Η εμφάνιση της Παναγίας και του αγίου Γεωργίου στον Aββά Γεώργιο τον Χατζηγιώργη, Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου
Ο Οσιότατος Πατήρ ημών Γεώργιος γεννήθηκε στην Κερμίρα της Καππαδοκίας το 1809, οι γονείς του ήταν πλούσιοι, όχι μόνο από αρετές, άλλα και από αγαθά του Θεού, τα οποία σκορπούσαν στους φτωχούς με την καρδιά τους. Ο πατέρας του ονομαζόταν Ιορδάνης και ήταν από την Κερμίρα, η δε μητέρα του λεγόταν Μαρία και ήταν από το Γκέλβερι (Καρβάλη, πατρίδα του Αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού)…
Όταν μεγάλωσε λίγο ο Γαβριήλ, πήγε στο σχολείο, άλλα δεν μπορούσε να μάθει γράμματα, ενώ ήταν πολύ έξυπνος. Φαίνεται ήταν οικονομία Θεού, για να μάθη με Θεϊκό τρόπο γράμματα το αγιασμένο αυτό παιδί, Τέσσερα ολόκληρα χρόνια παιδεύτηκε στο σχολείο ο μικρός Γαβριήλ και δεν κατόρθωσε ούτε να συλλαβίζει. Επειδή τον μάλωναν οι γονείς του και ο δάσκαλος, εύρισκε ευκαιρία και έφευγε στις σπηλιές. Εκεί δε στην Κερμίρα ή Κερμίλ, ήταν η σπηλιά με τα αποτυπώματα του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, όπου κατέφευγε πολλές φορές ο μικρός Γαβριήλ. Νήστευε δε πολύ και προσευχόταν, κάνοντας πολλές μετάνοιες εδαφιαίες, και όταν ένιωθε εξάντληση, έτρωγε χόρτα από αυτά που φύτρωναν στο βουνό. Κάποτε μάλιστα είχε απουσιάσει ένα μήνα, είχε έρθει σε επαφή με Ασκητάς πού έμεναν γύρω στις σπηλιές, και ασκήτευε και αυτός κοντά τους σε μια σπηλιά. Τον βρήκαν μετά οι γονείς του και έκτοτε δεν τον μάλωναν πού δεν μπορούσε να μάθει γράμματα. μία μέρα, του είπε η μητέρα του με καλοσύνη:
–Γαβριήλ, παιδί μου, πήγαινε στην Εκκλησία και παρακάλεσε την Παναγία να σε βοηθήσει να μάθεις γράμματα.
Στην ενορία τους υπήρχε Θαυματουργός Εικόνα της Θεοτόκου. Ο μικρός Γαβριήλ, αφού έκανε τριήμερο νηστεία και πολλές μετάνοιες εδαφιαίες -με τις ώρες- , ξεκίνησε νύχτα για την Εκκλησία να προσευχηθεί για να μην τον ιδούν οι άνθρωποι.
Μόλις έφτασε στον Νάρθηκα, έπεσε στο κατώφλι της θύρας τού Ναού και με ευλάβεια και με δάκρυα προσκύνησε απ” έξω, διότι η θύρα ήταν κλειστή. Ενώ παρακαλούσε την Παναγία, «Δώσε μου, Βασίλισσα του Ουρανού, να μάθω γράμματα!», ξαφνικά άνοιξαν οι πόρτες τής Εκκλησίας, και μπήκε η Θεοτόκος, και παίρνοντας τον μικρό από το χέρι, τον έφερε στην Εικόνα του Χριστού και είπε : «Υιέ μου, δώσε στον μικρό Γαβριήλ να μάθη γράμματα». Κι όπως έλεγε αργότερα ο ίδιος : Μ’ αυτά τα λόγια μ’ ευλόγησε με το Χέρι της, μ’ ασπάστηκε και είπε : «Τώρα, έμαθες γράμματα». Και μετά μπήκε στην βόρεια πύλη του Ιερού. Βλέποντας ο Γαβριήλ ότι δεν βγαίνει, πήγε εκεί. Έψαξε σε όλη την Εκκλησία, αλλά δεν μπόρεσε να την βρει! Ήλθε μετά η ώρα της ακολουθίας, έφτασε και ο νεωκόρος για να σημάνει και βλέπει τις πόρτες ανοιχτές και τον Γαβριήλ μέσα στον Ναό! Τα έχασε και ρώτησε με έκπληξη ! Πώς βρέθηκες εδώ;
Ο Γαβριήλ του διηγήθηκε με λεπτομέρεια όλα όσα συνέβησαν. Ο νεωκόρος για να διαπιστώσει την αλήθεια, του έδωσε ένα βιβλίο να διαβάσει, και ο Γαβριήλ άρχισε να διαβάζει ωραία και καθαρά. Τότε ο νεωκόρος του είπε :
-Πράγματι, Εκείνη η γυναίκα ήταν η Παναγία! Μετά από αυτό το Θείο γεγονός, που έμαθε γράμματα με Θεϊκό τρόπο ο μικρός, οι γονείς του και όλοι οι συγγενείς του τον είχαν σε ευλάβεια. Ο Γαβριήλ όμως και πάλι πήγαινε στις σπηλιές και ασκήτευε, μάζευε δε και τους φίλους του και έκτιζαν μικρό Μοναστηράκι με Ναό και κελάκια, έχοντας τον Γαβριήλ για Ηγούμενο. Σε ηλικία δεκατεσσάρων χρόνων ακολούθησε και αυτός τους συγγενείς του στην Κωνσταντινούπολη, γιατί είχαν μάθει ότι τούρκεψε ο θείος που έμενε εκεί. Καθώς περνούσαν από ένα ερημικό τόπο, τού είπε ο λογισμός ότι θα έβρισκε εκεί ερημίτες να τους πει να προσευχηθούν για τον θείο του πού τούρκεψε. Άφησε λοιπόν τους συντρόφους του και έψαχνε στο δάσος, αλλά δεν βρήκε κανένα ασκητή. Έχασε όμως και τους συντρόφους του και λυπημένος παρακαλούσε τον Άγιο Γεώργιο να τον βοηθήσει. Ξαφνικά, του παρουσιάζεται ο Άγιος με στολή αξιωματικού, με φωτεινό πρόσωπο και του λέει:
-Στ’ αλήθεια έχασες τον δρόμο Γαβριήλ;
-Ναι, τον έχασα, απάντησε ο μικρός.
–Έλα μαζί μου, του είπε ο Άγιος Γεώργιος και τον πήρε στο άλογο του, πρόφθασε αμέσως τους συντρόφους του, οι οποίοι θαύμασαν και δόξασαν τον Θεό!..
Από την Κωνσταντινούπολη ο Γαβριήλ έφυγε το 1828… και η η Παναγία τον έφερε στο Άγιον Όρος… Εκεί εμαθε ότι είναι ένας έμπειρος Πνευματικός στην σκήτη των Καυσοκαλυβίων, ο Παπά-Νεόφυτος «Καραμανλής», συμπατριώτης του, μεγάλος βιαστής και με πολλή χάρη Θεού. Πήγε λοιπόν και τον βρήκε στον Άγιο Γεώργιο στα Καυσοκαλύβια. Ο «Παπά-Νεόφυτος», μόλις είδε τον νεαρό Γαβριήλ, τον δέχτηκε με χαρά, γιατί έβλεπε την Χάρη του Θεού στο πρόσωπο τού νέου ζωγραφισμένη…. εκάρη Μοναχός ο Γαβριήλ, εκεί στην Καλύβη τους, και μετονομάστηκε Γεώργιος, και αργότερα από το προσκύνημα του στους Άγιους Τόπους πήρε το «Χατζή-Γεώργης»…. Το πρόσωπο του ακτινοβολούσε από την αγία του ζωή και σκορπούσε Θεία Χάρη στις πονεμένες ψυχές. Η φήμη του αγίου Γέροντα είχε φθάσει παντού, και έτρεχαν από παντού οι άνθρωποι για να ωφεληθούν πνευματικά. Από το πρωί μέχρι το βράδυ, μάζευε τον πόνο των πονεμένων και θέρμαινε τις καρδιές τους με την αγάπη του την πνευματική, που έμοιαζε με ανοιξιάτικη λιακάδα. …
Δεν έπαψαν όμως, δυστυχώς, να βάζουν σκάνδαλα οι άνθρωποι που τον ζήλευαν και τον φθονούσαν, μέχρι που έπεισαν και την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους και υπέγραψαν την εξορία του Χατζή-Γεώργη, να διωχθεί δηλαδή από το Άγιο Όρος! …ως μη συμμορφουμένου προς τα καθεστώτα του Ιερού ημών τόπου»…. Ενώ πετούσε σαν Σταυραετός ψηλά στον Άθωνα, δυστυχώς όμως, μερικά ζωηρά παιδιά, όχι της Συνοδείας του, αλλά ξένα, συνέχεια του έσπαζαν τα φτερά και του χαλούσαν την φωλιά, μέχρι που τον φυγάδευσαν τον Χατζή-Γεώργη. «Το αγκωνάρι όμως, όπου κι αν πεταχτεί, πάλι για αγκωνάρι θα χρησιμοποιηθεί».
Η παρουσία του Χατζή-Γεώργη στην Κωνσταντινούπολη, εκείνη την εποχή, ήταν βάλσαμο θεϊκό στις ψυχές των πονεμένων Χριστιανών.. Ο Άγιος Πατέρας, μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του, είχε το νου του φωτεινό και συμβούλευε με Θεία διαύγεια… ζήτησε και κοινώνησε και ανεπαύθει εν Κυρίω στις 17 Δεκεμβρίου του 1886 (παλαιό εορτολόγιο) και ετάφη στο Μπαλουκλή, στον Ναό της Ζωοδόχου Πηγής της Θεοτόκου, στον ίδιο τάφο που είχε θαφτή και ο αδελφός του Αναστάσιος, τρία χρόνια πριν από την κοίμηση του Γέροντα…
Ο Χατζή-Γεώργης είχε πολλή αγάπη για όλους, άδολη. Ήταν πάντοτε ειρηνικός, ανεξίκακος και συγχωρούσε. Είχε μεγάλη καρδιά, γι’ αυτό όλα και όλους τους χωρούσε, όπως ήταν. Είχε εξαϋλωθεί κατά κάποιον τρόπο. Ζώντας την Αγγελική ζωή, έγινε Άγγελος και πέταξε στους Ουρανούς, διότι δεν κρατούσε τίποτα, ούτε ψυχικά πάθη ούτε υλικά πράγματα. Όλα τα πετούσε, γι’ αυτό και πέταξε ψηλά. Επειδή ο άγιος Γέροντας είχε ταλαιπωρηθεί άδικα από ανθρώπους, πιστεύω να αξιώθηκε διπλό Στεφάνι από τον Χριστό, του Οσίου και του Μάρτυρος. Αν και σε αυτήν την περίπτωση, όταν δηλαδή βασανίζεται κανείς από Χριστιανούς, είναι οδυνηρότερος ο πόνος, γιατί οι άνθρωποι του Θεού πονάνε πιο πολύ για την σκληρή συμπεριφορά των άλλων, που δεν αρμόζει σε Χριστιανούς. Από τα λίγα λοιπόν που ανέφερα πιο πάνω, μπορεί να καταλάβει κανείς την Αγιότητα του Οσίου Πατρός Γεωργίου (Χατζή-Γεώργη)! Ο Άγιος Πατέρας φυσικά, προσπαθούσε να ζει στην αφάνεια, όπως συνήθως και οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, γι’ αυτό αδικείται με τα λίγα αυτά που γνωρίζω και γράφω.
Όταν έγινε ή εκταφή των Ιερών Λειψάνων του, άρρητη ευωδιά σκόρπισε από τα Άγια του Λείψανα.
Όσιε του Θεού Γεώργιε, ρίξε ένα ευσπλαχνικό βλέμμα και σ’ εμένα τον ταλαίπωρο Παϊσιο.
«Άξιον Εστίν» τη 11η Ιουνίου 1983. Κουτλουμουσιανό κελί «Παναγούδα», Άγιον Όρος. Δόξα τω Θεώ.