλγικό ρόφημα μιας άλλης εποχής

Το ωραιότερο, νοσταλγικό ρόφημα μιας άλλης εποχής

Τώρα δεν είναι οι μνήμες, που μας γυρίζουν πίσω στον χρόνο. Είναι η ίδια η ζωή. Μπορεί να μην το έχουμε δοκιμάσει όλες και όλοι, αλλά να έχουμε ακούσει για το σαλέπι ή να έχουμε δει σαλεπιτζή (έναν από τους παλιούς πλανόδιους επαγγελματίες της παλιότερης εποχής).

Το ωραιότερο, νοσταλγικό ρόφημα μιας άλλης εποχής
Ντυμένος πάντα στα άσπρα (φορούσε μια άσπρη μπλούζα και ένα σκούφο, σαν τον μάγειρα ή τον παγωτατζή), με έναν μεγάλο μπρούτζινο γκιούμι στον ώμο και με μια τροχήλατη βάση, να γυρνάει στην πλατεία, στη Βενιζέλου, σε κεντρικούς δρόμους και γειτονιές, για ένα ρόφημα (φάρμακο ήταν) θερμαντικό (λόγω της παχύρευστης μορφής του), θρεπτικό (λόγω του αμύλου που περιείχε), εύγεστο και παράλληλα χορταστικό, που σε βοήθαγε να τονώσεις σημαντικά το ανοσοποιητικό σου σύστημα (χάριζε ενέργεια και πνευματική διαύγεια σε άτομα που τη χρειαζόντουσαν, όπως οι μαθητές, οι έγκυες γυναίκες, οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι ηλικιωμένοι κ.ά.), να ζεσταθείς, να ξεχάσεις τον βήχα, τον ξερό λαιμό, το άσθμα, τα κρυολογήματα και τις ξινίλες, την καούρα και τον πόνο στο στομάχι (περιέχει μια κολλώδη πηχτή ουσία, που ”προστατεύει” από τα γαστρικά υγρά) και τέλος όπως λέει και η λαϊκή παράδοση και όπως πίστευαν και πολλοί, αν ο μέλλων πατέρας έτρωγε τους βολβούς από το σαλέπι, θα γεννιόταν αρσενικό παιδί, γι’ αυτό και λέγεται και σερνικοβότανο.
Το υπαίθριο εκείνο ”κατάστημα” του σαλεπιτζή, αποτελούνταν επίσης από μια λάμπα για το βράδυ, που φώτιζε τον χώρο, από τον δίσκο με τα ποτήρια και το ντενεκεδένιο κουτάκι με τις μικρές τρύπες, που είχε μέσα ένα μίγμα μυρωδικών, όπως κανέλα, γαρίφαλο, μοσχοκάρυδο, βανίλια κ. ά. Συχνά υπήρχε και μια μικρή τέντα από καραβόπανο, η οποία τον κάλυπτε προστατεύοντάς τον, από τη βροχή.
Εργαζόταν πάντα φθινόπωρο και χειμώνα (το σαλέπι ήταν χειμωνιάτικο ρόφημα και ο κόσμος το έπινε, όταν είχε κρύο. Ειδικά όταν χιόνιζε, ήταν τρέλα. Σερβίρονταν αχνιστό και πίνονταν ζεστό). Τα σκεύη που χρησιμοποιούσε ήταν μπρούτζινα, καλογυαλισμένα και πεντακάθαρα. Η δουλειά του ξεκινούσε τις πολύ πρωινές, αλλά δούλευε συνήθως και τις βραδινές ώρες. Πολύ δύσκολο επάγγελμα, γιατί είχε πολλή ορθοστασία, περπάτημα και μεγάλη παραμονή έξω στο κρύο και στην παγωνιά. Έβγαινε στην πιάτσα αξημέρωτα. Η φωνή του ”σαλέπι… καίει και βράζει”, δήλωνε τον ερχομό του. Μπροστά στο αστραφτερό του δοχείο, μαζεύονταν όσοι γύριζαν από ξενύχτι και όσοι πήγαιναν να πιάσουν δουλειά. Το στέκι του το διάλεγε, με βάση τις περιοχές που σύχναζαν συνήθως οι ξενύχτηδες και εκείνοι που άρχιζαν τη δουλειά τους αξημέρωτα (ο μανάβης στη λαϊκή, το γκαρσόνι του καφενείου, ο χωροφύλακας που περιπολούσε, ο φαρμακοποιός που διανυκτέρευε, ο φούρναρης που ζύμωνε, ο οικοδόμος, ο εργάτης, ο στρατιωτικός κ.ά.) και οι οποίοι έψαχναν τον σαλεπιτζή για ένα ρόφημα, που τους βοηθούσε να ξεχάσουν τη νυχτερινή ψύχρα και το έπιναν επειδή το αγαπούσαν και επειδή πρόσφεραν, πολλά οφέλη στον οργανισμό τους. Το καυτό σαλέπι ήταν το βάλσαμο, για το κρύο και την παγωνιά. Τα στέκια που δημιουργούνταν εκείνη τη στιγμή με την παρουσία του, ήταν σαν ένα είδος υπαίθριου ”καφενείου”. Εκεί και όση ώρα αυτός ετοίμαζε το ζεστό και θαυματουργό ρόφημα, έφτιαχνε ένα κλίμα ευθυμίας, γιατί ήταν ένας άνθρωπος απλός, πρόσχαρος και καλός συζητητής.
Είπαμε όμως πολλά για τον σαλεπιτζή, ας δούμε και κάποια στοιχεία για το ίδιο το φυτό, το σαλέπι. Είναι λουλούδι άγριο στη φύση και το συναντάμε σε ψηλά βουνά και σε υψόμετρο πάνω από 1.500 μέτρα. Δεν καλλιεργείται και όποτε έγινε προσπάθεια να καλλιεργηθεί, δεν πρόκοψε, γιατί δεν πετυχαίνει. Το μάζευαν (όπως μου είπε ο πατέρας μου) ως εξής: Την άνοιξη, κοντά στην περίοδο του Πάσχα, ανέβαιναν όσοι ενδιαφέρονταν στα βουνά, έβλεπαν που υπάρχει το μικρό τότε λουλουδάκι και μετά κατά τον Ιούνιο, πήγαιναν και το μάζευαν. Η συλλογή (δεν ήταν και εύκολο πράγμα, εδώ που τα λέμε) για το σπίτι, γινόταν χειρωνακτικά (παλιότερα ήταν ένα ρόφημα που πίναμε στην οικογένειά μας) ένα-ένα λουλούδι… και ένας-ένας βολβός. Το σαλέπι το βρίσκεις όταν είναι ανθισμένο, γιατί όταν πέσει το λουλούδι του, το χάνεις. Όσοι το μάζευαν, έβαζαν σημάδια, γιατί βγαίνει ανάμεσα στις πέτρες και δεν έχει κορμό, αλλά ένα μικρό κοτσανάκι είναι απλά και η ρίζα από την οποία βγαίνει. Υπήρχαν όμως και άνθρωποι (και συγχωριανοί μου) που το μάζευαν και το πουλούσαν. Στη συνέχεια τους ξεραίναμε. Ακολουθούσε αργότερα το κόψιμο σε κομματάκια και το τρίψιμο στον χειρόμυλο και αφού είχε γίνει σαν αλεύρι, ετοιμάζαμε τα δοχεία για το βράσιμο με τη ζάχαρη, το πετιμέζι ή το μέλι.
Στο σημείο αυτό και για όλους τους μερακλήδες και τις μερακλούδες, που θέλουν να απολαύσουν το αγορασμένο σαλέπι τους, σαν να απολαμβάνουν τον καφέ τους, θα μου επιτρέψετε να σας πω και τον τρόπο παρασκευής του, ο οποίος είναι πολύ απλός: Τα υλικά που χρησιμοποιούμε είναι ένα κουταλάκι του γλυκού μείγμα για σαλέπι και ένα φλιτζάνι μέτριο νερό. Βάζουμε το νερό να ζεσταθεί, ρίχνουμε μέσα το μείγμα με το σαλέπι και ανακατεύουμε να διαλυθεί καλά. Το βράζουμε (προσοχή σε σιγανή φωτιά) και το αφήνουμε, μέχρι να φουσκώσει. Αν το μείγμα που αγοράσατε είναι σκέτο (χωρίς ζάχαρη και μπαχαρικά), τότε βάζετε εσείς ό,τι θέλετε (ζάχαρη ή μέλι ή γλυκόριζα και κανέλα ή γαρίφαλο ή μοσχοκάρυδο ή ό,τι άλλο νομίζετε ότι δένει με το σαλέπι).
Το επάγγελμα του σαλεπιτζή, είναι ένα από τα επαγγέλματα που εξαφανίζονται, αν δεν έχει εξαφανιστεί. Μας το θυμίζουν μόνο, κάποιες παλιές φωτογραφίες, κάποιες από τις παλιές ελληνικές ταινίες που απέμειναν και τέλος κάποιες πληροφορίες από το διαδίκτυο. Από εδώ και πέρα, να δούμε ποιος θα αναλάβει αυτή την τέχνη, γιατί ήταν και είναι ένα επάγγελμα που δεν ”τραβάει” την προσοχή των νέων (δεν γνωρίζουν καν τι είναι το σαλέπι). Οι συνέπειες της εξαφάνισης αυτού του παραδοσιακού επαγγέλματος είναι μεγάλες, γιατί αφενός μεν αποτελούσε βασική πηγή εσόδων για την οικογένειά τους, αφετέρου γιατί δεν μπόρεσαν να μεταδώσουν τη γνώση και την τέχνη τους στις επόμενες γενιές, για να φάνε κι αυτές ”ένα κομμάτι ψωμί”. Η σημαντικότερη όμως συνέπεια είναι ότι, χάνεται σιγά-σιγά ένα μεγάλο κομμάτι από την παράδοση του τόπου μας.
Σήμερα, γυρίζουν στον νου μας και πλημμυρίζουν την ψυχή μας, τόνοι νοσταλγίας, γι’ αυτά που πέρασαν και χάθηκαν από την καθημερινότητά μας. Η ”γλυκιά” αυτή μνήμη του παρελθόντος, είναι αυτή που αφενός μεν ”γέννησε” την ιδέα της συγκεκριμένης επικοινωνίας μαζί σας και αφετέρου αυτή, που για να τον τιμήσω, θεώρησα υποχρέωσή μου, να γράψω δύο τρία λόγια (κάτι σαν ποιηματάκι):
Οι θαυμαστές σου τότε ήταν πολλοί,
σαν ακουγόσουν από μακριά,
γινόταν ντόρος, λες και τραγούδαγε τενόρος
όταν εφώναζες: ”Σαλέπι… Καίει και βράζει εκεί”!
Από τον Γιάννη Γούδα
https://www.eleftheria.gr/
g_t_a__photography📷