Ο όσιος Αλέξανδρος του Σβιρ (1449–1533) ασκούνταν υπεράνθρωπα, καθ’ υπόδειξη του Θεού, μέσα στη δασώδη και απομακρυσμένη έρημο του ποταμού Σβιρ.
Το 1508, που ο όσιος συμπλήρωνε τον 23ο χρόνο του σ’ εκείνη την έρημο, κι ενώ ήταν στο ερημικό κελλί του, μια νύχτα που κατά την συνήθειά του προσευχόταν, ξαφνικά στο σημείο που βρισκόταν έλαμψε ένα μεγάλο φως.
Ο όσιος ξαφνιάστηκε και σκέφτηκε: «Τι να σημαίνει άραγε αυτό;». Και αμέσως είδε τρεις ανθρώπους να έρχονται προς αυτόν ντυμένοι με λαμπρά, λευκά ενδύματα. Ήταν ωραιότατοι και αγνοί, λάμποντας περισσότερο κι απ’ τον ήλιο και αστράφτοντας με μια ανέκφραστη ουράνια δόξα. Καθένας τους, κρατούσε στο χέρι του κι από ένα σκήπτρο. Όταν τους είδε ο όσιος, έτρεμε ολόκληρος, γιατί τον κατέλαβε φόβος και τρόμος. Και μόλις συνήλθε λίγο, προσπάθησε να τους προσκυνήσει μέχρι το έδαφος.
[sc name=”eidi-roychismoy” ][/sc]
Εκείνοι όμως τον έπιασαν από το χέρι, τον σήκωσαν και του είπαν:
–Έχε ελπίδα μακάριε και μη φοβάσαι!
Και ο άγιος είπε:
–Κύριοί μου, εάν βρήκα κάποια χάρη ενώπιόν σας, πέστε μου· ποιοί είστε; Που, ενώ έχετε τόση δόξα και λαμπρότητα, καταδεχθήκατε να έρθετε προς τον δούλο σας, γιατί δεν είδα κανέναν με τέτοια δόξα όπως εσείς.
Εκείνοι του απάντησαν:
–Άνθρωπε θείων επιθυμιών, μη φοβάσαι! Γιατί το Άγιο Πνεύμα ευαρεστήθηκε να κατοικήσει σε σένα για την αγνότητα της καρδιάς σου και όπως σου προείπα πολλές φορές, έτσι και τώρα σου λέω, ότι πρέπει να φτιάξεις Εκκλησία, να συγκεντρώσεις αδελφούς και να δημιουργήσεις Μοναστήρι. Επειδή με σένα ευδόκησα να σώσω πολλές ψυχές και να τους φέρω στην επίγνωση της αληθείας.
Ακούγοντας αυτά ο όσιος, γονάτισε, και πλημμυρισμένος από δάκρυα, είπε:
–Κύριέ μου, ποιός είμαι εγώ ο αμαρτωλός, ο χειρότερος απ’ όλους τους ανθρώπους, που θα ήμουν άξιος να αναλάβω τέτοιες ευθύνες σαν κι αυτές για τις οποίες μου μίλησες; Είμαι αδύνατος, για να αποδεχθώ μια τέτοια αποστολή. Γιατί εγώ δεν ήρθα σ’ αυτόν τον τόπο να κάνω αυτά που με ορίζεις, αλλά για να κλάψω τις αμαρτίες μου.
Ο όσιος λέγοντας αυτά, κειτόταν κάτω στο έδαφος και ο Κύριος τον έπιασε πάλι από το χέρι, τον σήκωσε και του είπε:
–Σήκω πάνω, πάρε θάρρος και δύναμη και κάνε όσα σου είπα.
Ο όσιος απάντησε:
–Κύριέ μου, μη θυμώνεις που τόλμησα να σου αντιμιλήσω. Πες μου· σε τίνος όνομα θέλεις να τιμάται η Εκκλησία που η αγάπη Σου θέλει να χτιστεί σ’ αυτόν τον τόπο;
Και ο Κύριος είπε στον όσιο:
–Όπως ήδη βλέπεις τον Έναν να σου μιλάει με τρία πρόσωπα, φτιάξε την Εκκλησία στο όνομα του Πατρός και Υιού και του Αγίου Πνεύματος, της Αγίας Τριάδος «ἐν μιᾷ τῇ οὐσίᾳ». Σου αφήνω την ειρήνη Μου και αυτή ας είναι μαζί σου!
Και, ξαφνικά, ο όσιος είδε τον Κύριο με απλωμένα φτερά να βαδίζει στο έδαφος και μετά έγινε άφαντος.
Ο όσιος Αλέξανδρος συνεπαρμένος, με πολλή χαρά και φόβο, ευχαρίστησε τον Θεό και άρχισε να σκέφτεται πώς και πού θα χτίσει την Εκκλησία. Προσευχήθηκε πολύ γι’ αυτό. Μια μέρα, ξαφνικά, άκουσε μια φωνή να του μιλάει από ψηλά. Κοιτάζοντας προς τα πάνω, είδε έναν άγγελο με απλωμένα τα φτερά του, φορώντας μοναχικό μανδύα και κουκούλιο, με τον ίδιο τρόπο που άλλοτε εμφανίστηκε στον Μεγάλο Παχώμιο.
Άκουσε να του λέει:
–«Εἷς Ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός. Αμήν».
Αλέξανδρε! Ας χτιστεί η Εκκλησία σ’ αυτόν τον τόπο στο όνομα του Κυρίου που εμφανίστηκε σε σένα με τρία Πρόσωπα· του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, της αδιαιρέτου Τριάδος.
Και λέγοντας αυτά, σημείωσε στον τόπο εκείνο το σημείο του Σταυρού με το χέρι του κι έγινε άφαντος. Ο όσιος Αλέξανδρος του Σβιρ ευφράνθηκε πολύ με το όραμα αυτό, ευχαρίστησε τον Θεό, που δεν παρείδε την δέησή του, και τοποθέτησε στο σημείο εκείνο έναν Σταυρό…
[ Πέτρου Αθ. Μπότση:
«Η Θηβαΐδα του Βορρά»,
κεφ. 6ο, σελ. 157–159,