Άγιος Λέων ο Α’ ο Θράξ ο Μακέλλης, ο αγιασμένος υπερασπιστής της Ορθοδοξίας και Ελευθερωτής της αυτοκρατορίας από τους φοβερούς Γότθους. Να δούμε σήμερα ποιος Λέων θα βρεθεί στην πατρίδα μας… π. Ανανίας Κουστένης

Άγιος Λέων ο Α’ ο Θράξ ο Μακέλλης, ο αγιασμένος υπερασπιστής της Ορθοδοξίας και Ελευθερωτής της αυτοκρατορίας από τους φοβερούς Γότθους. Να δούμε σήμερα ποιος Λέων θα βρεθεί στην πατρίδα μας… π. Ανανίας Κουστένης

Άγιος Λέων ο Α’ ο Θράξ ο Μακέλλης, ο αγιασμένος υπερασπιστής της Ορθοδοξίας και Ελευθερωτής της αυτοκρατορίας από τους φοβερούς Γότθους. Να δούμε σήμερα ποιος Λέων θα βρεθεί στην πατρίδα μας… π. Ανανίας Κουστένης

Άγιος Λέων ο Α’ ο Θράξ ο Μακέλλης, ο αγιασμένος υπερασπιστής της Ορθοδοξίας και Ελευθερωτής της αυτοκρατορίας από τους φοβερούς Γότθους. Να δούμε σήμερα ποιος Λέων θα βρεθεί στην πατρίδα μας… π. Ανανίας Κουστένης

π. Ανανία Κουστένη

Και τι το ωραίον; Στις 20 Ιανουαρίου γιορτάζει κι αυτός ο αυτοκράτωρ. Ο Λέων ο Α’ ο Θράξ. Ο πρώτος Έλλην αυτοκράτωρ του Βυζαντίου. Ο οποίος υποστήριξε την ορθοδοξία. Και να το πούμε κι αυτό, στις μέρες μας χρειάζεται, καθάρισε την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από τους φοβερούς μετανάστες. Και κυρίως από τους Γότθους. Να δούμε σήμερα ποιος Λέων θα βρεθεί στην πατρίδα μας, να μάς καθαρίσει πια απ’ αυτό το άγος. Το βλέπετε πόσο κάθε μέρα. Ένας νεαρός προχτές, σ’ έναν σταθμό του τρένου, χτυπιότανε. Και λέει: «Δεν βλέπω Έλληνα πουθενά.» Φώναζε, γιατί το είχε βαρέσει τρέλα. Στενοχωρήθηκε το παιδάκι. «Μαύροι, άσπροι, κίτρινοι, που ‘ναι, ρε, οι Έλληνες; Πού ‘ναι οι παλληκαράδες; Που ‘ναι οι γενναίοι; Τι μας έβαλαν όλους αυτούς εδώ πέρα; Που θα βρούμε άκρη; Τι θα γίνομε;» Εκεί έχομε φτάσει. Και μας οδηγούν όλο και στραβά, όπως βλέπετε. Κανείς δεν νοιάζεται για την πατρίδα. Όπου θα βρούνε Έλληνα, θα τον κτυπήσουν. Μείναν άνεργοι οι Έλληνες. Κάνουν τόσα και τόσα. Κι από πάνω κάνουν και τις δουλειές τους. Δείχνουν τα διάφορα, τάχα, σκάνδαλα οι αναμάρτητοι, για να ξαφρίσουν το βιός των Ελλήνων. Έχουνε πολλά θέματα οι άνθρωποι τώρα. Έχουν τα Σκόπια, έχουνε την Κύπρο, έχουνε και τι δεν έχουνε. Τη Θράκη μας, στο πατριαρχείο μας κτυπάνε, τα πάντα, κι εμείς οι Έλληνες πάθαμε αργή δηλητηρίαση. Μιθριδατισμό. Πού ‘σαι, ρε Λέοντα, να σηκωθείς; Τον ονόμασαν Μακέλλη. Μακέλλης, σημαίνει χασάπης. Πάπ, πάπ, πάπ. Τους έβγαλε όλους από ‘κει πέρα. Θα πεις, να τους κάνουμε έτσι; Έ, θα μάς κάνουν αυτοί. Να τους διώξουμε. Τους φέρνουν εδώ, οποίοι τους φέρνουν εδώ πέρα. Βοηθάνε κι οι κυβερνήσεις, η μία μετά την άλλη. Η μια πιο καλή απ’ την άλλη… Δεν μ’ ενδιαφέρει εμένα. Εγώ δεν ανήκω σε καμία κυβέρνηση. Το ξέρετε αυτό. Είμαι Έλληνας παπάς και τίποτε άλλο. Αλλά με νοιάζει ο τόπος μου. Με νοιάζει η πατρίδα μου. Με νοιάζει η Εκκλησία μου. Βεβαίως. Και μας νοιάζει όλους αυτό το πραγματάκι. Οι άλλοι έπεσαν υπέρ πίστεως και πατρίδος, για να ‘μαστε ελεύθεροι. Πού ‘ναι ο Κολοκοτρώνης; Πού ‘ναι ο Νικηταράς; Πού ‘ναι η Μπουμπουλίνα; Πού ‘ναι ο Καραϊσκάκης; Πού ‘ναι η Μαντώ η Μαυρογένους; Πού ‘ναι τόσοι και τόσοι; για να διώξουν την Τουρκιά, τους Αραπάδες, και τώρα τους φέραμε από χίλιες μεριές, αδελφοί. Και με χίλια προσχήματα. Αυτό θα το πληρώσει η Ελλάς, να το ξέρετε. Εγώ τα φώναζα εδώ και είκοσι χρόνια και μ’ έλεγαν τρελό. Μου ‘χανε κάνει και διάφορα διαβήματα, που ποτέ δεν σάς είπα τίποτα. Δεν χρειαζόταν αυτό. Δεν είμαι ήρωας εγώ. Έτσι. Τέλος πάντων.
Χειμερινό Συναξάρι, τόμος Β΄, του Αρχιμανδρίτη π. Ανανία Κουστένη, Εκδόσεις Ακτή, Λευκωσία 2008

Η Παναγία οδηγεί τον άγιο Λέοντα τον Θράκα να βρει το αγίασμά της

Η Ιερά Μονή Ζωοδόχου Πηγής Μπαλουκλί χτίστηκε από τον αυτοκράτορα Λέοντα Α’ τον Θράκα (457-374) στα μέσα του 5ου αιώνα, σε μια ειδυλλιακή και καταπράσινη περιοχή, απέναντι από την πύλη της Σηλυβρίας, ή αλλιώς την πύλη της Πηγής, στο μέρος όπου η Παναγία, σύμφωνα με την παράδοση, αποκάλυψε στον αυτοκράτορα με θαυματουργικό τρόπο την πηγή.
Σύμφωνα με την παράδοση, που αναφέρει ο άγιος Νικηφόρος Κάλλιστος, ο μετέπειτα αυτοκράτορας Λέων Α’ ο Θραξ, ο επονομαζόμενος και Μακέλλης, όταν ως απλός στρατιώτης εισερχόταν στην Κωνσταντινούπολη, συνάντησε στη Χρυσή Πύλη έναν τυφλό επαίτη, ο οποίος του ζήτησε νερό. Ψάχνοντας ο Λέων για νερό, άκουσε την εξαίσια φωνή της Παναγίας μας, που του υπέδειξε την πηγή, λέγοντάς του: «Λέων είσελθε εντός», εννοώντας να μπει στο σκιερό μέρος όπου ανάβλυζε η πηγή. Ο Λέων ακολούθησε τις εντολές της Θεοτόκου, βρήκε την πηγή και έτριψε με λάσπη, που σχημάτισε από χώμα και από το νερό της, τα μάτια του τυφλού που ξαναβρήκε έτσι το φως του.
Όταν θα γινόταν αυτοκράτορας, του είπε η προφητική φωνή, θα έπρεπε να χτίσει δίπλα στην πηγή εκκλησία. Πράγματι, όταν αργότερα ο Λέων ανέβηκε στον μεγαλύτερο θρόνο της Οικουμένης, ως αυτοκράτορας της Βασιλεύουσας, έκτισε μια μεγαλόπρεπη εκκλησία προς τιμήν της Θεοτόκου στον χώρο εκείνο, τον οποίο και ονόμασε «Πηγή». Κατά την παράδοση, στον ιερό χώρο της Πηγής στο Βαλουκλί, μετέβαινε πάντοτε ο βυζαντινός Αυτοκράτορας με τη συνοδεία του, προκειμένου να υποδεχτεί στη Βασιλεύουσα τη μελλοντική σύζυγό του, εφόσον ο ερχομός της στην Πόλη γινόταν από τη στεριά.

Ο Άγιος αυτοκράτωρ Λέων ο Α’ ο μέγας, ο Θράξ (400-474) 
και ο σύμβουλος και καθοδηγητής του όσιος Δανιήλ ο στυλίτης «εν τω Ανάπλω»

Ο αυτοκράτορας Λέων ο Α’, ο μέγας, ο Θράξ, ο Μακέλης, είχε σε τόσο μεγάλη ευλάβεια τον άγιο Δανιήλ τον Στυλίτη [11 Δεκεμβ., 493] που πήγαινε στον στύλο του κι έπαιρνε για όλα τα θέματά του συμβουλές και καθοδήγηση.
Τόσο ήταν ο θαυμασμός και σεβασμός του αυτοκράτορα για την πολιτεία του αγίου, ώστε έχτισε εκεί κοντά στον αρχάγγελο Μιχαήλ στο Ανάπλουν, στο Μέγα Ρεύμα, παλάτι, κι έμενε αρκετό καιρό και έφερνε όλους τους ξένους επισκέπτες του, βασιλείς και πρέσβεις, να γνωρίσουν τον άγιο Δανιήλ.
Ο ευλαβής βασιλιάς φωτιζόμενος από το Πανάγιο Πνεύμα, ζήτησε από τον τότε πατριάρχη άγιο Γεννάδιο (458-471) [17 Νοεμ.], να χειροτονήσει τον άγιο Δανιήλ ιερέα. Ο πατριάρχης χάρηκε και παίρνοντας μαζί του πολλούς εκκλησιαστικούς, έφτασε στο στύλο. Ο Όσιος όμως σαν προορατικός που ήταν γνώριζε τα όσα ο βασιλιάς και ο αρχιερέας είπαν για την ιερωσύνη του. Κι έτσι γνωρίζοντας την πρόθεση του, του είπε: «Μάταια σ’ έβαλε σε κόπο εκείνος που σε έστειλε». Όταν άκουσε τα λόγια αυτά ο πατριάρχης, έμεινε άφωνος γιατί ο Όσιος προγνώριζε τα πάντα.
Μετά προσπάθησε να τον πείσει, για πολλή ώρα για να βάλει τη σκάλα ν’ ανεβεί. Εκείνος όμως, που από ταπείνωση δεν ήθελε να ιερωθεί, δε δεχόταν. Τότε ο πατριάρχης πρόσταξε τον αρχιδιάκονο να πει τα ειρηνικά. Αυτός είπε τις ευχές της χειροτονίας από μακριά, ζητώντας από τον Χριστό να θέσει αοράτως την χείρα εξ ουρανού επί της κεφαλής του δούλου του, ενώ το πλήθος κραύγαζε: «Άξιος!, άξιος!!», και τελειώνοντας τη λειτουργία ο Γεννάδιος, φώναξε στον Όσιο: «Να, πήρες τα σύμβολα της ιερωσύνης. Αφού ο λαός φώναξε «άξιος», ο Θεός σε χειροτόνησε και όχι εγώ, γι΄αυτό μη φανείς παρήκοος στο Θείο Θέλημα. Όταν τα έμαθε όλα αυτά ο βασιλιάς θαύμασε, και γνωρίζωντας πόσο η αρετή είναι τιμιωτέρα της βασιλείας, έτρεξε κοντά του και έπεσε με πολλή ταπείνωση στα καταπληγωμένα πόδια του για να τον ευλογήσει.
Αργότερα διάταξε και του έκτισαν και άλλο στύλο. Τον θεμελίωσε πάνω σε δύο κολώνες και τον ονόμασε ο βασιλιάς, Διχθάδιο. Ανέβαινε σ’ αυτόν ο μακάριος Δανιήλ και επιδιδόταν σε μεγαλύτερη άσκηση.
Κι όταν ο Λέων έβλεπε από μακρυά τον όσιο στυλίτη, κατέβαινε από το άλογο και δεν ανέβαινε πάλι, αν ο όσιος δεν απομακρυνόταν ώστε να τον χάσει από τα μάτια του.

Ο Θεός έστειλε προμήνυμα στον όσιο Δανιήλ ότι βαρειά οργή θα έστελνε για παιδαγωγία στην Πόλη, και το παράγγειλε στον αρχιεπίσκοπο Γεννάδιο και στον αυτοκράτορα και τους παράγγειλε επίσης να κάμουν δύο λιτανείες τη βδομάδα με όλο το λαό για να προκαλέσουν το έλεος του Θεού. Επειδή πλησίαζε η γιορτή του θείου Πάθους αμέλησαν τη φωνή του ερημίτη, και δοκίμασαν την παιδαγωγία του Θεού.
Δεν πέρασε πολύς καιρός, την 1η Σεπτεμβρίου [465] όταν έκαναν την γιορτή του αγίου Μάμαντα, έπιασε μεγάλη πυρκαγιά ώστε περικύκλωσε όλη την πόλη. Κάηκαν πολλοί άνθρωποι, από τους οποίους αρκετοί πέθαναν. Πολλά σπίτια και εκκλησίες έπαθαν ζημιές. Ήταν φοβερό το θέαμα να βλέπει κανένας τη βασιλίδα των πόλεων να φλέγεται όπως άλλοτε τα Σόδομα. Όταν άκουσε ο Όσιος τη συμφορά δάκρυσε. Με λύπη του τους παρατήρησε, επειδή αμέλησαν να κάνουν τις δεήσεις που τους παράγγειλε. Έπειτα τους πρόσταξε να προσεύχονται και να νηστεύουν, λέγοντας: «Μη φοβάστε. Σε επτά μέρες θα σβύσει η φωτιά». Και ο λόγος του έγινε πραγματικότης. Τότε όλοι θαύμασαν την παρρησία του στο Θεό. Ιδιαίτερα το βασιλικό ζεύγος που τον επισκέφτηκε και ζήτησε συγχώρεση για την αμέλεια που έδειξαν.

Εκείνος ο χειμώνας ήταν δριμύτατος, με πολλά χιόνια και βίαιους ανέμους, ήταν δε τόσο άγριοι, ώστε κινδύνευσαν να πέσουν οι στύλοι, πάνω στους οποίους ήταν ο Όσιος, ο οποίος σείονταν με αυτούς σαν κλαράκι. Οι μαθητές του Οσίου έκλαιγαν έντρομοι· ο Όσιος όμως έμενε άφοβος, έχοντας τον νου στον ουρανό, προσευχόμενος και περιμέμοντας βοήθεια από εκεί. Κι έγινε παρευθύς μεγάλη γαλήνη θαυμαστα. Ακούγοντας ο βασιλεύς ότι σαλεύθηκαν οι στύλοι από τους ανέμους, ξεκίνησε έφιππος να πάει για να τους δει και να τους στερεώσει καλλίτερα· καθώς όμως κατέβαινε από το βουνό, φοβήθηκε το άλογό του και πέφτοντας πλάκωσε τον βασιλιά. Ο δε Δανιήλ πρόφθασε με την προσευχή και τον έσωσε από τον κίνδυνο, κι από εκείνη την ώρα τόσο πολύ τον ευλαβούνταν ο βασιλεύς, ώστε τον διαφήμιζε σε όλους και τον επαινούσε.

Ήλθε στο Βυζάντιο, ο βασιλεύς των Λαζών Γαβούζιος. Τον παίρνει ο αυτοκράτορας και μαζί ανηφορίζουν κατά την μάντρα του οσίου.
Σαν είδε ο Γαβούζιος αυτό το ξένο θέαμα εθαύμασε, έπεσε και προσεκύνησε με ευλάβεια, όχι μόνον τον όσιο, αλλά και τον στύλο, λέγοντας: Σε ευχαριστώ, Επουράνιε Βασιλεύ, που χάρι στον επίγειο βασιλιά Σου με αξίωσες να δω ένα τόσο μεγάλο μυστήριο, να απολαύσω ουράνιον άνθρωπο.
Είχαν μάλιστα και μερικές μικροδιαφορές και πήραν το θάρρος και συζήτησαν με τον δούλο του Θεού τα θέματά τους, και τον έβαλαν κριτή και μεσολαβητή και έτσι υπογράφηκε συμφωνία. Όταν ο βασιλεύς των Λαζών επέστρεψε στην πατρίδα του, διηγείτο παντού για τον όσιο και τα θαύματά του. Κι από τότε όσοι από την χώρα των Λαζών έφταναν στο Βυζάντιο, ανέβαιναν στον όσιο να πάρουν την ευλογία του. Κι ο βασιλεύς των Λαζών έγραφε τακτικά και ζητούσε τις ευχές του οσίου, κι αυτό το έκανε εως τα τέλη της ζωής του.

Εκείνη τη χρονιά ο χειμώνας ήταν φοβερός με σφοδρούς ανέμους και σφοδρότατες χιονοπτώσεις. Οι μαθητές του αγίου ανέβηκαν στον στύλο κι έμειναν εμβρόντητοι όταν τον είδαν παγωμένο και αποκρυσταλλωμένο εντελώς. Όταν το έμαθε ο αυτοκράτορας, ο άγιος Λέων ο Α’, ανέβηκε ο ίδιος αμέσως στον άγιο και, αφού προσέπεσε στα πόδια του, τον παρακάλεσε λέγοντάς του:
Πάτερ μου, θαυμάζω την υπομονή σου και βλέπω ότι ο Θεός δεν αργεί να σου στείλει την βοήθειά Του, όμως δική μας βαθειά επιθυμία είναι να ζήσεις ακόμη για πολλά χρόνια και να υπηρετείς την σωτηρία μας, δεν πρέπει να σε χάσουμε παράκαιρα, είσαι για μας πολύτιμος καρπός, αληθινό θεικό δώρο.
Μετά τα λόγια αυτά και τα δάκρυα του αυτοκράτορα ο άγιος Δανιήλ δέχθηκε μετά βίας και του έβαλαν μια μικρή σκεπή στον στύλο από την οποία έλαβε λίγη άνεση.
Όσοι δε ηγεμόνες και μεγιστάνες, πρέσβεις και βασιλείς και άλλοι μεγάλοι και σπουδαίοι άρχοντες επισκέπτονταν τον αυτοκράτορα, τους πήγαινε ο ίδιος ή τους έστελνε χάριν ευλογίας στον άγιο. Και βλέποντάς τον αυτοί και ακούοντας τα σοφά του λόγια επέστρεφαν θαυμάζοντας.

Τον καιρό εκείνο, ακούστηκε φήμη, ότι ο Γιζέριχος, ο βασιλιάς των Βανδάλων, ετοιμαζόταν να καταλάβει την Αλεξάνδρεια. Έχοντας ο βασιλιάς από τη φήμη αυτή, αγωνία έστειλε στο φίλο του Δανιήλ και του είπε την υπόθεση. Ο Όσιος, που είχε το χάρισμα να προφητεύει, του μήνυσε τα εξής: «Μην ανησυχείς καθόλου. Δεν θα μπορέσει ο Γιζέριχος να πάρει την Αλεξάνδρεια, αλλά θα γυρίσει πίσω άπραχτος και ντροπιασμένος. Ο Θεός δεν θα αφήσει να πέσει σε θλίψη η ευσέβειά του, ούτε ο στρατός του να πάθει συμφορά». Και έγινε όπως ακριβώς ο όσιος Δανιήλ προφήτευσε.
Για να ευχαριστήσει ο βασιλιάς τον Θεό θέλησε κάτι να προσφέρει στον Άγιο. Σκέφτηκε να κτίσει κελλιά κάτω από το στύλο για την ανάπαυση των μαθητών του. Ο Όσιος όμως δεν δέχτηκε. ”Σε παρακαλώ, ζήτησε ό,τι ποθεί η ψυχή σου και θα γίνει΄΄, του λέει ο Λέων. Κι ο όσιος τον παρακάλεσε μόνο να στείλει ανθρώπους να φέρουν το τίμιο λείψανο του Αγίου Συμεών του Στυλίτη. Ο βασιλιάς, χάρηκε πολύ με την επιθυμία του οσίου, έστειλε αμέσως ανθρώπους στην Αντιόχεια και έφεραν το άγιο λείψανο. Μόλις έφτασαν τα άγια λείψανα, ζήτησε κι έγινε ολονύχτια στον άγιο Μιχαήλ του Ανάπλου, εκεί που κατοικούσε ο ίδιος και την άλλη μέρα με το περίλαμπρο βασιλικό του αμάξι έχοντάς τα αγκαλιά ο αρχιεπίσκοπος, τα ανέβασαν στην μάντρα του οσίου. Ο Όσιος χάρηκε πολύ και τους ευχαρίστησε όλους, το βασιλιά και όσους κοπίασαν. Ο αρχιεπίσκοπος του ζήτησε να τους ευλογήσει και να τους πρόσφερει λόγια θεοδίδαχτα. Και ήταν τόσο γλυκός ο λόγος του, ώστε όλοι άκουγαν με άγια κατάνυξη και χωρίς να το θέλουν δάκρυζαν. Στη βόρεια πλευρά του στύλου έκτισε μια εκκλησία, όπου τοποθετήθηκε το λείψανο του αγίου Συμεών. Έκτισε ακόμα και κελλιά για την ανάπαυση των προσκυνητών.

Ο βασιλιάς Λέων, έκανε γαμπρό του στη θυγατέρα του Αριάδνη, τον Ίσαυρο Ζήνωνα. Τον έκαμε ύπατο και τον έστειλε ύστερα εναντίον των βαρβάρων στη Θράκη. Ο Λέων ανεβαίνει στον όσιο Δανιήλ, και του ζητά να κάμει προσευχή για τον γαμπρό του, να τον φυλάξει ο Θεός. Ο Όσιος του είπε ΄΄Μην φοβάσαι θα γυρίσει σώος, έχει θερμή προστάτρια την Αγία Τριάδα και το ακαταμάχητο όπλο του Σταυρού.΄΄

Είχε δε πολύ πόθο να γεννήση η θυγατέρα του Αριάδνη αγόρι, για να γίνη κληρονόμος της βασιλείας του. Πήγε λοιπόν στον στύλο και βάζει μεσίτη προς τον Θεό τον Δανιήλ, να παρακαλέση τον Κύριο να της δώση παιδί κατά τον πόθο του. Ο Όσιος του λέγει· «Το ερχόμενο έτος η κόρη σου θα γεννήσει παιδί, την δείνα ημέρα και μη λυπάσαι». Και, ω του θαύματος! την ημέρα που όρισε γέννησε αγόρι η κόρη του κατά την προφητεία του Οσίου. Τότε ο βασιλεύς από την χαρά του διέταξε και του έκτισαν και τρίτο στύλο. Γέννησε η Αριάδνη το παιδί, και το ονόμασαν Λέοντα. Μετά από καιρό απέθανε ο αγιασμένος βασιλιάς, αφήνοντας αυτόν τον έγγονό του διάδοχο στον θρόνο του..
Από τον βίο του αγίου Δανιήλ του Στυλίτη του εν τω Ανάπλω

πηγή