«Δέν θά φάω εάν δέν κατέβεις από Τόν Σταυρό νά φάμε μαζί».

Ένας βοσκός πήγε στόν ιερέα νά Εξομολογηθεί καί αυτός τού είπε: «Νά βαδίζεις στόν ίσιο δρόμο καί θά σωθείς».

Βγήκε έξω καί είδε δρόμο εδώ, δρόμο εκεί, καί πιό πέρα ένα ίσιο δρόμο. «Αυτόν θά πάρω, είπε, γιατί ό ιερέας μου είπε νά βαδίζω στόν ίσιο δρόμο». Βάδιζε λοιπόν δύο ημέρες καί έφθασε σ’ ένα μοναστήρι καί κτυπά τήν πόρτα. Ό μοναχός πού τού άνοιξε τόν ερώτησε «τι θέλεις;»

«Είμαι βοσκός. Επήγα εξομολογήθηκα καί μού είπε ό ιερέας νά βαδίζω τόν ίσιο δρόμο. Αφού λοιπόν ήλθα εδώ, κρατήσετέ με νά σώσω τήν ψυχούλα μου». «Νά τό πούμε στόν Ηγούμενο»

Πηγαίνουν λοιπόν καί λέει ό μοναχός «Είναι βοσκός καί θέλει νά σώσει τήν ψυχή του». Τότε ό Ηγούμενος λέει: «Είσαι γέρος, αγράμματος, τί νά σέ κάνουμε στό μοναστήρι. Αλλά αφού θέλεις νά μείνεις, έλα καί θά σκουπίζεις μόνο τήν εκκλησία». Πηγαίνουν στήν εκκλησία καί βλέποντας Τόν Χριστό επάνω στόν σταυρό, γεμάτος αθωότητα, λέει: «Γιατί σταυρώσατε τόν αδελφό εκεί πάνω;»

«Γιατί δέν σκούπιζε τήν εκκλησία» τού λέει ό μοναχός. Καθίζει μία, δύο τρείς ημέρες, δέν άντεξε άλλο ό βοσκός καί πηγαίνει στόν Εσταυρωμένο καί τού λέει: «Τρείς ημέρες είμαι εδώ καί δέν είδα κανένα νά σού δίνει λίγο νερό καί σέ λυπούμαι. Μά μάρτυς μου Ό Θεός δέν θά φάω εάν δέν κατέβεις νά φάμε μαζί».

Ό Πανάγαθος είδε τήν αθωότητα καί κατέβηκε πραγματικά από Τόν Σταυρό καί έφαγαν. Όταν τελείωσαν, τού λέει ό βοσκός «Ανέβα πάλι επάνω, νά μήν σέ δουν καί σέ τιμωρήσουν περισσότερο, γιατί σέ λυπούμαι», καί ανέβηκε πάλι Ό Χριστός. Επέρασαν πάλι τρείς ημέρες καί είπε πάλι ό βοσκός «Δέν θά φάω αδελφέ μου, άν δέν κατέβεις καί σύ νά φάμε μαζί». Κατεβαίνει πάλι Ό Χριστός καί όταν έφαγαν τού λέει:

«Έχω ένα πατέρα που είναι βασιλιάς καί πολύ πλούσιος. Επειδή λοιπόν μέ φιλοξένησες χωρίς νά τό ξέρει κανείς, θά σέ πάρω κι εγώ στό παλάτι τού πατέρα μου νά σέ φιλοξενήσω». Εκείνη τήν ώρα περνούσε ένας μοναχός τούς είδε, καί πηγαίνει στόν Ηγούμενο καί τού λέει: «Ηγούμενε, ό άνθρωπος πού έφερες, κουβεδιάζει μέ έναν ληστή καί θά μάς ληστέψουν».

Ο Ηγούμενος τού λέει: «Πήγαινε νά τόν ρωτήσεις μέ ποιόν κουβέντιαζε».

Πηγαίνει λοιπόν καί τόν ερωτά: «Σέ είδα πού κουβέντιαζες, ποιός ήταν;»

«Μήν τό πείς στόν Ηγούμενο, Τόν αδελφό πού έχετε σταυρωμένο εκεί πάνω. Φέρνω τήν μερίδα μου καί τρώμε μαζί, καί μού είπε πώς ό πατέρας του είναι βασιλιάς καί θά μέ πάρει νά μέ φιλοξενήσει. Τά έχασε ό μοναχός. Πηγαίνει στόν Ηγούμενο καί τού λέει: «Αυτός ό άνθρωπος είναι άγιος. Αυτό καί αυτό συμβαίνει».

Τότε ο Ηγούμενος τού λέει: «Φέρε μου τόν βοσκό». Έρχεται ό βοσκός, καί τού λέει ό Ηγούμενος: «Σε παρακαλώ πές στόν αδελφό μας νά μέ φιλοξενήσει καί μένα».

«Θά τού τό πώ». Πάει λοιπόν στήν εκκλησία καί λέει στόν Χριστό: «Αδελφέ μου. Νά πάρουμε καί τόν Ηγούμενο στήν φιλοξενία τού πατέρα σου;»

-«Δεν είναι δεκτός ό Ηγούμενος», τού λέει Ό Χριστός. Πηγαίνει στόν Ηγούμενο καί τού λέει: «Μου είπε ό αδελφός μας πώς δέν είσαι δεκτός».

Ό Ηγούμενος όταν τό άκουσε αυτό παραλίγο νά πεθάνει από τήν στενοχώρια του καί τού λέει «Πήγαινε παιδί μου νά τόν παρακαλέσεις νά μέ πάρει καί μένα». Πηγαίνει ό βοσκός καί λέει στόν Χριστό «Αδελφέ μου γιά τό χατίρι τό δικό μου νά τόν πάρουμε, αφού μάς δίνει καί ψωμί καί φαγητό νά τρώμε».

«Για τό δικό σου τό χατίρι νά τού πείς νά ετοιμαστεί…» Ό βοσκός τού τό λέει καί ό Ηγούμενος ετοιμάσθηκε, εξομολογήθηκε, κοινώνησε καί σέ εννέα ημέρες απέθανε. Τόν έσωσε ή αθωότητα καί ή καθαρότητα τής ψυχής του βοσκού.

Ό Χριστός λέει: «Μακάριοι οί πτωχοί τώ πνεύματι»

πηγή