• FACEBOOK-TEST16
    Ορθόδοξη Βιβλιοθήκη
    Στο eikonia.gr θα βρείτε πολύ μεγάλη ποικιλία σε Ψυχωφελή και Πνευματικά βιβλία καθώς και βίους Αγίων...
  • proseyxhtariokatanyktiko-3
    Προσευχητάριον Κατανυκτικόν
    Προσευχητάριον Κατανυκτικόν - Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως   "Βασισμένη στην ψαλμική έκφραση «επτάκις...
Χάριν τῶν παιδιῶν κρατεῖ ἀκόμη ὁ Θεός τόν κόσμο

Χάριν τῶν παιδιῶν κρατεῖ ἀκόμη ὁ Θεός τόν κόσμο

Χάριν τῶν παιδιῶν κρατεῖ ἀκόμη ὁ Θεός τόν κόσμο

Ἱερομόναχος Ἠλίας Τσιορούτσα,
μια Ἁγιασμένη μορφή τῆς Ὀρθοδόξου Ρουμάνικης Ἐκκλησίας
π. Κωνσταντίνου Γαλερίου

Χάριν τῶν παιδιῶν κρατεῖ ἀκόμη ὁ Θεός τόν κόσμο

Ἀγαποῦσε πολύ τά παιδιά. Πάντοτε, ὅταν τά ἔβλεπε, πολύ χαιρόταν. Ἔλεγε. “Χάριν τῶν παιδιῶν κρατεῖ ἀκόμη ὁ Θεός τόν κόσμο”.
Κάποτε, στήν περίοδο τοῦ πολέμου, σ᾿ ἕνα βομβαρδισμό, ὁ Πατήρ ἐπῆρε στά μπράτσα του ἕνα παιδί καί ἄρχισε νά προσεύχεται. “Κύριε, γι᾿αὐτόν τόν ἄγγελο πού κρατῶ στά χέρια μου, φύλαξέ με καί μένα ἀβλαβῆ”. Καί ὁ Θεός τόν ἄκουσε. Δέν ἔπαθε τίποτε ἀπό τόν βομβαρδισμό.

λεγε ὁ πατήρ. “Πάντοτε ἔκλαιγα καί γιά τόν ἑαυτό μου καί γιά τόν λαό”.

Γιά τήν δύναμι τοῦ Ψαλτηρίου ἔλεγε ὅτι ὁμοιάζει μέ τούς ἐξορκισμούς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Συνιστοῦσε στούς ὑποτακτικούς του νά διαβάζουν ἀπό ἕνα Κάθισμα κάθε ἡμέρα. Καί σπάνια ἄφηνε κάποιον νά διαβάζη περισσότερα.

λεγε ὁ Γέροντας ὅτι ἐκεῖνος πού δέν ἐντυπωσιάζεται καί δέν τρέμει ἀπό θαυμασμό μπροστά στά λουλούδια, στά δένδρα καί σ᾿ ὁλόκληρη τήν φύσι, δέν εἶναι ἄξιος νά λέγεται ἄνθρωπος.
Εἶχε σέ μεγάλη τιμή τήν προσευχή τῶν γυναικῶν πού ἤθελαν ν᾿ ἀποκτήσουν παιδιά κι ἔλεγε. “Ἐάν ἡ μητέρα δέν προσεύχεται, μάταια προσεύχεται ὁ ἱερεύς καί ὁ πρωτόπαπας” καί προσέθετε. ” Ἡ μητέρα εἶναι ἕνας ἀρχιερεύς στό σπίτι. Αὐτή διδάσκει τά παιδιά νά προσεύχωνται γιά νά γίνουν καλοί Χριστιανοί, νά προσεύχεται μαζί μ᾿ αὐτά καί γι᾿αὐτά καί νά τά φέρνη στήν ἐκκλησία.

Ἡ ἐνδυμασία τοῦ Γέροντος ἦτο πάντα πολύ ἀπέριττη. Κάποτε ἔλαβε ἕνα καινούργιο ράσο. Πηγαίνοντας στό κοιμητήριο, τό ἄφησε στήν ἐκκλησία, ἀλλ᾿ ὅταν ἐπέστρεψε δέν τό εὑρῆκε. Ἐγνώριζε ὅμως ποιός τό εἶχε πάρει. Τότε προσευχήθηκε στόν ἅγιο Μηνᾶ ὡς ἑξῆς. “Ἅγιε Μηνᾶ, δῶσε μου τό ράσο πίσω”.
Μετά ἀπό λίγο καιρό, κάποια νύκτα, ἄκουσε ἕνα κτύπημα στήν πόρτα του. Ποιός εἶναι τέτοια ὥρα, ἐρώτησε. “Πάτερ Ἠλία, σοῦ ἔφερα τό ράσο πίσω”, καί ὁ πατήρ τοῦ ἀπήντησε “Φέρτο, πάτερ, ἀπ᾿ ἐδῶ, διότι δέν σέ γνωρίζω”.
Τότε ὁ κλέφτης κατέβηκε κάτω καί, ὅταν ἔφθασε στήν αὐλή, τοῦ ἐφώναξε. “Πάτερ, φεύγω, καί πάρε τό ράσο σου”.
Ἀφοῦ ἀνεχώρησε ὁ κλέφτης, ὁ π. Ἠλίας βγῆκε ἔξω στήν πόρτα καί πῆρε τό ράσο του. Δέν τό ἐφόρεσε ποτέ, ἀλλά τό ἐχάρισε σ᾿ ἕνα μοναχό. Ὁ π. ‘Ηλίας ἦτο ἄνθρωπος τῆς δικαιοσύνης γι᾿αὐτό καί δέν ὑπέφερε νά βλέπη τήν ἀδικία.

Κάποτε τόν ἐπισκέφθηκε ἕνας νέος ἀπό τήν κοινότητα Μπουσκάνι.
Ἐπειδή ἦτο ἀνάγκη νά φύγη γιά νά λειτουργήση, ἄφησε τόν νέον μόνον του στό κελλί του καί, ὅταν ἐπέστρεψε, δέν εὑρῆκε οὔτε τόν νέον, οὔτε τόν σταυρόν πού εἶχε στό τραπέζι του. Τότε ὁ Γέροντας προσευχήθηκε ἐπίμονα νά ἐπιστρέψη ὁ νέος τόν σταυρό. Μετά ἀπό κάποιο καιρό, ὁ νέος ἐπέστρεψε μέ μελανιασμένο καί πληγωμένο τό πρόσωπό του καί ἔχοντας στά χέρια τόν σταυρό.
Διηγήθηκε στόν Γέροντα ὅτι κάθε νύκτα κάποιος τόν ξυπνοῦσε καί τόν κτυποῦσε μέ τόν κλεμμένο σταυρό. Κι αὐτός μή μπορώντας νά ὑπομείνη ἄλλο τά βάσανα καί τά κτυπήματα, ἔφερε τόν σταυρό πίσω. Ὁ Γέροντας τόν δέχθηκε, τοῦ καθάρισε τίς πληγές, τοῦ ἔδωσε νά φάγη φαγητό καί τό συνεχώρησε γι᾿ αὐτή τήν πρᾶξι του. Καί ἀπό πάνω τοῦ ἔδωσε καί χρήματα γιά τόν κόπο του. Μία μαθήτριά του τόν ἐρώτησε πόσα χρήματα τοῦ ἔδωσε καί ὁ πατήρ τῆς ἀπήντησε. “Ἔβαλα τό χέρι μου μέσα στήν τσέπη μου καί ὅσα ἔπιασα τοῦ τά ἔδωσα”.

λόκληρα χρόνια εἶχε τό διακόνημα νά ξεθάπτη τούς νεκρούς καί νά λειτουργῆ γι᾿ αὐτούς στήν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Λαζάρου, τελῶντας καί μνημόσυνο στό τέλος. Ἀκόμη καί ἀπό τότε πού τόν ἄλλαξαν ἀπό τό διακόνημα αὐτό, ἐπήγαινε μία φορά τήν ἑβδομάδα στό Κοιμητήριο τοῦ μοναστηριοῦ, ὅπου ἐθυμίαζε, ἄναβε κεράκια καί προσευχόταν γιά τούς νεκρούς. Ὅταν ἐπήγαινε γιά τό Κοιμητήριο, ἔπαιρνε μαζί του λίγο ψωμί καί ἐτάϊζε τά πουλάκια, τά ὁποῖα ἤρχοντο καί ἐστέκοντο ἐπάνω στόν ὦμο του.
Μερικές φορές τόν χρόνο ἐπήγαινε στό Κοιμητήριο Μπέλου τοῦ Βουκουρεστίου καί ἔκαμε “Τρισάγια” στούς τάφους τῶν ἡρώων, πού ἔπεσαν γιά τήν ἐλευθερία καί τήν ἀξιοπρέπεια τοῦ ἔθνους. Ἐπίσης ἐπήγαινε στόν τάφο τοῦ μεγάλου ποιητοῦ Μιχαήλ Ἐμινέσκου καί στούς ἄλλους μεγάλους νεκρούς. Μετά τήν ἐπανάστασι τοῦ 1989 καί τήν πτῶσι τοῦ κομμουνισμοῦ, ἐπήγαινε καί στούς τάφους τῶν ἐκεῖ θαμμένων ἡρώων καί τούς ἐμνημόνευε.

Ὁ Γέροντας ἔλεγε συχνά ἐξομολογητικά. ” Ὅ,τι δήποτε ἐζήτησα ἀπό τόν Θεό στήν προσευχή μου, μοῦ τό ἔδωσε. Μάλιστα μοῦ ἔδινε περισσότερα ἀπό ὅ,τι ζητοῦσα. Γι᾿αὐτό λέγω στόν ἑαυτό μου. Μέ ποιές εὐχαριστίες, Ἠλία, μέ ποιές εὐχαριστίες νά εὐχαριστήσης τόν Δεσπότη σου;”

***

Στίς 5 Ἰανουαρίου 1997 ἔγραψε σ᾿ ἕνα σημείωμα καί τό ἔβαλε σέ μιά περίοπτη θέσι γιά νά τό διαβάσουν ὅλοι οἱ μοναχοί. Ἔγραφε. “Ἀδελφοί μου, ἐγώ πεθαίνω, ἐλᾶτε νά συμφιλιωθοῦμε”. Τήν ἴδια ἡμέρα ἐζήτησε συγχώρησι ἀπό τόν Ἡγούμενο καί τόν Ἐκκλησιαστικό.
Ἡ 8η Ἰανουαρίου συνέπεσε νά εἶναι Τετάρτη. Τήν ἡμέρα αὐτή στό μοναστήρι Τσερνίκα τελεῖται τό Ἅγιο Εὐχέλαιο. Ἡ Ἑλένη, μιά μαθήτριά του, ἦλθε ἀπό τό πρωΐ στόν Γέροντα, τοῦ φίλησε τό χέρι κι ἐκεῖνος τῆς εἶπε. “Πήγαινε στήν ἐκκλησία, στό Ἅγιο Εὐχέλαιο καί μετά νά ἔλθης ἀπό μένα, διότι σήμερα πρέπει νά ἀναχωρήσω”.
Μετά τό Εὐχέλαιο, μαζί μέ δύο ἄλλες μαθήτριές του, ἐπέστρεψαν στόν Γέροντα. Τόν εὑρῆκαν νά κάθεται σ᾿ ἕνα κάθισμα, μπροστά ἀπό τό κελλί του καί συνωμίλησαν μαζί του. Τούς εἶπε πολλές φορές: “Βλέπω ἕνα μεγάλο φῶς, βλέπω ἕνα μεγάλο φῶς!” Οἱ κοπέλλες, ἀκούοντας αὐτά τά λόγια του, ἄρχισαν νά διαβάζουν προσευχές.
Μεταφέρθηκε μέσα στό κελλί του, ὅπου μετά ἀπό τρεῖς ὧρες ἐξέπνευσε καί παρέδωσε τό πνεῦμα του στόν Χριστό, πού ἀγάπησε καί ἐργάσθηκε μέχρι τήν ὁσία κοίμησί του. Ἀπέθανε κρατῶντας ἀναμμένο τό κερί στό χέρι του. Ἐκοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων τήν προηγούμενη ἡμέρα. Τό πρόσωπό του ἦτο λαμπρό μέχρι τήν στιγμή πού τόν ἔβαλαν στόν τάφο.
Ἐνταφιάσθηκε, ὅπως τό ἐζήτησε, χωρίς φέρετρο, τυλιγμένος μέ τήν ψάθα του. Κατά τήν ὥρα πού μετέφεραν τό σκήνωμα του στό Κοιμητήριο, ἔβγαινε ἀπό τό σῶμα του μία θαυμάσια εὐωδία, ὅπως ὡμολόγησαν πολλοί Χριστιανοί καί ἰδιαίτερα αὐτοί πού τόν ἐνεταφίασαν.
Ἡ ταπείνωσις ἦτο ἐκείνη πού τόν συνώδευσε μέχρι τό κατώφλιο τοῦ θανάτου του. Ἰδού τί γράφθηκε ἐπάνω στόν τάφο του καί στόν ξύλινο σταυρό. “Ἐπέρασα αὐτή τήν ζωή μέ φαινομενική καλωσύνη καί μέ πολλή κακία”. Τά λόγια αὐτά τά ἔγραψε ὁ ἴδιος καί ζήτησε νά γραφθοῦν στόν τάφο καί στόν σταυρό του.
Ὅσιε Γέροντα Ἠλία, παρακάλεσε τόν Θεό καί γιά ἐμᾶς τούς ἁμαρτωλούς!