Σπάει το απόστημα των εμβολίων – Ο Kennedy παίρνει το πράσινο φως για να τιμωρήσει τις φαρμακευτικές και τα λόμπι του κορωνοϊού
Το πρώτο πράσινο φως επιτροπής της Γερουσίας πήρε ο υποψήφιος υπουργός Υγείας Robert Kennedy jr.
Η υποψηφιότητά του προχώρησε την Τρίτη με την ψήφο ενός Ρεπουμπλικανού ο οποίος ψήφισε υπέρ του στην Επιτροπή Οικονομικών της Γερουσίας.
Ο γερουσιαστής Bill Cassidy (Ρεπουμπλικανός, Λουιζιάνα), γιατρός, ψήφισε μαζί με όλους τους Ρεπουμπλικανούς της επιτροπής για να στηρίξει την επιβεβαίωση Kennedy.
Η ψήφος αυτή θέτει την υποψηφιότητα του εκλεκτού του Trump σε πορεία επιβεβαίωσης από ολόκληρη τη Γερουσία.
«Λόγω των δεσμεύσεων που έχω λάβει απέναντι στην κυβέρνηση και την ευκαιρία να προχωρήσουμε σε ζητήματα πάνω στα οποία συμφωνούμε, όπως τα υγιεινά τρόφιμα και μια φιλο-αμερικανική ατζέντα, θα ψηφίσω ναι» δήλωσε ο Cassidy στην ιστοσελίδα κοινωνικής δικτύωσης X λίγο πριν την ψηφοφορία.
Η ψήφος του Cassidy θεωρούνταν καθοριστική, αφού την περασμένη εβδομάδα κατά τις ακροάσεις του υποψηφίου ο γερουσιαστής εξέφραζε σοβαρές ανησυχίες.
Ο Ρεπουμπλικανός από τη Λουιζιάνα είχε πιέσει τον Kennedy να διευκρινίσει ότι δεν πίστευε πως τα εμβόλια προκαλούν αυτισμό.
Επισημαίνεται πως πριν εισέλθει στην πολιτική, ο Kassidy ήταν γαστρεντερολόγος. Eίχε δημιουργήσει ένα πρόγραμμα για τον εμβολιασμό σχεδόν 36.000 παιδιών στο Μπατόν Ρουζ και γύρω από αυτό, στη Λουιζιάνα.
Κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων θητειών του στη Βουλή, πίεσε για αυξημένη χρηματοδότηση για τους εμβολιασμούς σε μια περιοχή όπου οι περισσότεροι πολίτες είναι Αφροαμερικανοί.
Επίσης, υποστήριξε το εμβόλιο COVID-19, το οποίο ο Kennedy κάποτε είχε χαρακτηρίσει ως “το πιο θανατηφόρο εμβόλιο που έχει κατασκευαστεί ποτέ.”
Μετοχές
Στο μεταξύ, σε πανικό τελούν τα ανώτατα στελέχη φαρμακευτικών εταιρειών, όπως οι Pfizer, Moderna, AstraZeneca, Johnson, και ειδικοί επί της δημόσιας υγείας: η επιρροή του Robert Kennedy Jr στον Donald Trump θα μπορούσε να έχει «τρομακτικό» αντίκτυπο στην παγκόσμια αγορά εμβολίων, αρχής γενομένης από τις ΗΠΑ, σύμφωνα με τους Financial Times.
Στο μεταξύ, η μετοχή της Moderna καταρρέει… υποχωρώντας κατά 5,5%, ενώ και άλλες φαρμακευτικές που παράγουν εμβόλια δεν αισθάνονται άνετα αυτές τις ημέρες.
«Πριν από 20 χρόνια ο αυτισμός στα παιδιά ήταν 1 στις 10.000. Τώρα 1 στα 34. Ουάου! Κάτι δεν πάει καλά, πραγματικά. Χρειαζόμαστε τον Kennedy!» έγραψε ο Trump.
Πολύ ισχυρό λόμπι…
Σημειωτέον, τα μέλη και το προσωπικό του Κογκρέσου των ΗΠΑ αποτελούν επίσης βασικό στόχο ενός από τα καλύτερα χρηματοδοτούμενα και οργανωμένα λόμπι στην «Κοιλάδα» (και στον «Βάλτο»), με εκατοντάδες λομπίστες – συχνά με εξαιρετικές διασυνδέσεις – μόνιμα εγκατεστημένους στην πρωτεύουσα της χώρας, ώστε να καλλιεργούν σχέσεις και να ενισχύουν την επιρροή τους στα μέλη του Κογκρέσου μεταξύ των εκλογών, ενώ οι προσπάθειες αυτές εντείνονται κατά τη διάρκεια κρίσιμων συνεδριάσεων και ψηφοφοριών για σχετικά θέματα.
Η φαρμακευτική βιομηχανία αποτελεί σταθερά μία από τις μεγαλύτερες πηγές χρηματοδότησης για πολιτικές εκστρατείες εδώ και πολλά χρόνια ενώ διαθέτει σταθερά μία από τις μεγαλύτερες και καλύτερα οργανωμένες ομάδες λόμπι που υποστηρίζουν τα μέλη του εθνικού Κογκρέσου σε μόνιμη βάση:
«Το 2000, η κύρια ένωση λόμπι της φαρμακευτικής βιομηχανίας στις ΗΠΑ (PhRMA) διέθετε 297 επαγγελματίες λομπίστες, δηλαδή έναν λομπίστα για κάθε δύο μέλη του Κογκρέσου.
Αυτός ο αριθμός – ήδη πολύ μεγαλύτερος από οποιοδήποτε άλλο λόμπι – τριπλασιάστηκε τα τελευταία χρόνια.
Το 2002, η PhRMA χρηματοδότησε το έργο 675 λομπιστών, που σημαίνει ότι εκείνη τη χρονιά στην Ουάσινγκτον υπήρχαν περισσότεροι άνθρωποι που εργάζονταν για την προώθηση των συμφερόντων των φαρμακευτικών εταιρειών από ό,τι μέλη του Κογκρέσου.»
Αυτή η συλλογική προσπάθεια συμπληρώνεται από τους επίσης πολύ σημαντικούς πόρους μεμονωμένων εταιρειών.
Επιπλέον, πέρα από τη μεγάλη δύναμη των μεγαλύτερων φαρμακευτικών εταιρειών και της κύριας επιχειρηματικής τους ένωσης στις ΗΠΑ (Pharmaceutical Research and Manufacturers of America – PhRMA), πολλοί από τους μετόχους των μεγαλύτερων εταιρειών της φαρμακευτικής βιομηχανίας είναι επίσης εξαιρετικά δραστήριοι σε ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων που χρησιμοποιούνται για έλεγχο και επιρροή, παρέχοντας πηγές δομικής ισχύος.
Η πολλαπλασιαστική επίδραση που δημιουργείται από τους τεράστιους πόρους και τη δομική ισχύ των μεγαλύτερων θεσμικών επενδυτών μπορεί να είναι ακόμη μεγαλύτερη σε διεθνές επίπεδο (για παράδειγμα, στις διαπραγματεύσεις και την εφαρμογή διεθνών προτύπων και διμερών ή πολυμερών εμπορικών και επενδυτικών συμφωνιών).
Από τις δέκα μεγαλύτερες φαρμακευτικές εταιρείες στον κόσμο, οι τέσσερις μεγαλύτερες έχουν έδρα στις Ηνωμένες Πολιτείες: Pfizer (με συνολικά έσοδα το 2022 λίγο πάνω από 100 δισεκατομμύρια δολάρια), Merck & Co. (59 δισ.), Abbvie (58 δισ.) και Janssen (θυγατρική της Johnson & Johnson, 52,6 δισ.).
Οι τρεις μεγαλύτεροι μέτοχοι καθεμίας από αυτές τις εταιρείες είναι οι Vanguard Group Inc. (με ποσοστό συμμετοχής μεταξύ 9% και 9,6%), BlackRock Inc. (με ποσοστό συμμετοχής μεταξύ 7,7% και 8%) και State Street Corporation (με ποσοστό συμμετοχής που κυμαίνεται από 4,3% έως 5,4%) – ωστόσο, είναι πιθανό ότι το συνολικό τους ποσοστό είναι σημαντικά μεγαλύτερο μέσω έμμεσων ή πληρεξούσιων συμμετοχών.
Η πέμπτη και η έκτη μεγαλύτερη φαρμακευτική εταιρεία έχουν έδρα στην Ελβετία (Novartis και Roche Pharmaceuticals με συνολικά έσοδα το 2022 ύψους 50,5 δισ. δολαρίων και 47,7 δισ. δολαρίων αντίστοιχα), και παρουσιάζουν μεγαλύτερη ποικιλομορφία στη μετοχική τους σύνθεση (συμπεριλαμβανομένων σημαντικών ποσοστών που κατέχονται από μεμονωμένες οικογένειες εδώ και πολλά χρόνια).
Η έβδομη μεγαλύτερη εταιρεία (Bristol Myers Squibb, με συνολικά έσοδα το 2022 ύψους 46,2 δισ. δολαρίων) έχει επίσης έδρα στις Ηνωμένες Πολιτείες και διαθέτει ένα πολύ παρόμοιο προφίλ μετόχων με τις άλλες τέσσερις εταιρείες που έχουν έδρα στις ΗΠΑ: οι τρεις μεγαλύτεροι μέτοχοι είναι η Vanguard (τουλάχιστον 9,4%), η State Street (4,4%) και η BlackRock (2,4%).
Οι όγδοη, ένατη και δέκατη μεγαλύτερες φαρμακευτικές εταιρείες έχουν έδρα αντίστοιχα στη Γαλλία και στο Ηνωμένο Βασίλειο: η Sanofi (με συνολικά έσοδα το 2022 ύψους 45,3 δισ. δολαρίων), η AstraZeneca (44,4 δισ. δολάρια) και η GlaxoSmithKline (36,9 δισ. δολάρια).
Παρόλο που οι δομές ιδιοκτησίας τους φαίνεται να είναι πιο ποικιλόμορφες, οι Vanguard, BlackRock, State Street Corporation και Capital Research & Management (ένας άλλος σημαντικός θεσμικός επενδυτής με έδρα τις ΗΠΑ) εξακολουθούν να κατέχουν σημαντικό ποσοστό στις περισσότερες των περιπτώσεων.
Αυτοί οι ισχυροί θεσμικοί επενδυτές διαθέτουν τεράστιους πόρους, τους οποίους μπορούν να αφιερώσουν για lobbying (εκστρατείες που συχνά υποστηρίζονται και προωθούνται ενεργά από τις πολυάριθμες εταιρείες μέσων ενημέρωσης και πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης που ανήκουν στα ίδια χρηματοοικονομικά συγκροτήματα).
Επιπλέον, οι «περιστρεφόμενες πόρτες» που λειτουργούν μεταξύ των κρατικών θεσμών και των χρηματοοικονομικών γιγάντων της «ελεύθερης αγοράς» λειτουργούν συνήθως σε ακόμα υψηλότερο και ισχυρότερο επίπεδο από αυτές που εξυπηρετούν τις μεγαλύτερες εταιρείες των φαρμακευτικών και αγροβιομηχανικών κλάδων.
Για παράδειγμα, πολλοί σχολιαστές έχουν επισημάνει ότι ο Λευκός Οίκος και οι βασικές κυβερνητικές υπηρεσίες κατακλύζονται από προσωπικό που μεταφέρθηκε από την BlackRock, την Goldman Sachs, τη Monsanto και άλλους χρηματοπιστωτικούς γίγαντες, ανεξαρτήτως πολιτικού κόμματος.