Κάποιος Αββάς, που ασκήτευε και είχε παρρησία στο Θεό, τον παρακαλούσε με δάκρυα να του φανερώσει τον τρόπο που ο Θεός κρίνει και αποφασίζει σε κάποιες περιπτώσεις και που οι άνθρωποι δεν τον κατανοούν, αλλά νομίζουν ότι πρόκειται για παράξενα πράγματα.
Ο Θεός όμως για πολύ καιρό δεν ήθελε να του φανερώσει τίποτε, επειδή ο άνθρωπος ποτέ δεν μπορεί να γνωρίσει και να καταλάβει τα μυστήρια του Θεού. Ο ασκητής πάλι δεν έπαυε νύχτα και μέρα να κάνει τη σχετική δέηση. Μια μέρα λοιπόν ο Θεός, θέλοντας να τον πληροφορήσει, έβαλε στην καρδιά του το λογισμό να πάει να δει ένα γέροντα ασκητή, που βρισκόταν σε άλλο τόπο, όπου για να φτάσει κανείς έπρεπε να περπατήσει πολλές μέρες.
Σαν άρχισε λοιπόν την πορεία ο ασκητής, έστειλε ο Θεός στο δρόμο του έναν άγγελο με μορφή νέου καλόγηρου, που τον χαιρέτησε με το “ευλόγησον, πάτερ”. Ο γέρων ασκητής αποκρίθηκε: «ο Θεός να σε συγχωρήσει, τέκνον μου». Τότε ο άγγελος ρώτησε το γέροντα· «που πηγαίνεις, Αββά;» και ο γέρων απάντησε· «πηγαίνω στον τάδε ασκητή να τον δω». Κι ο άγγελος είπε «κι εγώ εκεί πηγαίνω κι ας προχωρήσουμε μαζί».
Αφού περπάτησαν οι δυο τους την πρώτη μέρα, έφθασαν το βράδυ σ’ ένα χωριό και κατέλυσαν στο σπίτι ενός ευλαβούς και φιλόξενου άνθρωπου, που τους φιλοξένησε. Μάλιστα έφερε στην τράπεζα ένα δίσκο ασημένιο. Την ώρα που επρόκειτο να αναχωρήσουν, πήρε ο Άγγελος το δίσκο κρυφά, τον πέταξε στον αέρα και ό δίσκος χάθηκε. Ο γέρων, σαν το είδε αυτό, λυπήθηκε, όμως δεν είπε τίποτε.
Τη δεύτερη μέρα έφθασαν σε ένα άλλο χωριό, όπου τους περιποιήθηκε φιλόξενα ένας πολύ ευλαβής Χριστιανός. Αυτός είχε ένα μονάκριβο γιο και τον έφερε να τον ευλογήσουν και να του δώσουν την ευχή τους. Ο Άγγελος όμως, την ώρα που επρόκειτο να φύγει μαζί με τον ασκητή, έπιασε το παιδί από το λαιμό και το έπνιξε. Μπροστά σ’ αυτό το θέαμα ο γέρων δοκίμασε μεγάλη έκπληξη και τρόμαξε, αλλά και πάλι δε μίλησε.
Αφού περπάτησαν και την τρίτη ημέρα, έφθασαν σ’ ένα άλλο μέρος, αλλ’ επειδή δε βρήκαν κανέναν να τους υποδεχθεί κάθισαν σε μια αυλή που είχε ένα τοίχο έτοιμο να πέσει. Ο Άγγελος σηκώθηκε, ανασκουμπώθηκε, τον γκρέμισε και τον ξανάκτισε αμέσως από τα θεμέλια.Αντικρίζοντας κι αυτό το τελευταίο ο γέροντας δεν μπόρεσε πλέον να σιωπήσει, αλλά άρχισε να του λέει· σε εξορκίζω στο όνομα του Θεού του Υψίστου να μου πεις την αλήθεια. Τί είναι αυτά που έκανες; Άγγελος είσαι ή δαίμονας; Αυτά που έκανες δεν είναι έργα ανθρώπου. Κι όταν ο Άγγελος ρώτησε “τί έκανα;”, ο γέροντας είπε· χθες και προχθές, που μας δέχθηκαν εκείνοι οι φιλόχριστοι άνθρωποι και μας φιλοξένησαν, εσύ του μεν ενός πήρες τον ασημένιο δίσκο και τον πέταξες στον αέρα και εξαφανίστηκε, του δε άλλου έπνιξες το γιό. Και εδώ, που ήρθαμε και δε μας πρόσφεραν καμιά περιποίηση ή φιλοξενία, καταπιάστηκες με το κτίσιμο και τους ευεργετείς.
Τότε του αποκρίθηκε ο Άγγελος· άκουσε, Αββά, κι εγώ θα σου φανερώσω την αλήθεια των πραγμάτων. Ο πρώτος που μας δέχτηκε είναι άνθρωπος θεοφιλής και δίκαιος και διοικεί τα υπάρχοντα του κατά τις εντολές του Θεού· εκείνος όμως ο ασημένιος δίσκος προερχόταν από άδικη κληρονομιά και για να μη χάσει κοντά σ’ αυτόν και το μισθό για τα καλά του έργα, με πρόσταξε ο Θεός να τον εξαφανίσω, ώστε να είναι η φιλοξενία του καθαρή και απαλλαγμένη από ανομία. Ο άλλος πάλι, που μας φιλοξένησε, είναι ευλαβής και ενάρετος άνθρωπος και αν ζούσε εκείνος ο γιος του, επρόκειτο να γίνει όργανο του σατανά και να διαπράξει πολλά κακά, που θα έκαναν να λησμονηθούν τα καλά έργα του πατέρα του. Γι’ αυτό όρισε ο Θεός να πεθάνει κι εκείνος έτσι μικρός, για να σωθεί και η δική του ψυχή και του πατέρα του. Τότε ο γέροντας είπε· όλα αυτά τα έκανες καλά, τί έχεις όμως να πεις, για την τελευταία περίπτωση; Και ο Άγγελος απάντησε· μάθε, Πάτερ, και γι’ αυτό, ότι ο νοικοκύρης αυτής της αυλής είναι κακός άνθρωπος και άδικος και θέλει να βλάψει πολλούς, αλλά δεν το μπορεί εξαιτίας της φτώχειας του.
Ο παππούς του, όταν έκτιζε αυτό τον τοίχο, έκρυψε μέσα σ’ αυτόν χρήματα πολλά, κι αν τον είχα αφήσει να πέσει, ο κακότροπος αυτός ιδιοκτήτης, θέλοντας να τον κτίσει, θα εύρισκε μέσα στα κατεδαφισμένα υλικά αυτά τα χρήματα και θα τα χρησιμοποιούσε για να κάνει το κακό που ήθελε. Γι’ αυτό με πρόσταξε ο Θεός να στερεώσω τον τοίχο, για να μη βρει τα χρήματα ο κακός αυτός άνθρωπος, που επρόκειτο να τον χρησιμοποιήσει στις κακές του επιθυμίες και να βλάψει τους ανθρώπους. Και ξέρει ο Θεός πότε θα τον φανερώσει, σε άνθρωπο που πρέπει και που θα τον χρησιμοποιήσει σε καλά έργα.
Είδες λοιπόν πως κρίνει ο Θεός σε κάποιες περιπτώσεις, όπως ζητούσες να μάθεις. Γι’ αυτό πήγαινε στο κελλί σου και μη σε μέλει για τα πράγματα του κόσμου, πώς και γιατί γίνονται· διότι τα κρίματα του Θεού είναι απροσμέτρητη άβυσσος, όπως είπε ο προφήτης, και οι ενέργειες Του ανεξιχνίαστες και ακατανόητες· και δεν μπορεί ο άνθρωπος να γνωρίσει τα πάντα με ακρίβεια. Πίστευε λοιπόν, Πάτερ, ότι ο Θεός είναι δίκαιος και δεν κάνει καμιά αδικία· όσα επιτρέπει και γίνονται, όλα δικαίως γίνονται.
Όταν άκουσε αυτά από τον Άγγελο ο ασκητής, δόξασε το Θεό και, αφού αποσύρθηκε στο κελλί του, στο εξής δεν εξέταζε τίποτε.