Οι Χριστιανοί λοιπόν δεν ξεχωρίζουν ούτε στον τόπο, ούτε στη γλώσσα, ούτε στο ντύσιμο από τους άλλους ανθρώπους.
Μα ούτε και κατοικούν κάπου σε πόλεις δικές τους, ούτε μεταχειρίζονται κάποια διάλεκτο παραλλαγμένη, ούτε κάνουν ζωή που να ξεχωρίζει.
Αυτό δεν είναι γι’ αυτούς διδαχή που βρέθηκε από κάποια επινόηση και από την ανησυχία πολυάσχολων ανθρώπων, ούτε υπερασπίζουν δόγμα ανθρώπινο, όπως μερικοί.
Κατοικώντας σε πόλεις ειδωλολατρικές και βαρβαρικές, κατά τον κλήρο του ο καθένας, και ακολουθώντας τα τοπικά έθιμα σε ντύσιμο και φαγητό, καθώς και στον υπόλοιπο βίο, θαυμαστή και αληθινά παράδοξη δείχνουν την κατάσταση της πολιτείας τους.
Σε πατρίδες κατοικούν δικές τους, αλλά σαν πάροικοι.
Μετέχουν στα πάντα σαν πολίτες και τα πάντα υπομένουν σαν ξένοι.
Κάθε ξένη πατρίδα είναι δική τους και κάθε πατρίδα, ξένη.
Παντρεύονται όπως όλοι, κάνουν παιδιά. Αλλά δεν παρατάνε τα νεογέννητα.
Τραπέζι κοινό έχουν, αλλά όχι και κρεβάτι.
Μέσα σε σάρκα βρίσκονται, αλλά δε ζουν σύμφωνα με τη σάρκα.
Στη γη περνάνε τη ζωή τους, αλλά είναι πολίτες του ουρανού.
Υπακούουν στους νόμους που ορίζονται και με τον βίο τους νικάνε τους νόμους.
Αγαπάνε τους πάντες και από τους πάντες καταδιώκονται.
Τους αγνοούν και τους κατακρίνουν, τους θανατώνουν και κερδίζουν τη ζωή.
Είναι φτωχοί και πλουτίζουν πολλούς·
Τα πάντα στερούνται και στα πάντα έχουν περίσσευμα.
Τους περιφρονούν και μέσα στη περιφρόνηση δοξάζονται· τους συκοφαντούν και δικαιώνονται.
Κακολογούνται και ευλογούν, τους βρίζουν και εκείνοι τιμούν.
Κάνοντας το καλό τιμωρούνται σαν κακούργοι· όταν τιμωρούνται χαίρονται, σαν να έρχονται στη ζωή.
Οι Ιουδαίοι σαν αλλόφυλους τους πολεμάνε και οι ειδωλολάτρες τους κυνηγάνε.
Και για την αιτία της έχθρας, αυτοί που τους μισούν δεν έχουν τι να πουν.
Και πιό απλά, όπως είναι στο σώμα η ψυχή, έτσι είναι στον κόσμο οι Χριστιανοί.
Απλωμένη είναι σε όλα τα μέλη του σώματος η ψυχή, και οι Χριστιανοί στου κόσμου τις πόλεις.
Κατοικεί στο σώμα η ψυχή, δεν είναι όμως από το σώμα· και οι Χριστιανοί στον κόσμο κατοικούν, μα δεν είναι από τον κόσμο.
Αόρατη η ψυχή, στο ορατό φρουρείται σώμα· και τους Χριστιανούς τους ξέρουν, αφού βρίσκονται στον κόσμο, αόρατη όμως η θεοσέβειά τους μένει.
Μισεί την ψυχή η σάρκα και την πολεμάει, χωρίς να αδικείται σε τίποτα, γιατί την εμποδίζει να γεύεται τις ηδονές·
Μισεί και τους Χριστιανούς ο κόσμος, χωρίς να αδικείται σε τίποτα, γιατί στις ηδονές είναι αντίθετοι.
Η ψυχή αγαπάει τη σάρκα που τη μισεί και τα μέλη·
Και οι Χριστιανοί αγαπάνε αυτούς που τους μισούν.
Έχει κλειστεί η ψυχή στο σώμα, συγκρατεί όμως αυτή το σώμα·
Και τους Χριστιανούς τους έχει σαν σε φυλακή ο κόσμος, αυτοί όμως συγκρατούν τον κόσμο.
Αθάνατη η ψυχή, σε θνητό σκήνωμα κατοικεί·
Και οι Χριστιανοί παροικούν στα φθαρτά, την αφθαρσία των ουρανών περιμένοντας.
Όταν στερείται φαΐ και πιοτό, η ψυχή γίνεται καλύτερη·
Και οι Χριστιανοί όταν τιμωρούνται, κάθε ημέρα γίνονται πολύ περισσότεροι.
Σε τέτοια τάξη τους έθεσε ο Θεός, που δεν τους επιτρέπεται να την παρατήσουν.
(Αυθεντικο ιστορικο κειμενο ανώνυμου μαθητή του απολογητή Αριστείδη του Αθηναίου, διδασκάλου του Κλήμη Αλεξανδρέα, 175-200 μ.Χ. κατα την ΠΡΟΣ ΔΙΟΓΝΗΤΟ ΕΠΙΣΤΟΛΗ).