Στις 14 Απριλίου ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας θα είναι υποχρεωμένος να «καταπιεί» τις τουρκικές προκλήσεις και να βρεθεί στην Άγκυρα τηρώντας τον συμπεφωνημένο οδικό χάρτη της ελληνοτουρκικής προσέγγισης, ο οποίος προβλέπει – μετά την εξέλιξη των διπλωματικών επαφών (διερευνητικές συνομιλίες) και των συνομιλιών σε στρατιωτικό επίπεδο (μηχανισμός αποσυμπίεσης στο ΝΑΤΟ) – την αναβάθμιση των ελληνοτουρκικών επαφών σε ανώτερο πολιτικό επίπεδο.
Μέχρι στιγμής δεν έχει έρθει στο φως της δημοσιότητας το παραμικρό από το περιεχόμενο των ελληνοτουρκικών συζητήσεων στο διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο. Ωστόσο, από τη στιγμή που η επίσκεψη Δένδια στην Τουρκία θα πραγματοποιηθεί, βάσιμα μπορεί να υποθέσει κάποιος ότι οι δύο πλευρές έχουν προχωρήσει σε κάποιο πλαίσιο «συνεννόησης», το οποίο απαιτεί την επικύρωση σε ανώτερο πολιτικό επίπεδο. Κάτι τέτοιο, εκ των πραγμάτων, δημιουργεί ερωτήματα, τα οποία δεν μπορούν να απαντηθούν από την πραγματικότητα.
Τα θέλουν όλα
Η πραγματικότητα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις αυτήν την περίοδο διαμορφώνεται από:
● Τις καθημερινές υπερπτήσεις τουρκικών μαχητικών πάνω από ελληνικά νησιά και νησίδες, καθώς και τις παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου.
● Τις τακτικές υπενθυμίσεις (Ακάρ π.χ.) ότι τα νησιά δεν έχουν δικαιώματα πέρα από τα έξι μίλια θαλάσσιας ζώνης που τα περικλείει.
● Την πάγια πια τουρκική θέση ότι τα ελληνικά νησιά πρέπει να αφοπλιστούν επειδή ο εξοπλισμός τους παραβιάζει τις συνθήκες με τις οποίες αποδόθηκαν στην Ελλάδα.
● Την παγίωση μιας κατάστασης (δεσμεύσεις περιοχών με Νavtex και Νotam) διανομής του Αιγαίου εξ ημισείας.
● Τις προειδοποιήσεις ότι οι τουρκικές ερευνητικές δραστηριότητες με σεισμογραφικά και πλωτά γεωτρύπανα θα ξεκινήσουν και πάλι στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, εκεί όπου το τετράμηνο Αυγούστου – Νοεμβρίου του 2020 το «Oruc Reis» έφτασε μέχρι και 6,5 μίλια από τις ακτές του Καστελλόριζου και της Ρόδου.
● Την ξεκάθαρη τοποθέτηση της Άγκυρας ότι πλέον η όποια αναζήτηση επίλυσης του Κυπριακού θα πρέπει να κινηθεί στη λογική της ύπαρξης δύο κρατών στο νησί.
Το ερώτημα λοιπόν που προκύπτει είναι σε ποιο από τα παραπάνω ζητήματα έχει καταγραφεί κάποια σύγκλιση απόψεων ώστε να δικαιολογείται η αναβάθμιση των ελληνοτουρκικών συνομιλιών σε πολιτικό επίπεδο. Έχει αλλάξει μήπως κάτι στην τουρκική προσέγγιση; Ή μήπως τελικά η ελληνική πλευρά έχει διολισθήσει από την πάγια θέση της ότι η μόνη ελληνοτουρκική διαφορά είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας;
Πιόνια και παίκτες
Για να αντιληφθούμε την υποχρέωση της Αθήνας να αναβαθμίσει τις ελληνοτουρκικές επαφές, παρά τη συνεχιζόμενη ανελαστική και αδιάλλακτη στάση της Άγκυρας, θα πρέπει να τοποθετήσουμε το ελληνοτουρκικό «πρόβλημα» στο πλέγμα των διαπραγματεύσεων Τουρκίας – Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας – ΗΠΑ. Οι εν λόγω διαπραγματεύσεις έχουν στόχο την εξεύρεση ή αποκατάσταση της ισορροπίας στις σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση.
Η Τουρκία τα τελευταία χρόνια έχει εμφανιστεί στο προσκήνιο διεκδικώντας στην πράξη αυτό που θεωρεί ότι της αναλογεί ως μεγάλης περιφερειακής δύναμης. Ούτε οι Αμερικανοί ούτε οι Ευρωπαίοι είναι σε θέση να αγνοήσουν τις τουρκικές φιλοδοξίες (διεκδικήσεις) ή/και να αποδεχτούν την έξοδο της χώρας από τη δυτική σφαίρα επιρροής. Οι «μεγάλοι» δυτικοί παίκτες, στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσής τους με την Άγκυρα, είναι προφανές ότι αξιοποιούν κάθε μοχλό πίεσης που διαθέτουν προκειμένου να συγκρατήσουν «κοντά» τους την Τουρκία. Ένας τέτοιος βασικός μοχλός πίεσης είναι η Ελλάδα.
Από την άλλη πλευρά οι «μεγάλοι» αξιοποιούν την τουρκική επιθετικότητα προκειμένου να εξαλείψουν κάθε ελληνική πιθανότητα αναζήτησης διεξόδου στα ελληνοτουρκικά εκτός του πλαισίου που αυτοί (οι μεγάλοι) έχουν ορίσει κάτω από τον έλεγχό τους.
Έτσι λοιπόν στο διάστημα πριν από την επίσκεψη Δένδια στην Άγκυρα οι ΗΠΑ απέστειλαν στην τουρκική κυβέρνηση το μήνυμα με την περαιτέρω εξειδίκευση των κυρώσεων CAATSA (Νόμος για την Αντιμετώπιση των Αντιπάλων της Αμερικής Μέσω Κυρώσεων) που είχαν επιβληθεί τον περασμένο Δεκέμβριο εναντίον της Τουρκίας για την απόκτηση του ρωσικού συστήματος S-400.
Με τον τρόπο αυτόν το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών υπενθυμίζει στην Άγκυρα τι ακριβώς πρέπει να πράξει προκειμένου οι ΗΠΑ να συνεχίσουν να ανέχονται τις τουρκικές αναθεωρητικές θέσεις για το Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο.
Ταυτόχρονα οι ΗΠΑ, σύμφωνα με το ρεπορτάζ του «Βήματος», αξιοποιώντας την τουρκική πίεση προς την Ελλάδα, ζητούν από την ελληνική κυβέρνηση την περαιτέρω (χρονική και ποιοτική) εμβάθυνση της ελληνοαμερικανικής συμφωνίας για τις βάσεις.
Παράλληλα οι Ευρωπαίοι σπεύδουν στην Άγκυρα αξιοποιώντας το ελληνοτουρκικό ζήτημα ως μοχλό πίεσης στην εξέλιξη της διαπραγμάτευσης για το πλαίσιο των ευρωτουρκικών σχέσεων. Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ συναντήθηκαν με τον Πρόεδρο της χώρας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και του παρουσίασαν τους όρους της Ε.Ε. για μια σταδιακή επανεκκίνηση της πορείας των ευρωτουρκικών σχέσεων.
Η ελληνική ψευδαίσθηση
Το προφανές συμπέρασμα που προκύπτει από τη σκιαγράφηση του διπλωματικού πλαισίου μέσα στο οποίο συντελούνται εργώδεις διαβουλεύσεις αυτήν την περίοδο είναι πως η ελληνική κυβέρνηση έχει αποδεχτεί τον ρόλο του πιονιού σε ένα παιχνίδι μεγάλων διαστάσεων.
Ένα ακόμη συμπέρασμα είναι ότι, από τη στιγμή που οι κινήσεις της κυβέρνησης «καθοδηγούνται» στο πλαίσιο των στρατηγικών που προωθούν οι μεγάλοι παίκτες, τα ελληνικά συμφέροντα έχουν ήδη τοποθετεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, στο οποίο η Τουρκία και η Δύση παζαρεύουν και αναζητούν τη νέα ισορροπία στις σχέσεις τους.
Αν και είναι γνωστό, λοιπόν, τι περιμένει τα ποντίκια που νόμισαν ότι μπορούν να παίξουν εκεί που παλεύουν οι ελέφαντες, οι κύριοι της ελληνικής κυβέρνησης (Μητσοτάκης, Δένδιας κ.λπ.) βαδίζουν ακάθεκτοι στην αρένα έχοντας την ψευδαίσθηση ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι και οι Αμερικανοί σύμμαχοι είναι φίλοι (τους)…
Πηγή: i-epikaira.blogspot.com