Απλυσιά και μπόχα: Η καλοκαιρινή ζωή σε μια μεγαλούπολη της Δύσης του Μεσαίωνα
…και τώρα παραμένει η μπόχα, απλά είναι σε πνευματικό επίπεδο.
Κυκλοφορώντας στην πόλη σε συνθήκες καύσωνα, εκτός απ’ τις ανυπόφορες θερμοκρασίες και το λιοπύρι έχεις να αντιμετωπίσεις και τις συνέπειες, τη βρόμα και τη δυσωδία που λόγω της ζέστης εντείνονται και απλώνονται παντού, σε πεζοδρόμια, πλατείες (μια βόλτα από την πλατεία Κλαυθμώνος ή κάτω από τις νεραντζιές που βρίσκονται στο πλάι της παλιάς Βουλής είναι αρκετή για να πάρεις μια γεύση), σε στενά και σκαλάκια, έξω από δημόσια κτίρια, έξω από σταθμούς του ηλεκτρικού και του μετρό, όπου σταθείς και όπου βρεθείς στο κέντρο της πόλης. Σχολιάζοντας στο Messenger την μπόχα της Ιπποκράτους στο κομμάτι μεταξύ Πανεπιστημίου και Ακαδημίας ο μεγάλος «ρουφιάνος» του Facebook (ο αλγόριθμος) μού έβγαλε ένα σωρό ποστ για τις συνθήκες διαβίωσης και την μπόχα στις ευρωπαϊκές πόλεις του Μεσαίωνα -προφανώς για να έχω μέτρο σύγκρισης και να σταματήσω να γκρινιάζω. Σε ένα ποστ που είχε τίτλο «η προέλευση της νυφικής ανθοδέσμης» κάποιος έγραφε «οι νύφες κουβαλούσαν μπουκέτα λουλούδια κοντά στο σώμα τους για να καλύψουν τη βρόμα των παρευρισκομένων». Ο τίτλος ήταν αρκετός για να συνεχίσω να διαβάσω το ποστ και να μετά να αναζητήσω καμιά δεκαριά παρόμοια άρθρα.
Ο Μεσαίωνας δεν αναφέρεται τυχαία σε όλες τις μελέτες για την βρόμα στο αστικό περιβάλλον, ήταν η περίοδος που το εμπόριο αναπτύχθηκε αρκετά και οι πληθυσμοί στις πόλεις αυξήθηκαν ραγδαία, δημιουργώντας ευκαιρίες αλλά και μεγάλα προβλήματα. Ένα από τα μεγαλύτερα ήταν η επεξεργασία των ανθρώπινων και ζωικών απορριμμάτων την περίοδο που δεν είχαν ακόμη κατασκευαστεί τα υπόγεια συστήματα αποχέτευσης. Όσο περισσότερος κόσμος συγκεντρωνόταν στις πόλεις, τόσο μεγαλύτερο γινόταν και το πρόβλημα με τα κόπρανα και τα ούρα. Η ιστορικός και καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Stavanger, Dolly Jørgensen, αναφέρει ότι σε μια μεσαιωνική πόλη με πληθυσμό 10 χιλιάδων κατοίκων, παράγονταν γύρω στις 900 χιλιάδες λίτρα ανθρώπινων κοπράνων και σχεδόν τρία εκατομμύρια λίτρα ούρων ετησίως – που τα άδειαζαν στο δρόμο ή στα ποτάμια. Αν σε αυτά προσθέσεις τις τεράστιες ποσότητες κοπριάς από τα ζώα που διατηρούσαν στις πόλεις, από χοίρους, αγελάδες και πουλερικά, ακόμα και άλογα, μπορείς να φανταστείς το μέγεθος της μπόχας. Ή, μάλλον, δεν μπορείς.
Οι άνθρωποι της πόλης δεν πλένονταν συχνά και συνήθως δεν είχαν ρούχα να αλλάξουν εκτός από αυτά που φορούσαν. Δεν υπήρχε η έννοια της προσωπικής υγιεινής όπως υπάρχει σήμερα και το καλοκαίρι ο ιδρώτας συσσωρευόταν πάνω τους μαζί με την σκόνη και κάθε είδους εκκρίσεις.
Κι η βρομερή αυτή κατάσταση δεν περιοριζόταν στο μεγάλο μέρος του πληθυσμού που ζούσε σε τρώγλες σε συνθήκες φτώχιας. Ακόμα και στο Παλάτι των Βερσαλλιών την εποχή που ήταν στις δόξες του, δεν υπήρχαν τουαλέτες και μπάνια και πέταγαν τα κόπρανα και τα ούρα απ’ το παράθυρο. Ένα μέρος τους κατέληγε στους περίτεχνους κήπους του παλατιού, οι οποίοι επίσης χρησιμοποιούνταν ως υπαίθρια τουαλέτα κυρίως στα γιορτινά γεύματα, όπου συγκεντρώνονταν εκατοντάδες άτομα που έτρωγαν και έπιναν με τις ώρες (ή και ολόκληρες μέρες). Οι κουζίνες του παλατιού ετοίμαζαν γεύματα για 1500 άτομα χωρίς το παραμικρό μέτρο υγιεινής, ενώ ο λόγος που βλέπουμε σε πίνακες (και ταινίες εποχής) τον κόσμο να αερίζεται με βεντάλιες είναι λόγω της βρόμας που εξέπεμπαν οι ίδιοι ή οι διπλανοί τους. Οι ευγενείς είχαν υπηρέτες που τους ανέμιζαν με τεράστιες βεντάλιες για να διώξουν την αποκρουστική μυρωδιά που εξέπεμπε το σώμα και το στόμα των ανθρώπων γύρω τους, και να τρομάξουν τα έντομα που συνόδευαν κάθε τους κίνηση. Τα εντομοκτόνα και τα εντομοαπωθητικά ανακαλύφθηκαν πολύ αργότερα. Η πιο μεγάλη μπόχα ήταν αυτή που ερχόταν κάτω από τις φούστες (οι οποίες σκόπιμα φτιάχνονταν μακριές και σε στρώματα, για να εμποδίζουν την μυρωδιά των απόκρυφων, αφού το μπάνιο ήταν σπάνιο έως ανύπαρκτο).
Οι περισσότεροι γάμοι το Μεσαίωνα γίνονταν στις αρχές του καλοκαιριού, τον Ιούνιο, κι ο λόγος ήταν απλός: το πρώτο μπάνιο της χρονιάς γινόταν τον Μάιο, έτσι τον Ιούνιο η μυρωδιά των ανθρώπων ήταν ακόμα ανεκτή. Ωστόσο, επειδή κάποιες μυρωδιές είχαν ήδη αρχίσει να ενοχλούν, οι νύφες κουβαλούσαν μπουκέτα λουλούδια κοντά στο σώμα τους για να καλύψουν τη μυρωδιά -ορίστε και η προέλευση της νυφικής ανθοδέσμης.
Τα ετήσια λουτρά (μάξιμουμ δις ετησίως) γίνονταν σε μια μπανιέρα με ζεστό νερό, κοινή για όλους. Ο αρχηγός της οικογένειας είχε το προνόμιο να κάνει πρώτος μπάνιο σε καθαρό και ζεστό νερό. Μετά, στο ίδιο νερό έκαναν μπάνιο κατά σειρά ηλικίας (από τον γηραιότερο στο νεότερο) οι υπόλοιποι άνδρες, μετά πάλι κατά ηλικία οι γυναίκες και τέλος τα παιδιά. Τα μωρά ήταν τα τελευταία που έκαναν μπάνιο. Όταν ερχόταν η σειρά τους το νερό στην μπανιέρα ήταν τόσο βρόμικο και τόσο κρύο που μπορούσε κυριολεκτικά να τα σκοτώσει -από εκεί βγήκε η φράση «πετάω έξω το μωρό με το νερό του μπάνιου».
Οι στέγες των σπιτιών δεν είχαν ουρανό και τα ξύλινα δοκάρια που τις κρατούσαν ήταν το καλύτερο μέρος για να ζεσταθούν τα ζώα: σκύλοι, γάτες, αρουραίοι, κατσαρίδες, κάθε είδους έντομα. Όταν έβρεχε οι διαρροές νερού ανάγκαζαν τα ζώα να πηδήξουν στο έδαφος, συνήθως πάνω στους ανθρώπους που ζούσαν στο σπίτι, ακόμα και μέσα στην κατσαρόλα με το φαγητό και στα πιάτα.
Όσοι είχαν λεφτά είχαν τσίγκινα πιάτα, τα οποία οξειδώνονταν από κάποιους τύπους τροφίμων, προκαλώντας αρκετούς θανάτους από δηλητηρίαση. Αυτός ήταν ο λόγος που τρόφιμα όπως οι ντομάτες θεωρούνταν δηλητηριώδη για πολλά χρόνια. Αντιδρούσαν με το μέταλλο και προκαλούσαν θανάτους που ήταν ανεξήγητοι. Οι φτωχοί είχαν πιάτα από πηλό ή ξύλο και πέθαιναν από άλλου είδους δηλητηριάσεις. Πολύς κόσμος χρησιμοποιούσε τα ντενεκεδάκια απ’ τις κονσέρβες για να πίνει ουίσκι ή μπίρα και η ανάμιξη του κασσίτερου με το αλκοολούχο ποτό προκαλούσε ένα είδος ναρκοληψίας. Το άτομο έπεφτε «ξερό» στο πάτωμα και όποιος το έβλεπε θωρούσε ότι είναι νεκρό, οπότε μάζευαν το σώμα και το ετοίμαζαν για την κηδεία. Τοποθετούσαν τον αναίσθητο στο τραπέζι της κουζίνας και περίμεναν ένα 24ωρο για να δουν αν θα ξυπνούσε. Εξ ου και η αγρυπνία δίπλα στους νεκρούς όταν είναι μέσα στο φέρετρο.
Η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού έφερε συνωστισμό στα νεκροταφεία, οπότε μετά από κάποια χρόνια οι νεκροί έπρεπε να ξεθάβονταν για να υπάρχει χώρος για τα επόμενα πτώματα. Δεν ήταν καθόλου σπάνιο ανοίγοντας ένα φέρετρο να παρατηρούν γρατσουνιές στο εσωτερικό του καπακιού που έδειχναν ότι ο νεκρός είχε θαφτεί ζωντανός. Έτσι, κλείνοντας το φέρετρο, άρχισαν να δένουν ένα σχοινί στον καρπό του νεκρού, το οποίο περνώντας από μια τρύπα στο φέρετρο κατέληγε σε ένα καμπανάκι. Μετά την ταφή κάποιος έμενε να εφημερεύει για λίγες μέρες δίπλα στον τάφο. Εάν το άτομο που ήταν θαμμένο ξυπνούσε, η κίνηση του χεριού του χτυπούσε το καμπανάκι. Και το έσωζε. Από κει βγαίνει και η έκφραση «saved by the bell».
Σε ένα επεισόδιο του ντοκιμαντέρ του BBC TV «Filthy Cities» (2011) οι δρόμοι του Λονδίνου του 1300 περιγράφονται «μέχρι τον αστράγαλο μέσα σε ένα μείγμα από υγρή λάσπη σε αποσύνθεση, σάπια ψάρια, σκουπίδια, εντόσθια και κοπριά ζώων». Οι άνθρωποι έριχναν τους κουβάδες με περιττώματα και ούρα στο δρόμο, συνήθως αδειάζοντάς τους έξω από το παράθυρο.
Η μεσαιωνική περίοδος στη Νορβηγία ξεκίνησε στα τέλη της Εποχής των Βίκινγκ, που διήρκεσε περίπου από το 1050 έως το 1500. Τότε ιδρύθηκαν οι πρώτες νορβηγικές πόλεις που υπάρχουν μέχρι σήμερα. Στη Νορβηγία -όπως και σε όλες τις χώρες της Ευρώπης της εποχής- οι κάτοικοί μαστίζονταν από διφθερίτιδα, ιλαρά, φυματίωση, λέπρα, τύφο, άνθρακα, ευλογιά, σαλμονέλα και άλλες ασθένειες. Θα μπορούσαν επίσης να δηλητηριαστούν από τον μύκητα της ερυσιβώτιδας (Claviceps purpurea), ο οποίος αναπτύχθηκε σε δημητριακά όπως η σίκαλη και προκαλούσε παραισθήσεις –που οι άνθρωποι ερμήνευαν ως «κρίσεις τρέλας». Η χειρότερη από αυτές τις ασθένειες ήταν ο Μαύρος Θάνατος (η πανώλη), ο οποίος άρχισε να καταστρέφει τη Νορβηγία το 1349 και χτύπησε ξανά σε μεταγενέστερες επιδημίες μέχρι το 1600. Η πανώλη σκότωσε πάνω από 100 εκατομμύρια ανθρώπους (πάνω από 200 εκατομμύρια μαζί της Ασία) στα χρόνια που κράτησε η επιδημία.
Η κοπριά ή τα περιττώματα δεν ήταν η μόνη βρομιά που συσσωρευόταν στις μεσαιωνικές πόλεις. Τα απόβλητα των διαφόρων επαγγελμάτων ήταν εξίσου μεγάλο πρόβλημα, ειδικά στη βυρσοδεψεία και την κλωστοϋφαντουργία. Τα χειρότερα ήταν τα σφαγεία. Το περιεχόμενο από τα έντερα και τα στομάχια έπρεπε κάπου να πεταχτούν, το αίμα και τα τομάρια έπρεπε κάπου να ξεπλυθούν, και όπου κι αν γινόταν ήταν επιβαρυντικό για τους περίοικους και ανεπιθύμητο. Ήταν πολλά τα καταγεγραμμένα παράπονα στην Αγγλία για την αποκρουστική μυρωδιά που προερχόταν από τους κρεοπώλες.
Το 1371 το δημοτικό συμβούλιο του Γιορκ απαγόρευσε στους κρεοπώλες να πετάξουν τα απόβλητα στο ποτάμι κοντά σε ένα μοναστήρι, έτσι άρχισαν να τα πετούν κοντά στους τοίχους και τις πύλες του μοναστηριού. Οι μοναχοί παραπονέθηκαν και πάλι ότι οι κάτοικοι της πόλης και της επαρχίας που πήγαιναν στην εκκλησία τους «σταμάτησαν να πηγαίνουν εξαιτίας της δυσοσμίας και των φρικτών θεαμάτων» και επίσης ανέφεραν ότι «ασθένειες και πολλές άλλες βλάβες» θα προέκυπταν από αυτή τη ρύπανση. Ο Βασιλιάς απαγόρευσε τη ρίψη απορριμμάτων στην περιοχή των μοναχών και οι κρεοπώλες αναγκάστηκαν να ρίχνουν τα υπολείμματα των ζώων σε ένα νεκροταφείο. Τα οστά που ήταν σκορπισμένα παντού προσέλκυαν πεινασμένα σκυλιά και πουλιά και η κατάσταση έγινε ακόμα χειρότερη.
Φαίνεται ότι η μόλυνση των ποταμών ήταν πρόβλημα για πολλές μεσαιωνικές πόλεις και οι αρχές προσπάθησαν να την αποτρέψουν. Το 1480 ο Πρόεδρος του Κόβεντρι παραπονέθηκε επειδή οι κάτοικοι της πόλης και των τριγύρω πόλεων έριχναν τα περιττώματα και τα σκουπίδια τους στον ποταμό Σέρμπουρν και αυτό προκαλούσε φοβερή δυσωδία, αλλά και φράξιμο της ροής του νερού από βρομιές, σκατά και πέτρες.
Κανονισμοί απαιτήθηκαν επίσης στη Νορβηγία. Το 1284 ο βασιλιάς Eirik Magnusson απαγόρευσε στους ανθρώπους να πετούν τα σκουπίδια και τα περιττώματά τους και απόβλητα από τις αποβάθρες στο Μπέργκεν. Η απόρριψη απορριμμάτων απευθείας σε υδάτινα ρεύματα ήταν ένα πρόβλημα, αλλά υπήρχαν επίσης συστήματα τάφρων που έρεαν στα ίδια ποτάμια. Οι τάφροι σκάβονταν για να απομακρύνουν το νερό της βροχής, αλλά αποτελούσαν και ένα δελεαστικό μέρος για να απαλλαγούν οι πολίτες από κάθε είδους άχρηστα.
Στο Κέιμπριτζ του 1393 οι βουλωμένες από σκουπίδια τάφροι ήταν τόσο σοβαρό θέμα («δηλητηρίαζαν τον αέρα») που έπρεπε να βρει λύση ο ίδιος ο Βασιλιάς. Στο Λονδίνο, ανάμεσα στις περιπτώσεις που έχουν καταγραφεί, είναι και μιας γυναίκας με το όνομα Άλις Γουέιντ που είχε κατασκευάσει μια ξύλινη ντουλάπα-αποχωρητήριο με ξύλινους σωλήνες που οδηγούσαν τα περιττώματα κατευθείαν στις τάφρους της βροχής. Οι γείτονές της την κατέδωσαν στις αρχές και στη συνέχεια έχτισαν ακριβώς τις ίδιες ντουλάπες που οδηγούσαν τα κακά τους στο χαντάκι δίπλα στο σπίτι τους.
Όσο κι αν ενοχλείται ένας σημερινός άνθρωπος από τις μυρωδιές γύρω του, η βρομιά που έχει να αντιμετωπίσει δεν συγκρίνεται με ενός σπιτιού ή μιας γειτονιάς του 14ου αιώνα. Οι άνθρωποι της πόλης δεν πλένονταν συχνά και συνήθως δεν είχαν ρούχα να αλλάξουν εκτός από αυτά που φορούσαν. Δεν υπήρχε η έννοια της προσωπικής υγιεινής όπως υπάρχει σήμερα και το καλοκαίρι ο ιδρώτας συσσωρευόταν πάνω τους μαζί με την σκόνη και κάθε είδους εκκρίσεις. Το πρωί έπλεναν το πρόσωπο και τα χέρια τους, αλλά δεν έπλεναν τα δόντια και τα υπόλοιπα μέρη του σώματος. Η μόνη πηγή νερού για πλύσιμο ήταν το ποτάμι. Εκεί ξεπλένονταν και οι άνθρωποι που άδειαζαν τις τουαλέτες ή φτυάριζαν και μετέφεραν τις κοπριές των ζώων (οι οποίοι λογικά πλένονταν συχνότερα). Φυσικά το ποτάμι ήταν το σημείο που κατέληγαν όλα τα απορρίμματα, κάθε είδους. Ήταν και ο μόνος τρόπος να μεταφερθούν τα υγρά απόβλητα έξω από την πόλη. Τα ψάρια πέθαιναν από τα πολλά σκουπίδια, αλλά οι άνθρωποι έπιναν νερό από το ποτάμι. Η εικόνα του Τάμεση σε κάποια σημεία του ήταν απελπιστική: ανάμεσα στα εντόσθια και ό,τι δεν μπορούσε να φαγωθεί απ’ τους πάγκους των κρεοπωλείων υπήρχαν πτώματα ανθρώπων και ζώων, αλλά και κόπρανα, -ο Ντικ Γουίτινγκτον έχτισε δημόσιες τουαλέτες πάνω από το ποτάμι, όπου αιωρούμενος σε ξύλινα κουβούκλια μπορούσες να κάνεις την ανάγκη σου απευθείας πάνω στο νερό. Θεωρήθηκε βολικός τρόπος για να απαλλαγούν από τα ανθρώπινα απόβλητα.
Ένα πλεονέκτημα που είχε το Λονδίνο σε σχέση με το Παρίσι ήταν ότι τουλάχιστον ο Τάμεσης ήταν αρκετά παλιρροϊκός, επομένως υπήρχε μια σχετική ροή που ανανέωνε το νερό, ο Σηκουάνας είναι πολύ πιο ήρεμος, ρέει απαλά, που σημαίνει θα ήταν πολύ πιο βρόμικος.
Οι άνθρωποι απέφευγαν το πλύσιμο το χειμώνα. Από τον 10ο μέχρι τον 13ο αιώνα οι χειμώνες ήταν ιδιαίτερα ψυχροί και ποτάμια όπως ο Τάμεσης ήταν παγωμένα για εβδομάδες, οπότε πολύ δύσκολα μπορούσε κάποιος να πλυθεί εκεί, ακόμα και αν λερωνόταν πάρα πολύ. Οι πλουσιότεροι είχαν τη δυνατότητα να αγοράσουν αρώματα (τα οποία τα φορούσαν σε υπερβολικές ποσότητες) για να καλύψουν την μπόχα τη δική τους και του περιβάλλοντος.
Το αποχετευτικό σύστημα ήταν πολύ μικρής έκτασης, αυτό που υπήρχε κυρίως ήταν χαντάκια στις άκρες κάποιων δρόμων που επέτρεπαν στο νερό να καταλήξει στο ποτάμι.
Οι δρόμοι ήταν ένας μεγάλος σκουπιδοτενεκές για όλα τα απορρίμματα. Υπήρχαν κάδοι όπου έριχναν τα εντόσθια των σφαγμένων ζώων και κατέληγαν οι νεκρές γάτες και σκύλοι, αλλά την περίοδο που δεν έβρεχε για να ξεπλύνει λίγο τη βρομιά, οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από τα υπολείμματα των κατοίκων της πόλης. Ήταν τόσο αηδιαστικοί που οι άνθρωποι φορούσαν ξυλοπάπουτσα, ξύλινα τσόκαρα που φοριούνταν πάνω από ένα κανονικό παπούτσι για να μην περπατάνε πάνω στα σκουπίδια.
Να θυμίσουμε ότι η Αθήνα δεν συμπεριλαμβάνεται στις μεγάλες πόλεις της εποχής γιατί δεν ήταν ακόμα μεγάλη πόλη. Και στην επαρχία τα πράγματα ήταν σίγουρα πολύ καλύτερα. Ή, έστω, αρκετά καλύτερα.
Anyway, δεν υπάρχει δικαιολογία για την μπόχα της Αθήνας αυτή τη στιγμή, υποτίθεται ότι είμαστε πιο πολιτισμένοι απ’ τον Μεσαίωνα. Το πόσο πιο πολιτισμένοι είμαστε, είναι ένα άλλο ζήτημα…