Αλησμόνητα τα φτωχικά παιδικά μας χρόνια…

Παύλος Σαμαράς
Όσο μεγαλώνουμε έρχονται στο νου μας εκείνα τα όμορφα, αλησμόνητα παιδικά μας χρόνια τα παλιά. Τότε που ζούσαμε χωρίς φροντίδες, χωρίς σκοτούρες, που τραγουδούσαμε, γελούσαμε και παίζαμε όλη μέρα στην αυλή του σπιτιού μας, στη γειτονιά, και στην πλατεία του χωριού μας.
Είχαν αυτή την γεύση που δεν περιγράφεται με λόγια. Ήταν δεμένη με την απλότητα και την αθωότητα των παιδικών μας χρόνων, μιας εποχής που δεν γνώρισαν και δεν θα καταλάβουν ποτέ οι νέες γενιές!
Πως μπορείς να περιγράψεις στην σημερινή γενιά εκείνα τα αλησμόνητα φτωχικά παιδικά μας χρόνια;;
Το πιο θεϊκό γλυκό που είχαμε δοκιμάσει ήταν η καθημερινή μας σχεδόν απόλαυση όταν δεν είχαμε άλλη επιλογή και το τρώγαμε με τόση λαχτάρα και ήταν τόσο γευστικό για μας.
Ψωμί με ζάχαρη…βρεγμένο με λάδι η νερό!
Θυμάμαι κι άλλα πολλά από τα χρόνια της γενιάς μου.
Κάναμε μπάνιο κάθε Σάββατο…
Ζέσταιναν το νερό πάνω στη σόμπα οι μανάδες μας και το μπάνιο μας το «παίρναμε» μέσα σε μια τσίγκινη ή ξύλινη σκάφη (κοινώς κοπάνα), και προσπαθούσαμε να το αποφύγουμε βρίσκοντας διάφορες δικαιολογίες κάθε φορά.
Η αιτία;;;
Η μάλλινη φανέλα!!!
Ναι η μάλλινη φανέλα…εκείνη που όταν μας την έβαζαν μετά το μπάνιο νιώθαμε να τσιμπάνε το αδύνατο κορμάκι μας βελόνες, κάτι σαν βελονισμός ένα πράμα!
Αμ και κείνα τα λινάρια που χρησιμοποιούσαν για σφουγγάρι;;;
Τι να πεις και τι να θυμηθείς.
Η μάνα για να πλύνει τα ρούχα μας άναβε φωτιά στην πυροστιά έβαζε πάνω το καζάνι με νερό βραστό και τα «ζεματούσε» όπως έλεγε να σκοτωθούν τα μικρόβια, καμία σκέψη βέβαια για πλυντήρια και σημερινές πολυτέλειες, και όμως τα ρούχα μας μοσχομύριζαν πλυμένα με το πράσινο σαπούνι. μυρωδιά αξεπέραστη.
Θυμάμαι επίσης πως συχνά πρήζονταν ο λαιμός μας από τα γνωστά σε μας τους μεγάλους «πρισκάρια» μαγουλάδες κοινώς, σημερινή παρωτίτιδα. Συχνά, πυκνά τότε…δεν ξέρω γιατί…ποτέ δεν ρώτησα να μάθω την αιτία.
– Να πάμε να το σταυρώσει το παιδί...έλεγε η μάνα μου.
Και πηγαίναμε…και με σταύρωνε η γειτόνισσα η γιαγιά Ροϊδω η Μπούτα με κάτι σκληρό σαν πέτρα που το κοιτούσα με περιέργεια να δω τι ήταν, και που τελικά τώρα αργότερα έμαθα ότι ήταν ξεραμένα «κακά» σκύλου.
Ναι φίλοι μου…σκυλοκούραδο ξεραμένο σαν πέτρα!!!
Και μετά κεραμίδα ζεστή από πάνω…για επιδόρπιο!
Υπήρχαν κι άλλες γυναίκες στο χωριό που «σταύρωναν»
Τότε, σε κάθε χωριό, υπήρχε και ένας φημισμένος «γιατρός» ή μια «γιατρέσσα».
Δεν ήταν σπουδαγμένοι με διπλώματα και πτυχία.
«Πρακτικούς» τους έλεγαν.
Άνθρωποι απλοί, που είχαν το χάρισμα και τη θέληση να θεραπεύουν, να περιποιούνται και γενικά να κάνουν το καλό. Συνήθως δεν παίρναν αμοιβή από όσους θεράπευαν.
Η φήμη τους είχε απλωθεί σε όλα τα γύρω χωριά. Για την πείρα και τα γιατροσόφια τους όλοι τους εκτιμούσαν και τους αγαπούσαν. Είχαν το κύρος και την υπόληψη αληθινού γιατρού. Θεράπευαν μέχρι τα βαθιά τους γεράματα.
Τότε διάλεγαν κάποιο από τα παιδιά ή τα εγγόνια τους για να τους διδάξουν όλα τα γιατροσόφια και τα μυστικά της τέχνης τους.
Υπήρχε ένας τέτοιος πρακτικός στους Σοφάδες, ο «Αλφας» για όσους τον θυμούνται, ειδικός για κατάγματα, ρήξεις και σπασίματα…μεγάλος μάστορας.
Υπήρχε επίσης και μια ακόμα πρακτικός στο χωριό μας.
Η κυρά Φωτεινή Χατζίκου, η μάνα του Γιάννη Χατζίκου που είχε τον πρώτο ξυλόφουρνο στο χωριό μας με το υπέροχο ζυμωτό ψωμί του, θυμάμαι ακόμα τη μυρωδιά του.
Έτσι μεγαλώσαμε…και όσο μακρινές και αν φαίνονται αυτές οι εικόνες έχουν χαραχθεί στην μνήμη μου σαν μια από τις πιο γλυκές στιγμές της νιότης μας. Είναι από τις εικόνες που έχουν μείνει βαθιά χαραγμένες στην γενιά μας που δεν θα ξεχάσει ποτέ….
Άρθρο μου στην Εφημερίδα «Παλαμάς Ενημέρωση»
Πηγή: Μονολογώντας…
Εικόνα από: Pinterest