Καταγραφή επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης
Σ’ όσα πουπουλένια στρώματα και κρεβάτια πολυτελείας, σε ξενοδοχεία αρκετών αστέρων και όπου αλλού κι αν κοιμήθηκα την στρωματσάδα δεν την αλλάζω με τίποτα. Προπαντός η παιδική στρωματσάδα, το ένα παιδί δίπλα απ’ το άλλο να εξέχουν μόνο τα κεφαλάκια δεν θα την ξεχάσω ποτέ, όμως κι αν τόσο πολύ το νοσταλγώ, δεν πρόκειται να το ξανά ζήσω.
Η στρωματσάδα είναι ο ύπνος καταγής στο έδαφος ή στο πάτωμα του σπιτιού. Παλιά επειδή τα σπίτια ήσαν μικρά και δεν υπήρχαν κρεβάτια, ολόκληρες οικογένειες κοιμόντουσαν στρωματσάδα, ιδίως στα εξοχικά σπίτια και κατά το καλοκαίρι. Επίσης και κατά τον χειμώνα στα σπίτια τους, όταν δεν υπήρχαν όχι κρεβάτια, αλλά μόνο κλινοσκεπάσματα.
Για μαξιλάρια πάνω από το στρώμα να μην πιαστούν οι σβέρκοι, δίπλωναν δυο τρεις φορές μια κουβέρτα ή ένα πλατύ τάπητο και το τοποθετούσαν κάτω από το σεντόνι. Το μαξιλάρι αυτό ήταν ενιαίο και δεν υπήρχε κενό για να πέφτουν τα κεφάλια. Βασικά η στρωματσάδα ίσως να ήταν μια μικρή κοινωνία του ύπνου.
Οι μεγαλύτεροι τον χειμώνα κατά την μακρύωρη νύκτα κουβέντιαζαν λέγοντες διάφορες ιστορίες μεταξύ των. Τα παιδιά στρωματσάδα δίπλα αγκουρμάζονταν (άκουγαν χωρίς να μιλάνε) μέχρι να λιγοστεύει το κουβεντολόγι και ν’ ακούγονται οι βαριές ανάσες τους και κανένα ροχαλητό, έτσι καταλαγιάζανε, γέρνανε τα μάτια τους και τα έπαιρνε γλυκά- γλυκά ο ύπνος. Αν έβρεχε και ακουγόταν οι στάλες που έπεφταν στα κεραμίδια ή που έτρεχαν από τις ρέχτες τω σπιτιών συνεπικουρούσε στο να τα πάρει ο πιο γλυκός ύπνος. Άντε και να έσταζε και καμιά κεραμίδα σπασμένη, τότε η νοικοκυρά τοποθετούσε κάποια λεκάνη ακριβώς από κάτω και ακουγόταν το στάξιμο ταν- ταν.
Η κουβέντα που έκαναν τα παιδιά ήταν τα διάφορα τερτίπια τους, η επιλογή με ποιόν θα κοιμηθούνε δίπλα- δίπλα. Οι ιστορίες που άκουγαν από τους μεγαλύτερους καμιά δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα φόβου, μέχρι ν’ αποκοιμηθούν αγκαλιαζόσαντε και κοιμόσαντε, τα μικρότερα κάτω από την προστασία και την θαλπωρή των μεγαλυτέρων παιδιών. Στιγμές απέραντης ευτυχίας για τα παιδιά ο ύπνος στρωματσάδα, έλεγαν τα δικά τους, κρύβονταν έπαιζαν τα μεγαλύτερα αγκάλιαζαν τα μικρότερα κατά τις παγερές νύχτες ή μετά από κάποιο κακό όνειρο τα μικρά γαντζώνονταν επάνω στα μεγαλύτερα για περισσότερη ασφάλεια και θαλπωρή.
Καμιά φορά όταν κάποιο νύσταζε αρκετά, άκουγες και «Άντε τώρα ρε… βουλώστε το να κοιμηθούμε…!»
Με όποια σειρά και τάξη κι αν τα έβαζε η μάνα τους να κοιμηθούν, το πρωί τα εύρισκε μπερδεμένα, πότε από εδώ, πότε από εκεί, πότε ανάποδα, πότε ξεσκέπαστα, πότε κουλουριασμένα, πότε αγκαλιασμένα κ.λπ. Άντε να είχε κατουρηθεί και κανένα μικρότερο και να μυρίζει κατουρλιό ούλο το σπίτι.
Στο ίδιο δωμάτιο και το κρεβάτι των γονιών, η μάνα λαγοκοιμότανε, μην ακούσει κάποιο παιδί να βήξει, να διψάσει, να θέλει να κατουρήσει, μην είδε κάποιο κακό όνειρο και κλάψει, μην ξεσκεπάστηκε, ήταν ο αόρατος νυχτερινός φύλακας άγγελος, το μάτι και το αυτί της στην τσίτα, να μην ησυχάζει καθόλου.
Το μεγαλύτερο μαρτύριο ήταν όταν κάποιο είχε συναχωθεί και ξερόβηχε ούλη την νύχτα, πέρα από τα γιατροσόφια που του έκαναν τα υπόλοιπα παιδιά το έκαναν πέρα για να μην το ακούνε και να κοιμηθούνε ήσυχα.
Τα καλοκαίρια, η στρωματσάδα από το σπίτι έβγαινε στην αυλή ή στο μπαλκόνι, όπου οι άνθρωποι του σπιτιού. Το ίδιο γινόταν στα εξοχικά και στα στανοτόπια όπου κάνανε τον καλύτερο ύπνο της ζωής τους, με το νυχτερινό μαΐστρο να χαϊδεύει τα μάγουλά τους, η φεγγαράδα να φωτίζει να μετράνε τ’ άστρα και ν’ αγκουρμάζονται τις φωνές του χωριού και της νύχτας, ν’ ακούνε τα τριζόνια να τιρτιρίζουν τα σκυλιά ν’ αλυχτάνε και τα νυχτοπούλια να κράζουν, όλα μαζί συνθέτουν την ομορφιά του γλυκού ύπνου.
Θυμάμαι δωδεκάχρονο παιδί που φυλάγαμε πρόβατα στο χωριό μου και μερικά βράδια το καλοκαίρι κοιμόμασταν στην Ράχη ή Σωρού, κοντά στο χωριό Λουκά. Εκεί μαζί μ’ άλλα παιδιά από του Λουκά και την Καρυά κοιμόμασταν στρωματσάδα. Μαζεύαμε σανούδια και στρώναμε τα στρωσίδια και αφού παίζαμε μέχρι αργά, μόλις ξαπλώναμε αρχίζαμε να αφηγούμαστε, με τον δικό μας τρόπο, διάφορες ιστορίες που ακούγαμε από τους μεγαλύτερους, λέγαμε, κοιτούσαμε τα άστρα, το φεγγάρι, ακούγαμε τα τριζόνια μέχρι που μας έπαιρνε ο γλυκός ύπνος. Τα πρόβατα και αυτά είχαν κοιμηθεί στον τόπο τους και το πρωί πριν ακόμη χαράξει, μας ξυπνούσανε τα τσοκάνια τους, που σκάριζαν για να βοσκήσουν πριν πάρει η ημέρα και η ζέστη του καλοκαιριού. Μέρες νοσταλγικές, αν και μικρά παιδιά, δεν φοβόμαστε, μας άρεσε πολύ και αυτά μας έμειναν να θυμόμαστε.