Ο Άγιος Γεώργιος Καρσλίδης αγαπούσε πάρα πολύ τον Άγιο Μηνά. Έλεγε συχνά: Κάθε μέρα τον βλέπω με το άσπρο του άλογο, που γυρνάει εδώ γύρω-γύρω στα βουνά και μας φυλάγει.

Άλλη τη ρώτησε:

«Τον γνωρίζεις τον άγιο Μηνά:» «Όχι, δεν τον γνωρίζω» απάντησε. «Άναβε κανένα κερί εσύ για τον άγιο Μηνά, γιατί είναι προστάτης σου» της είπε με βεβαιότητα.

Άλλη ημέρα, που ήταν αρκετοί συναγμένοι στο κελλί του, απευθυνόταν στον καθένα και με αγάπη και κατανόηση του μιλούσε ανάλογα. Πήγε κι ένας πατέρας να τον χαιρετήσει. Ο όσιος τον αγκάλιασε και τον ασπάσθηκε ευχόμενος: «Πέτρα να πιάνεις, ψωμί να γίνεται, χώμα να πιάνεις, χρυσό να γίνεται…» κι έκλαιγε. «Γέροντα, γιατί κλαις;» τον ρώτησε. «Θα αποχωριστώ τα παιδιά μου…» ψιθύρισε και πάλι σίγησε. Ο πατέρας τον ρώτησε: «Να, Γέροντα, μια δουλειά ψάχνουμε για την κόρη μου». Ο όσιος είπε στην κόρη: «Και τόση δα στενοχώρια να έχεις, θα παρακαλάς τον Άγιο Μηνά… Τη μάνα σου και τον πατέρα σου θα τους κοιτάξεις; Η δουλειά σου είναι εδώ και σε περιμένει…» Πράγματι όπως τα είπε έτσι καλά ήλθαν, αλλά μετά από υπομονή και καθυστέρηση.

Ένας ιερεύς, όταν ήταν να δώσει εξετάσεις, πήγε να συμβουλευθεί τον όσιο Γέροντα στο μοναστήρι. Εκείνος τον ρώτησε: «Διάβασες;» «Ας πούμε ότι διάβασα». «Από εδώ που θα κατεβείς στη Δράμα, θα πας στον παπα-Σταύρο και θα του πεις να κάνει μία παράκληση στον Άγιο Μηνά και να σου διαβάσει και μία ευχή. Μετά πήγαινε να δώσεις εξετάσεις. Θα στενοχωρεθείς λιγάκι, αλλά θα περάσεις». Όταν βγήκαν τα αποτελέσματα των εξετάσεων, δεν πέρασε. Μετά από λίγο καιρό όμως η εφημερίδα έγραφε το εξής: «Τα τέκνα απόρων πολυτέκνων εισάγονται καθ’ υπέρβασιν εις τας Παιδαγωγικάς Ακαδημίας εφ’ όσον έχουν συμπληρώσει την βάσιν κατά τας εισαγωγικάς εξετάσεις». Έτσι πέρασε στους επιλαχόντες, όπως του είχε προείπει ο όσιος.

Το 1955 ένας άνδρας από την Περιχώρα Δράμας ήταν άρρωστος πολύ βαριά. Οι ιατροί του νοσοκομείου είπαν στη σύζυγό του να τον πάρει στο σπίτι τους, να πεθάνει ήσυχα κοντά στους δικούς του. Ακούγοντας για τον όσιο Γεώργιο θέλησε να πάει τον σύζυγό της, μήπως μπορέσει να τους βοηθήσει.

Πηγαίνοντας στο πρακτορείο για να πάρουν το λεωφορείο για τη Σίψα, έμαθαν ότι ήταν ακινητοποιημένο επί μισή ώρα από κάποια βλάβη. Μόλις όμως ανέβηκαν σε αυτό και με την πρώτη δοκιμή της μηχανής, ξεκίνησε. Ο οδηγός παραξενεμένος σταυροκοπήθηκε και είπε: «Μα καλά, τόση ώρα εσάς περιμέναμε και ήταν αδύνατον να ξεκινήσουμε;». «Ναι, γιατί είναι ανάγκη να πάω τον άρρωστο άνδρα μου στον Γέροντα, να μας βοηθήσει», απάντησε η καλή σύζυγος.

Μόλις έφθασαν, ο όσιος τους περίμενε ήδη. Της είπε: «Τι σε είπαν στο νοσοκομείο, ότι θα πεθάνει ο άνδρας σου; Όχι, δεν θα πεθάνει, ώσπου να χτίσει το σπίτι του Αγίου Μηνά». Κατόπιν τον αγκάλιασε και συμπλήρωσε: «Παιδί μου, γιατί δεν πας να κάνεις τον Άγιο Μηνά; Ο άγιος Μηνάς θέλει το σπίτι του, γι’ αυτό θα σε κάνει καλά». Φεύγοντας έδωσε στη σύζυγό του πολλά τρόφιμα, για να ταΐσει τα φτωχά παιδιά της.

(Η εικόνα του αγίου Μηνά ήταν στο μοναστήρι. Όταν θα την έδινε, ο όσιος έψαλλε το απολυτίκιο του.)

Ο άνδρας έζησε για χρόνια πολλά και εργάσθηκε σκληρά για να κτίσει το μοναστήρι του Αγίου Μηνά.

ΠΗΓΗ

simeiakairwn.wordpress.com