Άγιος Παΐσιος – Θαυμαστή βοήθεια σε κεκοιμημένη


Το πρωί της 30ης Νοεμβρίου του 1974(π.η.), μνήμη του Αγίου Αποστόλου Ανδρέου, ενώ ο Όσιος ήταν στο κελλί του στο Άγιον Όρος και έλεγε την ευχή γονατιστός στο κρεββάτι του, παρουσιάσθηκε ξαφνικά μπροστά του ένας νέος και του είπε:
– Είναι ανάγκη να πάμε, γιατί είσαι μάρτυρας.
– Μάρτυρας; ρώτησε με απορία.
– Μάλιστα , μάρτυρας σε δικαστήριο.
Αμέσως – χωρίς να καταλάβη πώς- βρέθηκε στο Κοιμητήριο της Κόνιτσας μπροστά σε έναν τάφο. Ο νέος, με μια απαλή κίνηση, άνοιξε τον τάφο, και ο Όσιος είδε μέσα σ’αυτόν μια γνωστή του γριούλα. Παρόλο που ήταν μισολιωμένη και είχε αφόρητη δυσωδία, δεν την αποστράφηκε. Μπήκε μέσα στον τάφο και την αγκάλιασε με πολύ πόνο.
Εκείνη φώναζε: “Καλόγερε, σώσε με! Καλόγερε, σώσε με!”.
Έπειτα του είπε:
– Πες, όσες φορές μου ζήτησες κάτι, δεν σου το έδωσα;
– Πάντα μου έδινες και με το παραπάνω, απάντησε ο Όσιος.

Τότε ο νέος αυτός, που ήταν ο Φύλακας Άγγελός της και γνώριζε τα πάντα γι’αυτήν την ψυχή, της είπε:
” Κοιμήσου εν ειρήνη “.
Και σκεπάζοντας πάλι τον τάφο, είπε στον πατέρα Παΐσιο:
“Πάμε “.
Με το “πάμε” ο Όσιος βρέθηκε πάλι στην ίδια θέση, γονατιστός στο κρεββάτι του. Από το γεγονός αυτό κατάλαβε ότι η ψυχή αυτή είχε ανάγκη από πολλή προσευχή, διότι πράγματι, ενώ ήταν εύπορη, δεν έδινε ελεημοσύνη στους συγχωριανούς της και μόνο για εκείνον δεν τσιγκουνευόταν καθόλου, επειδή τον αγαπούσε πολύ.

Ο Όσιος έκανε πολλή προσευχή για την ψυχή αυτή, και ύστερα από δύο μήνες, στις 30 Ιανουαρίου 1975 (π.η.), έλαβε πληροφορία ότι ο καλός Θεός είχε ακούσει την προσευχή του. Ενώ πάλι έλεγε την ευχή, είδε μπροστά του ένα μεγάλο χάσμα σαν χωνί, και βαθιά μέσα σε αυτό πολλούς ανθρώπους, ακόμη και Αρχιερείς, να βασανίζωνται και να φωνάζουν απεγνωσμένα. Ψηλά, πάνω από το φοβερό αυτό χάσμα, είδε αυτήν την γριούλα καθισμένη επάνω σε ένα λευκό σύννεφο. Δίπλα της στεκόταν ο ίδιος εκείνος νέος, ο Φύλακας Άγγελός της, που της έτριβε και της καθάριζε το πρόσωπο, το οποίο έμοιαζε με πρόσωπο μικρού κοριτσιού. Τότε ο Όσιος την αγκάλιασε και πάλι – με χαρά αυτή τη φορά- ,και ένοιωσε μέσα του μια αγαλλίαση. Ύστερα τραβήχθηκε λίγο παράμερα, για να μην τον βλέπουν οι κολασμένοι και αυξάνεται το μαρτύριο τους, και έψαλε το ” Άγιος ο Θεός ” ως ευχαριστία στον Θεό.

Σίγουρα ο Όσιος θα είχε και άλλα παρόμοια γεγονότα, διότι δύο χρόνια νωρίτερα, είχε γράψει σε επιστολή του:
“Ο Καλός Θεός βοηθάει τους κεκοιμημένους και πληροφορεί παράλληλα και τους Μοναχούς με μια ανέκφραστη αγαλλίαση, που τους σκορπάει μετά από την πονεμένη τους προσευχή για τους κεκοιμημένους αδελφούς μας, σα να λέη: «Μη στενοχωρήστε, παιδιά μου, τους βοήθησα και τους κεκοιμημένους».

Ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης, σελ. 333, εκδόσεις Ι. Η. Αγίου Ιωάννου θεολόγου Σουρωτή.
πηγή