Έξω λοιπόν στον κόσμο, έμαθα ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν τους φυσικούς τους γονείς.
Μου δημιουργήθηκε η περιέργεια να γνωρίσω και εγώ τους γονείς μου, τους οποίους δεν είχα γνωρίσει έως τότε, διότι όπως προαναφέρθηκε, ο παππούς μου με είχε κλέψει από τους γονείς μου, σε ηλικία δύο ετών και με μετέφερε σε μοναστήρι στο Θιβέτ.
Έμαθα πως οι γονείς μου ζούσαν σε κάποια πόλη στην Σουηδία και ο πατέρας μου ήταν έμπορος ξυλείας.
Πήρα λοιπόν φτερά από τις σαράντα αποθήκες και ταξίδεψα, με υπερφυσικό τρόπο, στον τόπο που ζούσαν οι γονείς μου.
Τις πρώτες μέρες που με φιλοξενούσαν οι γονείς μου, πέρασε από το σπίτι ένας ορθόδοξος ιερέας. Μόλις τον είδα, νόμισα ότι ήταν Κινέζος και άρχισα να του μιλώ κινέζικα. Τον χαιρέτησα κάνοντας μια μικρή υπόκλιση, όπως ακριβώς συνηθίζεται στην Κίνα. Παραξενεύτηκε με τη συμπεριφορά μου και με τον τρόπο υποδοχής μου και ρώτησε τον πατέρα μου:
– Γιατί αυτό το παιδί συμπεριφέρεται κατ’ αυτόν τον τρόπο;
Ο πατέρας μου μετέφερε την απορία του επισκέπτη μας σε μένα κι εγώ με τη σειρά μου απαντώ:
– Μα δεν είναι Κινέζος ο κύριος;
– Όχι, μου απαντά, είναι ορθόδοξος ιερέας.
– Τί σημαίνει ορθόδοξος ιερέας; Δεν γνωρίζω.
– Ξέρεις, μου λέει, εμείς πιστεύουμε στον Τριαδικό Θεό, τον Δημιουργό του Σύμπαντος, τον Αληθινό και ο κύριος είναι ιερέας, εκπρόσωπος του Θεού στην γη.
– Μα τί λέτε; Εγώ ξέρω πως ένας είναι ο αληθινός θεός, ο πολυδύναμος σατανάς.
– Κάνεις λάθος, μου λέει ο ιερέας. Ο Αληθινός και Παντοδύναμος Θεός, είναι Τριαδικός, που προϋπάρχει προ των αιώνων, ο οποίος είναι Αθάνατος, είναι ο Δημιουργός του Σύμπαντος, είναι ο Πλάστης του ανθρώπου, ο οποίος είναι η αιτία της δημιουργίας και είναι το πιο αγαπητό πλάσμα πάνω στη γη. Από πολλή αγάπη και φιλανθρωπία προς τον άνθρωπο, έστειλε ο Πανάγαθος Θεός τον Μονογενή Του Υιό στην γη, έλαβε ανθρώπινη μορφή, γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία εκ Πνεύματος Αγίου, δίδαξε την αλήθεια, πέθανε με σταυρικό θάνατο και την τρίτη ημέρα αναστήθηκε και όλα αυτά έγιναν, για να σωθεί το ανθρώπινο γένος από την αμαρτία και να απαλλαχθεί από τα δεσμά του διαβόλου.
Τα άκουγα όλα αυτά με μεγάλη προσοχή και ενδιαφέρον, αλλά παράλληλα μέσα μου γελούσα, διότι μέχρι τότε γνώριζα τη δύναμη του σατανά, με τα τόσα θαυμαστά γεγονότα, που μου συνέβησαν μέχρι εκείνη την στιγμή στη ζωή μου.
Είχε προχωρήσει η συζήτηση για τα καλά, όταν κάποια στιγμή ο ιερέας ζήτησε ένα ποτήρι νερό.
Ήταν μια καλή ευκαιρία, σκέφτηκα, για να δείξω τη δύναμη του σατανά δια μέσω εμού.
– Μην κουνηθεί κανείς, είπα, σε λίγο θα έλθει το ποτήρι με το νερό. Με την υπερφυσική δύναμη που είχα, από τον σατανά, έλεγα κάποια λόγια τυποποιημένα, τα οποία λέγοντάς τα, ερχόταν ένας διάβολος και με υπηρετούσε και έτσι εκπληρώνονταν οι επιθυμίες μου.
Είπα λοιπόν τα λόγια και σε λίγο ένα ποτήρι πεντακάθαρο νερό βρέθηκε πάνω στο τραπέζι.
Ήπιε το νερό ο ιερέας, ξεδίψασε και δόξασε τον Θεό.
Βλέπεις, του λέω, σου απέδειξα πως ο δικός μου ο Θεός είναι δυνατός και μπορεί να κάνει θαυμαστά πράγματα.
– Θέλω να κάνεις κάτι κι εσύ, για να μου αποδείξεις ότι ο δικός σου Θεός είναι πιο δυνατός από τον δικό μου, για να με πείσεις.
– Ξέρεις, λέει ο ιερέας, ο δικός μου Θεός, είναι ταπεινός και δεν κάνει επιδείξεις.
Βγάζει τότε από την τσέπη του ένα ξύλινο σταυρουδάκι και μου λέει:
– Κράτα αυτό στο χέρι σου και κάνε πάλι αυτό που έκανες.
Γέλασα μόλις το είδα και είπα:
– Αυτό το ξυλαράκι θα σταματήσει τη δύναμη του σατανά;
– Δοκίμασε, λέει ο ιερέας με αυτοπεποίθηση.
Πράγματι, είπα τα λόγια της επίκλησης, αλλά ο σατανάς δεν εμφανίστηκε.
Κάποιο λάθος θα έκανα, σκέφθηκα, γι’ αυτό δεν εμφανίστηκε. Τα λέω δεύτερη φορά τα λόγια, με περισσότερη προσοχή, διότι πίστεψα ότι είχα κάνει λάθος, αλλά και πάλι δεν είχα αποτέλεσμα.
Την τρίτη είπα τα λόγια αργά, καθαρά με περισσότερη προσοχή και λίγο νευριασμένα. Εμφανίσθηκε μπροστά μου ο διάβολος που με υπηρετούσε, τρέμοντας.
– Τί έπαθες, του λέω, γιατί δεν έρχεσαι τόση ώρα που σε καλώ;
– Πέταξε αμέσως αυτό που κρατάς στο χέρι σου.
Ανοίγω την παλάμη μου, του δείχνω το ξύλινο σταυρουδάκι και του λέω:
– Αυτό το ξυλαράκι σε εμποδίζει να έρθεις;
– Πέταξε αμέσως αυτό που κρατάς στο χέρι σου, ούρλιαξε δυνατά, κρύβοντας τον χώρο των ματιών του, με τα χέρια του και αμέσως μας γύρισε την πλάτη του.
Ζήτησα, όπως ήταν φυσικό, κάποιες εξηγήσεις, διότι μέχρι εκείνη την στιγμή, δεν είχε βρεθεί άλλη δύναμη, μεγαλύτερη από αυτήν του σατανά.
– Γιατί δεν μου μίλησες τόσον καιρό για κάποια άλλη δύναμη, μεγαλύτερη από την δική μας;
– Μην δίνεις σημασία, μου λέει ο διάβολος, έχεις δει, όλα αυτά τα χρόνια που είσαι κοντά μου, τόσα θαυμαστά πράγματα. Αυτά που βλέπεις τώρα είναι μια μικρή λεπτομέρεια.
Αυτή η σκηνή ήταν αρκετή και μια καλή ευκαιρία, για να πάρω απαντήσεις σε αρκετά ερωτηματικά που δημιουργήθηκαν, αφού οι απαντήσεις που πήρα από τον διάβολο δεν με κάλυψαν.
Λέγω λοιπόν στον ιερέα:
– Θέλω να μου μιλήσεις για τον δικό σου Θεό, τον αληθινό όπως λες.
Όλο χαρά ο ιερέας, άρχισε περιληπτικά, αλλά εμπεριστατωμένα, να μου διηγείται επιγραμματικά την ιστορία του Χριστού…
(Απόσπασμα από το βιβλίο “Από το Θιβέτ στο Άγιον Όρος στον γέροντα Παΐσιο”)