Κάποτε θα ξανασυναντηθούμε...

Κάποτε θα ξανασυναντηθούμε…

Κάποτε θα ξανασυναντηθούμε…

Μας λείπεις…
Αφάνταστα.

Να ζήσουν οι Ευγενίες. Όπου και αν βρίσκονται… μέσα στο άπειρο έλεός Του

Γ.Θ : Αδέρφια, ένα ”Κύριε Ελέησον…” για μια κοπέλα που δεν πρόλαβε να γεράσει, δεν πρόλαβε να κάνει οικογένεια, δεν πρόλαβε να γίνει μητέρα και που μας λείπει αφάνταστα

Αγίας Ευγενίας 24 Δεκεμβρίου

Απόσπασμα από το βίο της

(…)Ήταν φιλομαθής τόσον, ώστε αργότερα: άρχισε να διαβάζει και τα βιβλία των Χριστιανών. Τόσον δε θαύμασε τα θεόπνευστα αυτά κείμενα,
ώστε παραδέχθηκε, ότι ένας είναι ο αληθινός Θεός, πού δημιούργησε όλον τον κόσμο.

Φεύγει από το σπίτι
Μια μέρα παρεκάλεσε τους γονείς της να την αφήσουν να πάει έξω από την πόλη να δει τα τοπία, να πάρει τον αέρα της και να ευχαριστηθεί. Οι γονείς της, χωρίς να υποπτευθούν
τίποτε, της έδωσαν την άδεια να κάμει τον περίπατο της έξω από την πόλη.Ανέβηκε, λοιπόν, στην άμαξα μαζί με τους ευνούχους της, τους φύλακες της ασφαλείας της, τον
Πρωτάν και τον Υάκινθον. Αυτοί ήσαν μορφωμένοι εις τα Ελληνικά γράμματα. Η Αγία τους μίλησε γα τονπόθο της και τους είπε εάν θέλουν να την ακολουθήσουν. Αυτοί προθύμως
δέχτηκαν την σωτήριο συμβουλή της και υποσχέθηκαν να μη αποχωρισθούν ποτέ απ’ αυτήν.

Προς ανδρικό κοινόβιο με ανδρικά ρούχα
Όταν νύχτωσε κατέβηκαν ήσυχα από την άμαξα και έφυγαν. Έφτασαν σε ένα κοινόβιο όπου εκεί είχαν έναν Επίσκοπο τον Έλενον και Ηγούμενο τον Θεόδωρο. Είπε η Ευγενία να πάνε
εκεί αλλά η Ευγενία θα ντυνόταν με ανδρικά ρούχα για να δεχτούν και αυτήν ως μέλος της αδερφότητας. Πηγαίνονταις προς το κοινόβιο η Ευγενία είδε τον Έλενον και ρώτησε έναν
αδερφό τον Ευτρόπιο ποιος είναι και αυτός της είπε ότι είναι ο αγιώτατος Έλενον.

Ο Έλενος την αναγνωρίζει
Η Ευγενία, όταν τα άκουσε αυτά χάρηκε και γεμάτη θαυμασμό παρεκάλεσε τον Ευτρόπιο να ειπεί του Επισκόπου να τους δεχτεί και αυτούς στην αγία ποίμνη του, να γίνουν μοναχοί.
Ο Ευτρόπιος δέχθηκε να τους βοηθήσει, όταν ξεκουραστεί ο Επίσκοπος. Όταν έφθασαν στη Μονή, ο Έλενος έκαμε δοξολογία και κατόπιν κοιμήθηκε. Στον ύπνο του ο Θεός του
αποκάλυψε για την Αγία. Την επόμενη μέρα μόλις είδε τους τρεις αδερφούς αποκρύθηκε μονάχα στην Αγία και της αποκάλυψε ότι ο Κύριος του φανέρωσε το μυστικό της. Αφού
τους συμβούλεψε όλους, κατόπιν τους βάπτισε και τους τρεις και τους κατέταξε στην Αδελφότητα.

Η οικογένεια κλαίει και θρηνεί
Όταν επέστρεψε η άμαξα και έλειπε η Ευγενία η οικογένεια της άρχισε να θρηνεί. Επειδή έβλεπαν, ότι με τα δάκρυα δεν ωφελούσαν,. άρχισαν τις έρευνες. Αλλά όλες οι
προσπάθειές των έγιναν ματαίως. Ο Φίλιππος βλέποντας, ότι η θυγατέρα τους δεν βρισκόταν πουθενά, κάλεσε τους ιερείς των ειδώλων και τους διέταξε να κάμουν δέηση εις
τους θεούς να φανερώσουν τί έγινε. Βλέποντας οι ιερείς, ότι κοπίασαν εις μάτην, συμφώνησαν όλοι να ειπούν στον Φίλιππο, ότι οι θεοί επιθύμησαν την Ευγενία. Τους
συνάρπασε το κάλλος της. Γι αυτό την άρπαξαν εις τους ουρανούς και την εθέωσαν. Ο καλόπιστος ειδωλολάτρης Φίλιππος τους πίστεψε. Καμάρωνε μάλιστα για την τιμή, πού του
έκαμαν οι θεοί και έτσι παρηγορήθηκε. Διέταξε όμως και της έκαμαν άγαλμα χρυσό. Όλοι κατόπιν οι ειδωλολάτρες προσκυνούσαν την νέα θεά, πού προήρχετο από το γένος των
θνητών.

Προκόβει στις αρετές
Η μακαρία όμως Ευγενία ζούσε την Χριστιανική ζωή και ήταν ευτυχισμένη. Όταν μπήκε στο Κοινόβιο, είχε τόση αρετή στην ψυχή της, τόση προθυμία, ώστε ξεπέρασε όλους τους
αδελφούς στην άσκηση. Για όλες αυτές τις αρετές ο Παντοδύναμος Κύριος την αξίωσε σε λίγο καιρό να κάνη θαύματα. Θεράπευε πάσαν ασθένειαν και κάθε κακό, από τα οποία
έπασχαν οι ασθενείς. Όσοι κατέφευγαν στην Μονή με πίστη, θεραπεύονταν. Ο Πρωτάς και ο Υάκινθος όσο μπορούσαν προσπαθούσαν να την μιμηθούν στην αρετή.

Και Ηγούμενος!
Έφθασε το τρίτον έτος από την ημέρα πού εισήλθε στην Αδελφότητα η Ευγενία!. Την εποχή αυτή πέθανε ο Ηγούμενος της Μονής. Όλοι τότε οι αδελφοί, εκτιμώντας τις αρετές της
Ευγενίας, την παρακαλούσαν να γίνει ηγούμενος των. Δεν γνώριζε κανείς το (μυστικό, πού έκρυβε η πανάρετη. Η Ευγενία φοβόταν να λάβει αυτό το αξίωμα. Αναλογιζόταν την ευθύνη
και σαν γυναίκα δίσταζε. Δεν ήθελε όμως να γίνει παρήκοος των αδελφών, μεταξύ των οποίων ήταν και σεβάσμιοι γέροντες. Κυβερνούσε η μακαρία την Αδελφότητα με θαυμαστό
τρόπο. Οι αγώνες της και τα θαυμαστά της ήταν τόσα πολλά, ώστε είναι αδύνατον να τα περιγράψουμε . Δυστυχώς όμως αυτά όλα έγιναν αίτια να αποκαλυφθεί το μυστικό της και
ιδού πώς:

Θεραπεύει θαυματουργικά την άσωτη – Αποκρούει τον πειρασμό
Στην Αλεξάνδρεια ζούσε μια γυναίκα, ονόματι Μελανθία, πολύ πλούσια. Είχε άφθονα χρήματα και κτήματα. Η πνευματική της όμως κατάστασης ήταν χωρίς φόβο Θεού. Δεν είχε
καμιά αρετή. Ζούσε στο ψυχικό σκοτάδι της αμαρτίας και του πλούτου. Η Μελανθία αρρώστησε μια μέρα από πυρετό και φοβήθηκε πολύ για την ζωή της. Είχε όμως ακούσει τη
φήμη του Ευγενίου, ότι ήταν ενάρετος και έκανε θαύματα. Κατέφυγε λοιπόν στο Κοινόβιο. Έπεσε στα πόδια του προϊσταμένου και παρακαλούσε να την θεραπεύσει από την
ασθένεια. Η Όσια την λυπήθηκε, την άλειψε με λάδι και αμέσως έπειτα με την δύναμη του-Θεού θεραπεύθηκε. Έφυγε λοιπόν υγιεστάτη και χαρούμενη από την Ιερά Μονή. Κατόπιν
όμως η Μελανθία το πήρε συνήθεια και σύχναζε συνέχεια στο Κοινόβιο.
Οι συχνές όμως αυτές επισκέψεις, αντί να υψώσουν την Μελανθία στην πνευματική ζωή και να σωθεί
ψυχικώς, την αναστάτωσαν. Η πνευματική της αγάπη έγινε έρως σαρκικός. Νικήθηκε από το κάλλος και την νεότητα του Ηγουμένου και όσον περνούσαν οι ημέρες τόσον άναβε η
επιθυμία της Μελανθίας περισσότερο. Έτσι σκέφτηκε να του φανερώσει τον έρωτα της. Μηχανεύτηκε να παίξει την άρρωστη και ζήτησε από τον Ηγούμενο να την επισκεφτεί.

Η Ευγενία πήγε χωρίς να υποψιαστεί τίποτα. Εκεί η Μελανθία αποκάλυψε στον Ηγούμενο τον έρωτα της. Η Ευγενία, καταγανακτησμένη από την ασέβεια και την αισχρότητα, της
απάντησε:
— Πάψε και μη ξερνάς το δηλητήριο του παλαιού δράκοντος, διότι εγώ δεν εννοώ να χάσω την παρθενία, μου ουδέποτε. Έπειτα ύψωσε τα μάτια της και είπε:
—Όχι, Παναγία μου Δέσποινα Θεοτόκε, δεν αθετώ την υπόσχεση, πού σου έδωσα. Ο γάμος μου είναι ο πόθος του Χριστού. Ο πλούτος μου τα ουράνια αγαθά και η περιουσία μου η
γνώσις της αληθείας. Σ’ αυτά όλα βρίσκω την αλήθεια του Κυρίου και Θεού μου.
Έφυγε αμέσως καταλυπημένη και η Αγία για το πάθημά της. Η ευπιστία της και η αγάπη της προς τον πλησίον δοκιμάσθηκε πολύ. Έτρεμε και για το μυστικό της. Η άσεμνη και άσεβης
Μελανθία αντιθέτως θύμωσε πολύ, διότι την περιφρόνησε. Φοβήθηκε όμως μήπως ο Ευγένιος γνωστοποιήσει την αισχρότητα της.

Την καταγγέλλει ως ανήθικο
Αντί δυστυχώς να μετανοήσει η αμαρτωλή Μελανθία, έτρεξε προς τον έπαρχο Φίλιππο (στον πατέρα της Ευγενίας) στην Αλεξάνδρεια και διέβαλε τον Ηγούμενο. Τοιουτοτρόπως η
ασεβής Μελανθία τόλμησε να κατηγορήσει άδικα εκείνην πού την ευεργέτησε. Ο έπαρχος, όταν άκουσε αυτές τις βρομερότητες του Ηγουμένου, καίτοι, αγαπούσε και θαύμαζε τους
χριστιανούς, χωρίς να σκεφτεί να εξακριβώσει την αλήθεια, θύμωσε πάρα πολύ.

Καταδικάζεται σε θάνατο
Διατάζει αμέσως να φέρουν μπροστά του δεμένους, όχι μόνον τον Ηγούμενο, αλλά και όλους τους αδελφούς, οι οποίοι ήσαν περίπου τριακόσιοι, και τους φυλάκισαν, έως ότου
εκδώσει την απόφαση να τους θανατώσουν. Οι κάτοικοι της πόλεως, των περίχωρων, καθώς και ξένοι από πολλούς τόπους, όταν έμαθαν το σπουδαίο αυτό γεγονός, και
πληροφορήθηκαν για την αισχρή συκοφαντία, μαζεύτηκαν για να ιδούν με τί φοβερό θάνατον θα μαρτυρούσαν οι Άγιοι εκείνοι. Όταν έφεραν την Αγία αλυσοδεμένη μπροστά
στον έπαρχο του είπε:
Προτού αντιπαραταχτούμε με την κατήγορο δέομαι και παρακαλώ την ευγένεια σου να μού κάμεις αυτή την χάρι. Εάν εγώ έφταιξα σ’ αυτό πού με κατηγορούν, να τιμωρήσεις όπως
πρέπει. Εάν δε φανεί ψευδής η συκοφαντία και η Μελανθία φταίει, να μη της δώσεις καμία τιμωρία, διότι ο νόμος του Χριστού μας συμβουλεύει να μη αποδώσουμε κακόν αντί κακού,
αλλά μάλιστα και να ευεργετούμε αυτούς, πού μας πικραίνουν. Τότε ο έπαρχος ορκίστηκε να κάνει αυτό που του ζήτησε η Αγία. Η Μελανθία δεν μετανόησε καθόλου. Δεν
συγκινήθηκε η άθλια από τα λόγια της Ευγενίας, αλλά για να επιβεβαίωση την συκοφαντία παρουσίασε και μια δούλη της, η οποία μάλιστα ορκίστηκε, ότι όντως θα την βίαζε ο
Ηγούμενος, αν δεν έτρεχε αυτή στις φωνές της κυρίας της να την σώσει.

Αποκαλύπτει ότι είναι γυναίκα
Τότε η Άγια αφού είδε ότι όλοι πίστεψαν εις την Μελανθία .και επρόκειτο να σκοτώσουν τόσους αθώους ασκητές αδίκως, και αφού σκέφθηκε, ότι η βαριά αυτή κατηγορία, και
μομφή θα βάρυνε στο έξης το τάγμα των αφιερωμένων Χριστιανών, είπε μεγαλοφώνως ώστε να ακουστεί από όλους:
— Καιρός είναι να φανερωθεί η αλήθεια. Εγώ είχα πόθο, μάρτυς μου ο Θεός, να υπομείνω τον πειρασμό έως τέλους και να μη φανερώσω την αλήθεια, για να λάβω τον στέφανο της
υπομονής από τον Δεσπότη Χριστό την ημέρα της Κρίσεως. Αλλά για να μη βλασφημηθεί δι ημών ο Θεός, θα ομολογήσω εκείνο, το οποίον γνωρίζει μόνον ο Κύριος. Τόση είναι η
δύναμης του Χριστού, ώστε και γυναίκες πολλές νίκησαν την γυναικεία φύση, και υπηρέτησα τον Κύριο με ανδρικό σχήμα, για να πολεμήσουν τον δαίμονα ευκολότερα.
Αυτές μιμήθηκα και εγώ και ντύθηκα ανδρική στολή για να αποφύγω τις πονηρίες του κόσμου.
Καθώς έλεγε τα τελευταία λόγια έσκισε το ένδυμά της έως τη μέση και έδειξε φανερά ότι ήταν γυναίκα.

Συγκινητική αναγνώριση
Ύστερα λέγει στον Φίλιππο:
Πατέρα, μάθε, ότι είμαι η θυγατέρα σου Ευγενία. Αυτή εδώ είναι η μητέρα μου η Κλαυδία. Οι συγκάθεδροί σου είναι τα αδέλφια μου ο Αβίτας και ο Σέργιος. Αυτοί οι δύο είναι οι
ευνούχοι, ο Πρωτάς και ο Υάκινθος, οι οποίοι συμφώνησαν με την γνώμη μου και απαρνήθηκαν κάθε δόξα του κόσμου και τις απολαύσεις της ζωής, καθώς και σάς τους
φίλτατους μου γονείς, για την αγάπη του Χριστού…
Ο Έπαρχος τότε έντυσε διά της βίας την Αγία με λαμπρή χρυσοΰφαντη στολή, την ανέβασε σε θρόνο υψηλό να την δουν όλοι και να ευχαριστηθεί η ψυχή τους.
Ενώ δε γίνονταν αυτά ο δικαιοκρίτης Θεός «ὁ ἐν ὑψηλοῖς κατοικῶν καί τά πάντα ἐφορῶν» έριξε φωτιά, σαν κεραυνό και κατέκαψε την αμετανόητη Μελανθία και ολόκληρο το σπίτι
της έως τα Θεμέλια. Από αυτό πολλοί πίστεψαν εις τον Χριστό.

Εγκαθίσταται στη Ρώμη
Κατόπιν με την Ευγενία και τα δύο αγόρια της έφυγαν για την πατρίδα των. Η Κλαυδία με την Ευγενία, τον Πρωτάν και τον Υάκυθον έμειναν στο σπίτι των και ζούσαν ενάρετα με
προσευχές και νηστείες. Εις το σπίτι των ερχόταν οι θυγατέρες των αρχόντων, τις οποίες η Ευγενία συμβούλευε προς παρθενία και θεοσεβεία και τις οδηγούσε προς την σωτηρία.
Εκείνες τις ημέρες έγιναν βασιλείς ο Βαλλεριανός και ο Γαλληνός, οι οποίοι εκίνησαν διωγμό μεγάλο κατά των Χριστιανών. Δεν τολμούσε να φανερωθεί ο Αρχιεπίσκοπος, ο
Άγιος Κορνήλιος (251 – 253) και μόνον κρυφά κι απόκρυφα πήγαινε και κοινωνούσε την Ευγενία και την Βασίλα, οι οποίες κατάφεραν να συναντηθούν και να γνωρισθούν.
Χαίρονταν την χαρά του Κυρίου και ήσαν ευτυχείς.

Τα βασανιστήρια της Αγ. Ευγενίας
Έπειτα οι δήμιοι επήραν δια της βίας τον Πρωτάν και τον Υάκινθον και τους έφεραν στον Ναό να θυσιάσουν στους θεούς. Ενώ αυτοί στέκονταν και προσεύχονταν στον αληθινό Θεό,
έπεσε το είδωλο μπροστά τους και έγινε κομμάτια. Αμέσως ο Έπαρχος Νικίτιος διατάζει και έκοψαν τα κεφάλια των. Τότε έφεραν και την Ευγενία και την διατάζει ο Έπαρχος, να
οδηγήσουν την Αγία στον Ναό της Αρτέμιδος, να ακολουθήσει και ο δήμιος με το σπαθί και εάν δεν προσκυνήσει να την θανατώσει το συντομότερο.
Όταν έφτασε η Ευγενία εις τον Ναό, στάθηκε μπροστά στα είδωλα σε στάση προσευχής και λέγει:
Ο Θεός ο αιώνιος, ο οποίος με αξίωσε να γεννηθώ, να ανατραφώ και να διαφυλαχθώ παρθένος, νύμφη του Μονογενούς Σου Υιού έως σήμερα, Αυτός και τώρα κάμε το θαύμα
Σου, για να δοξασθούν οι δούλοι σου και να καταντροπιαστούν αυτοί, πού προσκυνούν ανόητα ανθρώπινα αγάλματα. Και, ώ του ,θαύματος!
Καθώς προσευχόταν η Ευγενία, έγινε
σεισμός μεγάλος. Όλος ο ναός ράγισε και το άγαλμα της Αρτέμιδος έπεσε, συντρίφτηκε και σκορπίστηκαν τα κομμάτια εδώ και εκεί. Οι παρευρισκόμενοι θαύμασαν και όσοι μεν είχαν
μυαλό εννόησαν, ότι ήταν θαύμα και έργον θείας δυνάμεως, οι άφρονες όμως και θαυμαστές των ειδώλων τα νόμιζαν αυτά, πού έγιναν, ως μαγεία. Ο Βασιλεύς όταν έμαθε
τα συμβάντα, διέταξε να δέσουν μεγάλη πέτρα στον λαιμό της Άγιας και να την ρίξουν στον Τίβερι ποταμό. Πράγματι! έριξαν την Αγία στο βάθος του Τιβέρεως. Αλλά το σχοινί λύθηκε
και η Άγια περπατούσε, όπως ο Άγιος Πέτρος άλλοτε, επάνω στο νερό.
Τότε την έριξαν σε αναμμένο καμίνι, αλλά ματαίως κοπίαζαν. Η φωτιά έχασε την δύναμη της, έγινε δροσιά και δρόσιζε την Ευγενία και την εφύλαξε χωρίς να πάθη τίποτα. Δεν
ήξεραν τότε με τί τρόπον οδυνηρό να την θανατώσουν.
Γι αυτό την έκλεισαν σε βαθειά και σκοτεινή φυλακή, έως ότου πεθάνει από την πείνα. Δεν ήξεραν οι ασεβείς και ανόητοι, ότι
ο Κύριος του φωτός ήταν μαζί της και γι αυτό άστραφτε όλη η φυλακή. Οι Άγγελοι της έφερναν τροφή ουράνιο. Κάθε ημέρα της έφερναν από ένα καρβέλι γλυκύτατο ψωμί.
Αλλά το σπουδαιότερο, ήλθε ο ίδιος ο Κύριος να την επισκεφτεί και της λέγει:
— Ευγενία, είμαι Εγώ, πού καταδέχτηκα Σταυρό για την σωτηρία των ανθρώπων και για σένα, όπως και εσύ για την αγάπη μου υπομένεις τόσα φοβερά βασανιστήρια. Γι αυτό
πολλές χάριτες και μεγάλη δόξα θα απολαύσεις εις την αιώνιον Βασιλεία μου. Έχε δε και αυτό ως απόδειξη της τιμής, πού θα λάβεις εις τους ουρανούς: θα αναχώρησης από τον
πρόσκαιρο και μάταιο αυτόν κόσμο και θα έλθεις εις την άνω ζωή, την ίδια ημέρα, κατά την οποίαν Εγώ γεννήθηκα ως άνθρωπος.
Και πράγματι, την ημέρα της γεννήσεως του Κυρίου την 25ην Δεκεμβρίου οι ασεβείς έστειλαν τον δήμιο, ο οποίος κατάσφαξε την Αγία. Η μητέρα της και τα αδέλφια της
ενταφίασαν με τιμήν το σώμα της Αγίας στο μέρος πού λέγεται Ρωμαία οδός. Εκεί προηγουμένως η Ευγενία είχε θάψει διάφορα λείψανα Αγίων. Τοιουτοτρόπως, λοιπόν,
η Ευγενία, πού έζησε ζωή θαυμαστή και αξιέπαινη, αξιώθηκε να λάβει μεγάλη δόξα από τον Κύριο και Θεό και Σωτήρα μας Ιησού Χριστό.
Η μνήμη της Αγ. Ευγενίας εορτάζεται την 24ην Δεκεμβρίου.