Άλλο ένα πλήγμα στην ενότητα της παγκοσμίου Ορθοδοξίας ο κοινός εορτασμός του Πάσχα με τους ετεροδόξους
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΚΥΘΗΡΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΩΝ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Κυθήροις τη 14η Φεβρουαρίου 2025
Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου
Υπευθύνου του Γρ. Αιρέσεων και παραθρησκειών
Το 2025 είναι ένας σημαντικός ιστορικός σταθμός για την Ορθόδοξη Εκκλησία μας διότι, όπως όλοι γνωρίζουμε, τη χρονιά αυτή συμπληρώνονται 1700 χρόνια από την σύγκληση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, (325). Με αφορμή το επετειακό αυτό γεγονός επανέρχεται για μια ακόμη φορά στο προσκήνιο της εκκλησιαστικής επικαιρότητος από οικουμενιστικούς κύκλους του Φαναρίου η προσπάθεια καθιερώσεως κοινού εορτασμού του Πάσχα με τους ετεροδόξους, αλλά και ο από κοινού μ’ αυτούς εορτασμός των 1700 χρόνων από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο.
Χωρίς αμφιβολία η Σύνοδος αυτή θεωρείται ως μία από τις σπουδαιότερες Συνόδους της Εκκλησίας μας όχι μόνο για το αντιαιρετικό της έργο, αλλά και διότι αποτέλεσε σημείο αναφοράς σε όλες τις μεταγενέστερες Συνόδους, Οικουμενικές και Τοπικές. Η σπουδαιότητά της καταδεικνύεται και από το γεγονός, ότι καθόρισε και τον ακριβή χρόνο εορτασμού του Πάσχα, έτσι ώστε να εορτάζεται παγκοσμίως σε Ανατολή και Δύση την ίδια ημέρα, συμβάλλοντας έτσι στην εορτολογική και λειτουργική ενότητα της ενιαίας, τότε, Χριστιανοσύνης και θέτοντας τέρμα σε μια μακροχρόνια ενδοεκκλησιαστική έριδα, που προηγήθηκε.
Ωστόσο το κατ’ αρχήν χαρμόσυνο αυτό επετειακό γεγονός σκιάζεται τόσον από δηλώσεις του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, όσο και από δηλώσεις θιασωτών του Οικουμενισμού γενικότερα, οι οποίες δημιουργούν μέσα μας αισθήματα θλίψεως και ανησυχίας. Και τούτο διότι στις εν λόγω δηλώσεις διατυπώνονται ξεκάθαρα και απερίφραστα θέσεις και απόψεις, που έρχονται σε αντίθεση με την Κανονική και Πατερική μας Παράδοση. Πιο συγκεκριμένα διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι η εν λόγω επέτειος είναι μια καλή ευκαιρία για την καθιέρωση στο εξής κοινού εορτασμού του Πάσχα όλων των χριστιανών, Ορθοδόξων και ετεροδόξων, που θα αποτελέσει την αφετηρία για τη δρομολόγηση, (εν καιρώ), της πλήρους ορατής «ένωσής» μας μ’ αυτούς στο κοινό Ποτήριο. Καλλιεργούν τα πρόσωπα αυτά ένα «κλίμα» εντεινόμενης σύγκλησης κυρίως με τους Παπικούς και πιστεύουν ότι ο κοινός εορτασμός θα «φέρει ακόμη πιο κοντά τις Εκκλησίες», οι οποίες θα συνειδητοποιήσουν την ανάγκη της ενότητας και θα προχωρήσουν προς την «πολυπόθητη ένωση»! Ήδη ένα πρώτο μεγάλο βήμα προς την κατεύθυνση αυτή πραγματοποιήθηκε στην «ψευδοσύνοδο της Κρήτης» (2016), με την αναγνώριση των ετεροδόξων αιρετικών ως «ιστορικών Εκκλησιών» με έγκυρα μυστήρια και αποστολική διαδοχή. Ωστόσο αγνοούν, (ή θέλουν να αγνοούν), ότι ο κατά Θεόν συνεορτασμός θεωρείται και υπάρχει μόνον όταν ανήκουμε στο ίδιο Σώμα του Χριστού, την Ορθόδοξη Εκκλησία Του και ουδέποτε με αιρετικούς. Έξω από αυτήν την ουσιώδη εκκλησιαστική προϋπόθεση αληθινός και θεάρεστος συνεορτασμός δεν υπάρχει! Εάν ακόμη και η απλή συμπροσευχή με ετεροδόξους αιρετικούς απαγορεύεται ρητά από πλήθος Ιερών Κανόνων επί ποινή αφορισμού, ή καθαιρέσεως, πόσο μάλλον ο από κοινού συνεορτασμός της «εορτής των εορτών και της πανηγύρεως των πανηγύρεων»;
Ο μακαριστός π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, άνθρωπος εγνωσμένης πνευματικότητος και κορυφαίος κανονολόγος της εποχής μας, αναφερόμενος στο εν λόγω θέμα, λέγει χαρακτηριστικά τα εξής: «Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος ηθέλησε να θεσπίση κοινόν εορτασμόν, αλλά διά τα μέλη της Εκκλησίας, ουχί διά τους εκτός αυτής ευρισκομένους….Το να συγκροτώνται “Οικουμενικά Συμπόσια” ή άλλου τύπου Συνέδρια μεταξύ των Ορθοδόξων και της πανσπερμίας των αιρετικών και εν αυτοίς να συσκεπτώμεθα περί καθορισμού κοινών εορτασμών, εμμενόντων όμως και των μεν και των δε (Ορθοδόξων και αιρετικών) εν τοις οικείοις Δογματικοίς χώροις, τούτο άγνωστον και αδιανόητον ον εις την ιστορίαν της Εκκλησίας, όζον δε απαισίου θρησκευτικού συγκρητισμού και τείνον εις την καθιέρωσιν της αρμονικής και αδιαταράκτου συνυπάρξεως αληθείας και πλάνης, φωτός και σκότους, μόνον ως “σημείον των καιρών” δύναται να ερμηνευθή».[1]
Το θέμα της καθιερώσεως κοινού εορτασμού του Πάσχα δεν είναι μια καινούργια ιδέα, που γεννήθηκε πρόσφατα στη σκέψη του σημερινού προκαθημένου του Φαναρίου. Έχει μια ιστορία πάνω από 100 χρόνια. Παρακάτω παραθέτουμε με άκρα συντομία τους κυριότερους σταθμούς του, ώστε ο αναγνώστης, αφ’ ενός μεν να έχει μια γενική, συνοπτική εικόνα του θέματος και αφ’ ετέρου για να καταδειχθεί, ότι ο κοινός εορτασμός πάντοτε, μα πάντοτε, στο παρελθόν χρησιμοποιήθηκε σαν «όχημα» και σαν «εργαλείο» για την «ένωση» Ανατολής και Δύσεως.
Ο πρώτος ΟικουμενικόςΠατριάρχης που έριξε τον σπόρο περί κοινού εορτασμού ήταν ο μακαριστός Ιωακείμ ο Γ΄. Σε Εγκύκλιο Γράμμα του, το 1902, προς τα λοιπά Πατριαρχεία και Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες κάνει λόγο μεταξύ άλλων «περί κοινού εορτολογίου…αποδοχής του Γρηγοριανού…και περί της κατ’ αναγκαίαν ακολουθίαν μεταστάσεως του καθ’ ημάς εκκλησιαστικού ημερολογίου…ως ευοίωνον απαρχήν της ελπιζομένης και ποθητής παγκοσμίου χριστιανικής ενότητος»[2]. Μερικά χρόνια αργότερα, επί πατριαρχίας κυρού Δωροθέου του Α΄, (τοποτηρητού στον οικουμενικό θρόνο), εξεδόθη η περιβόητη Πατριαρχική Εγκύκλιος του 1920, όπου γίνεται πάλι λόγος περί κοινού εορτασμού και επαναλαμβάνεται ουσιαστικά η πρόταση του προκατόχου του, Ιωακείμ του Γ΄.Λίγο αργότερα, το 1923, ο γνωστός μασόνος Πατριάρχης κυρός Μελέτιος ο Δ΄ ο Μεταξάκης, επιχειρεί νέα προσπάθεια αλλαγής του ημερολογίου και του Πασχαλίου. Σε Συνέδριο που διοργάνωσε το 1923 αποφασίσθηκε, εκτός από την αποδοχή του Γρηγοριανού ως προς τις ακίνητες εορτές, η αλλαγή και του πασχαλίου ως «δυνατή», πλην όμως δεν πραγματοποιήθηκε λόγω αρνητικής στάσεως των άλλων Τοπικών Εκκλησιών. Επί των ημερών του μασόνου Οικουμενικού Πατριάρχου κυρού Αθηναγόρου του Α΄, (1949-1972), περιβόητου και πρωτοπόρου στην προώθηση του Οικουμενισμού, ο πανχριστιανικός εορτασμός του Πάσχα ήταν ένα θέμα συνεχώς επαναλαμβανόμενο σε όλα σχεδόν τα Μηνύματα, Διαγγέλματα, Διασκέψεις, Συνελεύσεις και Συνέδρια, συνδεόμενο και τοποθετούμενο πάντοτε στο γενικότερο πλαίσιο της «ενώσεως των Εκκλησιών», παρά τις υπάρχουσες δογματικές διαφορές.
Ο διάδοχός του κυρός Δημήτριος ο Α΄ συνέχισε την ίδια οικουμενιστική γραμμή που χάραξε ο προκάτοχός του. Όταν το 1975 συνέπεσε το Πάσχα των Ορθοδόξων και των Λατίνων, (14η Απριλίου), έσπευσε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία και έστειλε Πασχάλιο Μήνυμα στον Πάπα και στους Προτεστάντες προτείνοντας «σταθεράν Κυριακήν» κοινού εορτασμού του Πάσχα την Β΄ Κυριακή του Απριλίου, μάλιστα ήδη από το επόμενο έτος, το 1975!
Ο διάδοχός του ο νυν Οικουμενικός πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος ο Α΄, δεν ήταν δυνατόν να υστερήσει στο όραμα του κοινού εορτασμού. Με την ευκαιρία της συμπτώσεως του Πάσχα των Ορθοδόξων και των Λατίνων στις 15 Απριλίου του 2001, συμφώνησαν από κοινού ο Πάπας και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ερήμην των άλλων Τοπικών Εκκλησιών, να εγκαινιάσουν μαζί, επίσημα πλέον, τον κοινό εορτασμό του Πάσχα ως διαρκή και μόνιμο κατά τον 21ο αιώνα. Η κοινή αυτή προσπάθεια χαιρετίστηκε θετικά από τα ΜΜΕ. Στην εφημερίδα «Επενδυτής» δημοσιεύθηκε άρθρο, (30.3.1996), στο οποίο εκφραζόταν η άποψη ότι «το θέμα έχει τεράστια σημασία καθώς η ημερολογιακή συμπόρευση Φαναρίου –Βατικανού αναμένεται να συνδυαστεί με μια ιστορική εκκλησιαστική συνεργασία που ισοδυναμεί με άρση του γνωστού σχίσματος».[3] Εν όψει του γεγονότος αυτού, ήδη από το 1995 το Οικουμενικό Πατριαρχείο έστειλε Εγκύκλιο προς τις Ιερές Μητροπόλεις της Διασποράς, για να βολιδοσκοπήσει πιθανές αντιδράσεις του Ορθοδόξου κλήρου και του λαού. Ο σχεδιαζόμενος κοινός εορτασμός προέβλεπε αλλαγή και προσαρμογή του Ορθοδόξου Πασχαλίου προς το Γρηγοριανό. Ευτυχώς και η προσπάθεια αυτή απέτυχε, διότι όλες οι Ιερές Μητροπόλεις της Διασποράς απάντησαν στην πατριαρχική Εγκύκλιο αρνητικά.
Αξίζει να σημειωθεί εδώ, ότι όλοι οι παραπάνω μνημονευθέντες Πατριάρχες επεδίωξαν τον κοινό εορτασμό επί τη βάσει της προσαρμογής του Ορθοδόξου Πασχαλίου προς το Γρηγοριανό, παραθεωρούντες τους όρους της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Ως γνωστόν οι όροι που έθεσε η εν λόγω Σύνοδος, προέβλεπε δύο τινά: α) Να εορτάζεται το Πάσχα την πρώτη Κυριακή μετά την πρώτη πανσέληνο της εαρινής ισημερίας και β) Ουδέποτε να συμπίπτει, ή να προηγείται, το χριστιανικό Πάσχα από το Πάσχα των Εβραίων. Αγνόησαν επίσης οι εν λόγω Πατριάρχες δύο ακόμη Ιερούς Κανόνες με διαχρονικό και οικουμενικό κύρος: α) τον Ζ΄ Αποστολικόν, που προβλέπει «μη μετά Ιουδαίων επιτελείν το Πάσχα», και β) την εν Αντιοχεία Τοπική Σύνοδο, (341), η οποία ορίζει: «Πάντας τους τολμώντας παραλύειν τον όρον της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, της εν Νικαία συγκροτηθείσης,…περί της Αγίας Εορτής του σωτηριώδους Πάσχα, ακοινωνήτους και αποβλήτους είναι της Εκκλησίας, ει επιμένοιεν φιλονεικότερον ενιστάμενοι προς τα καλώς δεδογμένα, και ταύτα ειρήσθω περί των λαϊκών. Ει δε τις των Προεστώτων της Εκκλησίας, Επίσκοπος, ή Πρεσβύτερος, ή Διάκονος, μετά τον όρον τούτον τολμήσειεν επί διαστροφή των λαών και ταραχή των Εκκλησιών, ιδιάζειν, και μετά των Ιουδαίων επιτελείν το Πάσχα, τούτον η αγία Σύνοδος εντεύθεν ήδη αλλότριον έκρινε της Εκκλησίας, ως ου μόνον εαυτώ αμαρτίας, αλλά και πολλοίς διαφθοράς και διαστροφής γινόμενον αίτιον».
Πρόσφατα, στη Συνάξη της Ιεραρχίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, (3.9.2024), ο κ. Βαρθολομαίος επανέφερε το θέμα, ανακοινώνοντας στην Ιεραρχία μεταξύ άλλων τα εξής: «Εκφράζεται ομοθυμαδόν η ευχή ο κοινός εορτασμός του Πάσχα κατά το επόμενον έτος υπό της Ανατολικής και Δυτικής Χριστιανοσύνης, να μη αποτελέση μίαν ευτυχή απλώς σύμπτωσιν, αλλά την απαρχήν της καθιερώσεως κοινής ημερομηνίας δια τον εορτασμόν του κατ᾽ έτος, συμφώνως προς το Πασχάλιον της καθ᾽ ημάς Ορθοδόξου Εκκλησίας». Ωστόσο ένα τέτοιο ενδεχόμενο, (της επιστροφής δηλαδή του Βατικανού στο Ορθόδοξο πασχάλιο), είναι, κατά την ταπεινή μας γνώμη, σχεδόν αδύνατο να πραγματοποιηθεί. Και το θεωρούμε σχεδόν αδύνατο, διότι θα συναντήσει τη σθεναρή αντίσταση συντηρητικών κύκλων του Βατικανού και θα προκαλέσει σχίσμα μέσα στους κόλπους του Παπισμού. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο σίγουρα δεν πρόκειται να το διακινδυνεύσει ο πάπας Φραγκίσκος! Δεν πρέπει ακόμη να ξεχνούμε ότι μια ενδεχόμενη αλλαγή του πασχαλίου των παπικών θέτει σε κίνδυνο το αλάθητο των αποφάσεων του πάπα Γρηγορίου του 13ου, ο οποίος εισήγαγε το Γρηγοριανό ημερολόγιο. Ως γνωστόν το κακόδοξο δόγμα περί του παπικού αλαθήτου έχει ανανεωθεί στις αποφάσεις της Β΄ Βατικανής Συνόδου και έχει εδραιωθεί για τα καλά στη συνείδηση «κλήρου» και λαού των παπικών. Ας μην τρέφουμε λοιπόν αυταπάτες! Οι παπικοί δεν πρόκειται να κάνουν ούτε ένα χιλιοστό πίσω από τις θέσεις τους. Πέραν αυτών πολύ σημαντική θεωρούμε την παρατήρηση της Ιεράς Μονής Γρηγορίου αγίου Όρους σε σχετικό δημοσίευμά της: «Ο συνεορτασμός του Πάσχα οφείλει να γίνη μόνον μετά από απόλυτη δογματική ενότητα στην βάση της Ορθοδόξου Πίστεως και όχι στην βάση θεολογικών συμβιβασμών, τύπου Συμφωνίας Balamand (1993), εκκλησιαστικής ενώσεως δηλαδή χωρίς ταυτότητα πίστεως».[4]
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Σεραφείμ, αναφερόμενος σε πρόσφατο μήνυμά του στο εν λόγω θέμα παρατηρεί μεταξύ άλλων τα εξής πολύ σημαντικά: «Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος σημειώνει εις τον Όρον αυτής: ‘Ουδέν αφαιρούμεν, ουδέν προστίθεμεν, αλλά πάντα τα της Καθολικής Εκκλησίας αμείωτα διαφυλάττομεν’ (MANSI 13, 376C). Και πάλιν ‘απάσας τας Εκκλησιαστικάς εγγράφως, ή αγράφως τεθεσπισμένας ημίν Παραδόσεις ακαινοτομήτως φυλάττομεν’ (MANSI 13, 377B). Όταν οι Πατέρες των Οικουμενικών Συνόδων εσεβάσθησαν και απεδέχθησαν αναλλοιώτως ό,τι εθέσπισαν οι προγενέστεροι αυτών, πως ημείς σήμερον θα καταπατήσωμεν τα παραδεδομένα; Μήπως υπερβήκαμεν εν σοφία και χάριτι τους θείους Πατέρας; Άλλωστε, ουδέ οφείλομεν να παραβλέψωμεν το γεγονός ότι η αθέτησις της παραμικράς παραδόσεως, είτε εγγράφου, είτε αγράφου, σκανδαλίζει πάντοτε τους πιστούς και βοηθεί τους απίστους να αμφισβητήσουν την αξιοπιστίαν και το κύρος της Εκκλησίας…Η Παράδοσις της Εκκλησίας δεν είναι ανθρώπινον έργον, δια να γηράσκη, παλαιούται και ανανεούται, ή απορρίπτεται όποτε θέλομεν. Ως έργον του αγίου Πνεύματος είναι πάντοτε καινή, έχουσα δυναμικόν, αμετάβλητον και αναλλοίωτον χαρακτήρα….‘Το να ποιούν καινοτομίας και μεταρρυθμίσεις εις τους Ιερούς Κανόνας και Παραδόσεις’, τονίζει ο ηγιασμένος Γέροντας της Πάρου αείμνηστος π. Φιλόθεος Ζερβάκος, ‘προξενεί σύγχυσιν, ταραχήν, διαμάχας, φιλονικίας, έχθρας, μίση και τα λοιπά είδη της κακίας, δι᾽ ά έρχεται η οργή του Θεού’. ‘Όπου ζήλος και εριθεία, εκεί ακαταστασία και παν φαύλον πράγμα’, λέγει ο Απόστολος Ιάκωβος’».
Κλείνοντας, με πολλή λύπη διαπιστώνουμε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία μας σύρεται δυστυχώς και πάλι σε ανεπίτρεπτους συμβιβασμούς, προκειμένου να προωθηθεί το οικουμενιστικό όραμα της παγχριστιανικής και πανθρησκειακής ενότητος. Οδηγείται σε ένα νέο οδυνηρό σχίσμα πανορθοδόξων διαστάσεων, το οποίο προστίθεται στα ήδη υφιστάμενα, Ουκρανικό και Παλαιοημερολογιακό. Δεν είναι τυχαίο ότι και στα δύο αυτά σχίσματα, αλλά και στο κυοφορούμενο και προωθούμενο, πρωταγωνιστής υπήρξε το Οικουμενικό Πατριαρχείο! Εν όψει αυτής της επερχομένης «καταιγίδος» καλούμε τον κλήρο και τον πιστό λαό του Θεού σε περισσότερη εγρήγορση, προσευχή και αγωνιστικότητα, ώστε, με τη Χάρη του Θεού, να ματαιωθούν τα σχέδια των οικουμενιστών και να αποφευχθεί ένα νέο οδυνηρό σχίσμα με απρόβλεπτες συνέπειες για την παγκόσμια ορθοδοξία.
[1] Περιοδικό “ΕΝΟΡΙΑ”, φύλλον 549, 10/5/1974
[2] Καθηγητή Ιω. Καρμίρη, «Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», τομ. ΙΙ, σελ. 946ε και 946ζ.
[3] Βλ. Εισήγηση μοναχού Νικοδήμου Μπιλάλη με τίτλο: «Οικουμενισμός και αλλαγή πασχαλίου» σε Διορθόδοξο Συνέδριο με τίτλο: «Οικουμενισμός: Γένεση, Προσδοκίες, Διαψεύσεις», στο Α.Π.Θ., 20-24/9/2004, Πρακτικά Διορθοδόξου Επιστημονικού Συνεδρίου, Τομ. Β΄, σελ. 955-956.
[4]https://www.inaa.gr/2024/11/12/%E1%BD%81-%CE%BA%CE%BF%CE%B9%CE%BD%CF%8C%CF%82-%E1%BC%91%CE%BF%CF%81%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82-%CF%84%CE%BF%E1%BF%A6-%CF%80%CE%AC%CF%83%CF%87%CE%B1-%CE%B9%CE%B5%CF%81%CE%AC/