Ακλόνητη η δικτατορία της ασχήμιας που επιβάλουν πιθηκοειδείς βάνδαλοι

Ακλόνητη η δικτατορία της ασχήμιας που επιβάλουν πιθηκοειδείς βάνδαλοι

Ακλόνητη η δικτατορία της ασχήμιας που επιβάλουν πιθηκοειδείς βάνδαλοι

Προχθές ο δήμαρχος Θεσσαλονικέων Στέλιος Αγγελούδης και ομάδα εθελοντών έσβηναν καλλικατζούρες (κεντρική φωτό) που γράφουν πιθηκοειδείς* βάνδαλοι. Μάλιστα, σε μια από τις δηλώσεις του ο κ. Αγγελούδης επισήμανε: «Θέλουμε να στείλουμε το μήνυμα ότι η δικτατορία της ασχήμιας δεν έχει θέση σε αυτή την πόλη». Οι δηλώσεις του προβλήθηκαν δεόντως, οι εθελοντές κουράστηκαν, τα έξοδα για τις μπογιές έγιναν και την ίδια νύχτα οι συμπλεγματικοί με τα σπρέι έκαναν μια από τα ίδια. «Δήμαρχε, χάλασε ο τοίχος» έγραψαν σε σημείο που είχε καθαριστεί.

Ο κ. Αγγελούδης έχει καλή πρόθεση, αλλά άγνοια για το πώς να καταπολεμήσει τη μάστιγα του γκράφιτι. Αντί να πλήξει στρατηγικά τις συμμορίες των δικτατόρων της ασχήμιας, απλώς έκανε κούφιες δηλώσεις και άσκοπη σπατάλη χρόνου των δημοτών και πόρων του δήμου.

Κι όμως, η απάντηση στη συλλογική απορία είναι απλή. Αν οι ασχημολάτρες (ή οι γονείς τους, αν είναι ανήλικοι) δεν πληρώσουν από την τσεπούλα τους τα έξοδα της αποκατάστασης των χώρων που ρύπαναν, τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει. Δεν χρειάζεται να πρωτοτυπήσει και να σπαζοκεφαλιάσει κάποιος για να ανακαλύψει τι πρέπει να γίνει, αλλά να αντιγράψει μέτρα και διαδικασίες που έχουν λάβει άλλες κυβερνήσεις και άλλες δημοτικές Αρχές σε χώρες που έχουν αντιμετωπίσει το πρόβλημα των γκραφιτάδων.

Μία από αυτές τις πόλεις είναι η -μάλλον άγνωστη στις ελληνικές Αρχές- Νέα Υόρκη των ΗΠΑ. 

Τα μέτρα αντιμετώπισης του γκράφιτι που έχει λάβει η Νέα Υόρκη

Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1970, οι συρμοί του νεοϋρκέζικου μετρό ήταν ζωγραφισμένοι και βανδαλισμένοι, χωρίς ούτε μια σπιθαμή άδεια. Η πόλη είχε χρεοκοπήσει και δεν είχε τα μέσα να αφαιρεί γκραφίτι και να συντηρεί τις υποδομές. Αν και ο δήμαρχος John Lindsay κήρυξε πόλεμο κατά του γκραφίτι ήδη από το 1972, πέρασε πολύ καιρός μέχρι να μπορέσει η Νέα Υόρκη να διοχετεύσει πόρους στην επίλυση του προβλήματος. Στη συνέχεια, ο διάδοχός του Lindsay, ο Abraham Beame, δημιούργησε μια ομάδα 10 αστυνομικών ειδικά για την αντιμετώπιση των γκραφίτι, αλλά, αν και αναφέρθηκαν 4.500 συλλήψεις βανδάλων μεταξύ 1972 και 1974, 998 το 1976, 578 το 1977, 272 το 1978, 205 το 1979, η ομάδα δεν κατάφερε να ελέγξει την ξέφρενη δραστηριότητα των γκραφιτάδων. Σιγά-σιγά, αυτή τη δραστηριότητα υπονόμευσε η κοινή γνώμη που, με τη διάδοση της θεωρίας των σπασμένων παραθύρων, πείστηκε ότι τα γκραφίτι αποτελούσαν παράγοντα αύξησης της εγκληματικότητας: έτσι, οι κοινότητες απαίτησαν αυξημένη αστυνομική επιτήρηση, εφαρμογή μέτρων ασφαλείας και αδιάκοπες προσπάθειες καθαρισμού. Όλα αυτά οδήγησαν στην αποδυνάμωση της υποκουλτούρας του γκραφίτι της Νέας Υόρκης, κυρίως στο μετρό -βαγόνια και σήραγγες- όπου η «ζωγραφική» ήταν δυσκολότερη, αλλά ταυτοχρόνως στη διάδοση της εν λόγω δραστηριότητας στους δρόμους – οι οποίοι στις αρχές της δεκαετίας του 1980 έγιναν ακόμα πιο επικίνδυνοι εξαιτίας της επιδημίας του κρακ και λίγο αργότερα του AIDS. Στο μεταξύ, καθώς η εγκληματικότητα στη Νέα Υόρκη φαινόταν εκτός ελέγχου, η νομοθεσία αποκρίθηκε με αυστηρότερες ποινές για τους καλλιτέχνες γκραφίτι και έθεσε περιορισμούς ακόμα και στην πώληση χρωμάτων και υλικών. Πολλοί καλλιτέχνες γκραφίτι είδαν αυτούς τους περιορισμούς ως πρόκληση και υιοθέτησαν στάση αψηφισιάς στην εξουσία: οι περισσότεροι έγιναν ανοιχτά «εδαφικοί» εκπροσωπώντας συμμορίες που με τα γκραφίτι χάραζαν τα σύνορα της επικράτειάς τους.

Graffiti Ad - Saturday Night Live

Το 1984, μπήκε σε εφαρμογή πενταετές πρόγραμμα για την εξάλειψη των γκραφίτι. Πολλά βανδαλισμένα βαγόνια του μετρό αποσύρθηκαν ως ξεπερασμένης τεχνολογίας, τα πυρπολημένα και ζωγραφισμένα οχήματα απομακρύνθηκαν από τους δρόμους και, παρότι τα γκραφίτι εξάγονταν στην Ευρώπη -αρχικά στο Λονδίνο και λίγο αργότερα στο Βερολίνο- το λεγόμενο Clean Train Movement σημείωσε σχετική επιτυχία: το 1989 βγήκε εκτός λειτουργίας το τελευταίο τρένο του υπογείου που ήταν καλυμμένο με γκραφίτι. Τότε, οι γκραφιτάδες μετέφεραν τη δραστηριότητά τους στις ταράτσες, στους τοίχους των κτιρίων, στις γέφυρες και στους αυτοκινητοδρόμους σε όλα τα αστικά κέντρα, με αποτέλεσμα από τη Φιλαδέλφεια μέχρι τη Σάντα Μπάρμπαρα της Καλιφόρνια, το ετήσιο κόστος καθαρισμού να εκτιναχθεί σε δισεκατομμύρια. Τότε, ο δήμαρχος Ρούντολφ Τζουλιάνι δημιούργησε την αντι-γκραφίτι Task Force, μια πρωτοβουλία πολλών φορέων που ξεκίνησε εκστρατεία κατά των «εγκλημάτων ποιότητας ζωής» απαγορεύοντας την πώληση δοχείων σπρέι με αεροζόλ σε άτομα κάτω των 18 ετών. Ο νόμος απαιτούσε επίσης οι έμποροι υλικών σπρέι να κλειδώνουν τα εμπορεύματά τους ώστε να αποτρέπεται η κλοπή. Επιπλέον οι παραβιάσεις του νόμου κατά των γκραφίτι επέφεραν πρόστιμο 350 δολαρίων για κάθε περιστατικό: αυτό ισχύει μέχρι σήμερα. Το 2006, έγινε απόπειρα να αυξηθεί το ελάχιστο όριο ηλικίας για κατοχή μπογιάς ή μόνιμων μαρκαδόρων από 18 σε 21, αλλά εκπρόσωποι των φοιτητών καλλιτεχνικών σχολών και των «νόμιμων» καλλιτεχνών γκραφίτι μήνυσαν τον δήμαρχο Michael Bloomberg και στη δικαστική ακρόαση που ακολούθησε απαγορεύτηκε στο αστυνομικό τμήμα της Νέας Υόρκης να επιβάλει αυτό το όριο ηλικίας.

Είχε προηγηθεί δημόσιος διάλογος σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, σχετικά με το αν το γκραφίτι ήταν αληθινή τέχνη: το 1974, ο Norman Mailer δημοσίευσε ένα δοκίμιο, το «The Faith of Graffiti», που διερευνούσε το ζήτημα και περιελάμβανε συνεντεύξεις από γκραφιτάδες. Στη δεκαετία του 1980, τα μουσεία και οι γκαλερί άρχισαν να αντιμετωπίζουν τα γκραφίτι ως τέχνη που θα μπορούσε να πουληθεί και να φέρει κέρδη: κάπως έτσι έγιναν πλούσιοι και διάσημοι ο Jean-Michel Basquiat και ο Keith Haring, η τέχνη των οποίων εξετέθη σε mainstream γκαλερί.

Σήμερα, στη Νέα Υόρκη ο καθαρισμός των γκραφίτι είναι μια από τις κοινωφελείς εργασίες που καλούνται να κάνουν νεαροί παραβάτες υπό την επίβλεψη υπαλλήλων της κοινωνικής πρόνοιας. Παράλληλα, έχουν δημιουργηθεί δομές όπου καλλιτέχνες μπορούν να φτιάξουν τοιχογραφίες, οι οποίες εμπίπτουν σε διαφορετική κατηγορία και νομοθεσία από τα γκραφίτι. Όσο για τις μεθόδους καθαρισμού, έχουν γίνει κοινός τόπος μεταξύ των δημοτικών αρχών στον κόσμο: χημικό «σβήσιμο», χρώματα όπου δεν «πιάνει» το σπρέι, τρίψιμο κτλ. Οι πόλεις που έχουν αποφασίσει να καταπολεμήσουν τα γκραφίτι έχουν συνδυάσει το σβήσιμο από ειδικές ομάδες με αστυνομική επιτήρηση και καταστολή και με καθορισμό συγκεκριμένων επιφανειών που προορίζονται για τοιχογραφίες: στη Μελβούρνη, στο Κουήνς της Νέας Υόρκης, στο Βένις της Καλιφόρνιας, στην περιοχή Τέσνοβ της Πράγας, έχουν προβλεφθεί σημεία όπου μπορεί κανείς να δημιουργήσει τοιχογραφίες – αλλά όχι γκραφίτι.

https://www.nyc.gov/html/nypd/downloads/pdf/anti_graffiti/Combating_Graffiti.pdf

Αυτό το δημόσιο έγγραφο τιτλοφορείται «Καταπολεμώντας το γκράφιτι – Ανακτώντας τον δημόσιο χώρο στη Νέα Υόρκη» και είναι μια έκδοση του αστυνομικού τμήματος της πόλης.

*Η στήλη ζητά ειλικρινά συγγνώμη από τα συμπαθή πρωτεύοντα θηλαστικά για την εξομοίωσή τους με κάφρους που λερώνουν το αστικό τοπίο και επιφυλάσσεται να βρει καταλληλότερο χαρακτηρισμό γι’ αυτό το είδος διπόδων.

https://www.newsbreak .gr/apopseis/649137/akloniti-i-diktatoria-tis-aschimias/