Δικαιωμένοι μόνο όσοι αντιστάθηκαν με σθένος στο προδοτικό Σχέδιο Ανάν
Επί πενήντα χρόνια η Κύπρος βρίσκεται σε μια ομηρία τρόμου. Για μισό αιώνα η διεθνής κοινότητα επιδεικνύει την αδυναμία ή αδιαφορία της, σε αντίθεση με τη στάση της για την Ουκρανία, να δώσει τη δέουσα προσοχή στην υπό κατοχή Κύπρο. Απρόθυμη να αναγνωρίσει την εισβολή και αρπαγή από την Τουρκία, κάθε τόσο προωθεί μια στρατηγική «επίλυσης του προβλήματος» της Κύπρου, με γνώμονα τα συμφέροντα ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και Τουρκίας, όχι όμως του Ελληνισμού.
- Από τον Βασίλη Γαλούπη
Σημείο αναφοράς ως και σήμερα στάθηκε το περιβόητο Σχέδιο Ανάν, που τελικώς απορρίφθηκε, παρά τις αφόρητες πιέσεις, από την πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων στο ιστορικό δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου 2004. Το σχέδιο διαμορφώθηκε σε πέντε διαδοχικές εκδοχές, που παρουσιάστηκαν από το 2002 ως το 2004.
Στην Ελλάδα ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης ευδοκιμούσε πολιτικά ακριβώς επειδή φρόντιζε να είναι «εύκαμπτος» στα μεγάλα εθνικά ζητήματα. Ο ίδιος, όπως και ο τότε υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Παπανδρέου, υποστήριζαν σθεναρά το Σχέδιο Ανάν. Τόσο που η στάση τους στις διαπραγματεύσεις του Σχεδίου εργαλειοποιήθηκε από ΗΠΑ, Βρετανία και Ε.Ε. ως υποτιθέμενη δέσμευση της Ελλάδας για να πιέζουν τους διαδόχους τους ώστε να αποδεχτούν τα πάντα.
Ομως, μετά τις εκλογές της 7ης Μαρτίου 2004 οι πολιτικοί πρωταγωνιστές άλλαξαν. Πρωθυπουργός έγινε ο Κώστας Καραμανλής και στη θέση του ΥΠΕΞ βρέθηκε ο Πέτρος Μολυβιάτης. Αντίθετα με την κυβέρνηση Σημίτη, η κυβέρνηση Καραμανλή τήρησε μια, έμμεσα αλλά έντονη και άκαμπτη, αρνητική στάση στο προδοτικό Σχέδιο Ανάν. Ξεκάθαρα είχε εκφράσει τότε την αντίθεσή του και ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, που είχε καταφέρει να διαδραματίζει έναν σημαντικό ρόλο συνολικά στην ελληνική κοινωνία. Χαρακτήριζε το Σχέδιο «αντεθνικό» και δήλωνε ότι «αυτή η λύση που προωθείται δεν συμφέρει τους Κυπρίους που θυσιάστηκαν για την πατρίδα. Αν περάσει το Σχέδιο, η θυσία τους θα πάει στράφι».
Το Σχέδιο Ανάν πρωτοπαρουσιάστηκε στην αρχική μορφή του στις 11 Νοεμβρίου 2002. Το δεύτερο, αναθεωρημένο, στις 10 Δεκεμβρίου 2002 και το τρίτο στις 26 Φεβρουαρίου 2003. Στις προεδρικές εκλογές εκείνης της χρονιάς στην Κύπρο επικράτησε ο Τάσσος Παπαδόπουλος, που αντικατέστησε τον Γλαύκο Κληρίδη. Τον Μάρτιο του 2004, με Πρόεδρο τον Παπαδόπουλο, παρουσιάστηκε η τελική μορφή του Σχεδίου Ανάν υπό τον τίτλο «H συνολική διευθέτηση του κυπριακού προβλήματος». Μέσα από 181 σελίδες υιοθετούνταν σαφώς οι τουρκικές θέσεις. Περιλαμβάνονταν ακόμα και η παρτιτούρα για τον νέο κυπριακό εθνικό ύμνο και η απεικόνιση της νέας κυπριακής σημαίας με πέντε οριζόντιες λωρίδες: μπλε – λευκή – κίτρινη – λευκή – κόκκινη.
Σύμφωνα με το Σχέδιο Ανάν, η Κυπριακή Δημοκρατία θα έπαυε να υπάρχει. Το κράτος της Κύπρου θα αντικαθιστούσε ένα υβρίδιο με την ονομασία «Κύπρος», που θα ήταν πρωτοφανές στη διεθνή ιστορία. Η τουρκική Κατοχή θα νομιμοποιούνταν πλήρως. Δεν θα ήταν ούτε ομοσπονδία ούτε συνομοσπονδία, αλλά ένα μόρφωμα μεταξύ των δύο, που δεν θα είχε προηγούμενο στη διεθνή πρακτική. Σε όλα τα όργανα αυτού του νέου «κράτους» η πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων θα γινόταν ουσιαστικά μειοψηφία.
Η τουρκοκυπριακή κοινότητα θα διατηρούσε, πρακτικά, δικαίωμα βέτο σε οποιαδήποτε πολιτική απόφαση. Το κεντρικό κράτος θα είχε εναλλασσόμενη Προεδρία και Ανω Βουλή μοιρασμένη εξίσου μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Τα όργανα που θα έπαιρναν τις κρίσιμες αποφάσεις θα εκπροσωπούνταν με ίσο αριθμό μελών. Σε περίπτωση διαφωνίας επί της διακυβέρνησης του νέου «κράτους» την απόφαση θα την έπαιρναν ξένοι δικαστές, οι οποίοι θα καθόριζαν κάθε φορά την πορεία της «Κύπρου».
Στην Κύπρο τη θέση του Κληρίδη είχε πάρει ο Τάσσος Παπαδόπουλος, που, παρά τους κατ’ ουσίαν εκβιασμούς ΗΠΑ και Βρετανίας, αντιτάχθηκε στην αποδοχή του Σχεδίου Ανάν. Η Ιστορία έχει ήδη καταγράψει όχι μόνο την απόρριψη του Σχεδίου αλλά και όσα ακολούθησαν. Στη σωστή πλευρά της Ιστορίας του Ελληνισμού βρέθηκαν ο Τάσσος Παπαδόπουλος, ο Κώστας Καραμανλής, ο Χριστόδουλος κι όλοι όσοι αντιτάχθηκαν στα φιλοτουρκικά πλάνα ολοκληρωτικής κατοχής του νησιού.
Στη λάθος πλευρά της Ιστορίας βρίσκονται έκτοτε όσοι, Ελληνες και ξένοι πολιτικοί, υπερασπίστηκαν τα σχέδια υπέρ της τουρκοποίησης του νησιού. Η μετέπειτα στάση της τουρκοκυπριακής πλευράς και του Ερντογάν σε βάρος του Ελληνισμού επιβεβαίωσε ότι η μοναδική διέξοδος ήταν το «όχι».
Τα βασικά σημεία του Σχεδίου που καταργούσε την Κυπριακή Δημοκρατία
- Η νέα «Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία» θα ήταν μια Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία, ένα μόρφωμα που κάτω από το Σύνταγμα, το Κοινοβούλιο, τη σημαία και τον εθνικό ύμνο του θα υπήρχαν δύο ισότιμα «συνιστώντα κράτη», Ελληνοκυπριακό και Τουρκοκυπριακό, με δικές τους σημαίες, Συντάγματα, Κοινοβούλια και ύμνους.
- Η κυριαρχία θα ήταν μία και υπήρχε ρητή απαγόρευση είτε της Ενωσης, που επιθυμούσαν οι Ελληνοκύπριοι, είτε της Διχοτόμησης, που προσβλέπουν οι Τουρκοκύπριοι. Η νέα Κύπρος θα έμπαινε στην Ε.Ε. ως επανενωμένο κράτος την 1η Μαΐου του 2004 και θα δεσμευόταν ότι σε κάθε περίπτωση θα υποστηρίξει την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
- Η νέα χώρα θα διέθετε μια αδύναμη κεντρική κυβέρνηση, στην Προεδρία θα υπήρχε εναλλαγή Προέδρων Ελληνοκυπρίων/Τουρκοκυπρίων ανά θητεία, στην Ανω Βουλή θα υπήρχε 50%-50% αντιπροσώπευση και στην Κάτω Βουλή αναλογία πληθυσμού.
- Το Ανώτατο Δικαστήριο θα είχε ρόλο βαρύνουσας σημασίας, αφού κάθε φορά που θα μπλοκαριζόταν το Προεδρικό Συμβούλιο από βέτο των Τουρκοκυπρίων θα έπαιρνε αυτό τις αποφάσεις. Οι ξένοι δικαστές που θα συμμετείχαν θα ήταν αυτοί που πρακτικά θα καθόριζαν κάθε φορά τίνος τα συμφέροντα θα επικρατούσαν και ήταν ασαφές πώς και ποιος θα τους διόριζε (πιθανώς ο ΟΗΕ).
- Ο τουρκοκυπριακός τομέας θα περιοριζόταν στο 28,5% της συνολικής έκτασης του νησιού. Τα ξένα στρατεύματα στο νησί θα αυξάνονταν κατά πολύ για τη μεταβατική περίοδο, προβλεπόταν δηλαδή ότι Ελλάδα και Τουρκία θα διατηρούσουν έως το 2011 μέχρι και 6.000 άνδρες καθεμία, αριθμός που θα μειωνόταν από το 2018. Οι βρετανικές βάσεις θα παρέμεναν στην Κύπρο. Ακόμη, θα παρέμεναν 45.000 Τούρκοι έποικοι.
- Αλλη μια παγκόσμια πρωτοτυπία του Σχεδίου Ανάν ήταν ότι η Κύπρος, στο έδαφος της οποίας θα σουλατσάριζαν τουρκικές και βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις, θα γινόταν το πρώτο κράτος διεθνώς που του απαγορεύεται να έχει στρατό. Επίσης, θα αποκλειόταν από οποιαδήποτε τωρινή ή μελλοντική δραστηριότητα του ευρωστρατού, χωρίς τη συγκατάθεση της Αγκυρας.
- Για τους εκτοπισμένους, η φόρμουλα του Σχεδίου ήταν δαιδαλώδης. Κάποιοι θα γύριζαν στα σπίτια τους, ενώ για άλλους όριζε είτε να τους αποδοθεί η περιουσία τους είτε να λάμβαναν οικονομική αποκατάσταση.ΚΕΙΜΕΝΟ-04
Απροκάλυπτοι εκβιασμοί από το εξωτερικό και τρομολαγνικά σενάρια Σημίτη
Στην ουσία, το αποτυχημένο Σχέδιο Ανάν δεν έλυνε κανένα από τα προβλήματα της Κύπρου. Παρέπεμπε πρακτικά τα μεγάλα ζητήματα της διακυβέρνησης στη διαιτησία ξένων δυνάμεων, νομιμοποιούσε τον «Αττίλα» και απέδιδε στην τουρκοκυπριακή μειοψηφία δικαιώματα αντίθετα με το Διεθνές Δίκαιο, αναγνωρίζοντας τις παρανομίες ως τετελεσμένα.
Κορυφαίοι συνταγματολόγοι απέρριψαν το Σχέδιο. Παρά ταύτα, το Σχέδιο Ανάν εξέφραζε πλήρως τη βούληση Αμερικανών και Αγγλων. Συνεπώς, ασκήθηκαν τεράστιες πιέσεις σε Λευκωσία και Αθήνα να υποχωρήσουν εκβιαζόμενοι και να το δεχθούν. Ακόμα και η δήλωση με την οποία ο γ.γ. του ΟΗΕ Κόφι Ανάν σέρβιρε την παράδοση του τελικού Σχεδίου για την επίλυση του Κυπριακού ήταν ένας απροκάλυπτος εκβιασμός. «Η επιλογή είναι μεταξύ αυτής της λύσης ή της μη λύσης» ανακοίνωσε και κάλεσε τις ηγεσίες των πλευρών να καθοδηγήσουν τους λαούς τους με «σύνεση», για να ψηφίσουν θετικά στα δημοψηφίσματα και «να μην κάνουν πάλι το ίδιο λάθος».
Τα ξημερώματα της 1ης Απριλίου 2004 ο νεοεκλεγείς πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής δήλωνε από την Ελβετία, μετά το τέλος των δραματικών διαβουλεύσεων για την επίλυση του Κυπριακού, «δυστυχώς δεν κατέστη δυνατόν να επιτευχθεί μια συμφωνημένη λύση», εκφράζοντας τη δυσφορία του για τον χειρισμό της υπόθεσης από τον ΟΗΕ και τον διεθνή παράγοντα. Τονίζοντας με νόημα ότι πήγε στην Ελβετία δεσμευμένος από την προηγούμενη διαδικασία, ο Καραμανλής δήλωσε ότι η τελική κρίση ανήκει στον κυπριακό λαό και στην ηγεσία του και πως είναι «πεπεισμένος ότι η απόφαση θα ληφθεί με σύνεση, υπευθυνότητα και διορατικότητα».
Από την άλλη ο Σημίτης συνέχιζε τρομολαγνικά, μόλις μέρες πριν από το δημοψήφισμα, να πιέζει για αποδοχή του Σχεδίου Ανάν: «Μήπως μια διχοτομημένη Κύπρος είναι εστία περισσότερων κινδύνων από μία επανενωμένη Κύπρο;» Και ο Γιώργος Παπανδρέου υποστήριζε: «Μη λύση θα σημαίνει διαιώνιση της διχοτόμησης και υπονόμευση των συμφερόντων των Κυπρίων».
Η πρώτη δημόσια «βολή» του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου κατά του Σχεδίου Ανάν ήρθε τον Νοέμβριο 2002. «Η Εκκλησία της Ελλάδος δεν συγχαίρει τον γενικό γραμματέα του OHE διά το Σχέδιον και δεν θεωρεί ότι είναι σχέδιον πράγματι λύσεως του Κυπριακού…» ανακοίνωνε η Ιερά Σύνοδος, τονίζοντας ότι δεν πρέπει να γίνουν παραχωρήσεις εις βάρος του Κυπριακού Ελληνισμού. Ο Αρχιεπίσκοπος πρόσθετε ότι οι πολιτικοί ηγέτες «πιέζονται να δεχθούν μια λύση που δεν τη θέλουν κατά βάθος» και εκτιμούσε ότι η συγκεκριμένη λύση μπορεί να αποτελέσει προηγούμενο για νέες υποχωρήσεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, για τη Θράκη και το Αιγαίο.
Στις 7 Απριλίου 2004 ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Τάσσος Παπαδόπουλος απηύθυνε διάγγελμα στον κυπριακό λαό που έμελλε να μείνει στην Ιστορία. Με δάκρυα στα μάτια και έντονα φορτισμένος, είπε: «Παρέλαβα κράτος διεθνώς αναγνωρισμένο. Δεν θα παραδώσω κοινότητα χωρίς δικαίωμα λόγου και σε αναζήτηση κηδεμόνα».
Το διάγγελμά του θεωρείται ότι επηρέασε καταλυτικά εκατοντάδες χιλιάδες Κύπριους ψηφοφόρους, «τσιμεντώνοντας» το «ΟΧΙ» στο δημοψήφισμα που ακολούθησε λίγες μέρες αργότερα: «Ελληνικέ κυπριακέ λαέ, Στη ζυγαριά του ΝΑΙ και του ΟΧΙ, πολύ βαρύτερες και πολύ πιο επαχθείς θα είναι οι συνέπειες του ΝΑΙ. Σε καλώ να απορρίψεις το Σχέδιο Ανάν. Σε καλώ να πεις στις 24 του Απρίλη ένα δυνατό ΟΧΙ. Σε καλώ να υπερασπιστείς το δίκαιο, την αξιοπρέπεια και την Ιστορία σου. Με αίσθημα ευθύνης απέναντι στην Ιστορία, στο παρόν και το μέλλον της Κύπρου και του λαού μας, σε καλώ να μην υποθηκεύσεις το μέλλον στην πολιτική βούληση της Τουρκίας. Να προασπιστείς την Κυπριακή Δημοκρατία, λέγοντας ΟΧΙ στη κατάλυσή της. Να συστρατευτείς για μια νέα πιο ελπιδοφόρα πορεία επανένωσης της πατρίδας μας μέσα από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Καλή Ανάσταση σε όλους».
Ο θρίαμβος του «ΟΧΙ»
Στις 24 Απριλίου 2004 το Σχέδιο υποβλήθηκε σε δύο ξεχωριστά δημοψηφίσματα. Η προσέλευση του κόσμου ήταν τεράστια, με το 90% από τους 480.000 εγγεγραμμένους Ελληνοκυπρίους και το 75% από τους 143.000 Τουρκοκυπρίους να ψηφίζουν. Το Σχέδιο Ανάν απορρίφθηκε από τους Ελληνοκυπρίους με ποσοστό 76% (το υπερψήφισε μόλις το 24%).
Αντίθετα, οι Τουρκοκύπριοι το ενέκριναν με 65%. Συγκεκριμένα, το «ΟΧΙ» έλαβε στην Κυπριακή Δημοκρατία 313.704 ψήφους και ποσοστό 75,83%, ενώ μόλις 99.976 ψήφισαν ΝΑΙ, δηλαδή ποσοστό 24,17%. Περίπου 15.000 ψηφοφόροι επέλεξαν λευκό ή άκυρο. Στο ψευδοκράτος ψήφισαν «ΝΑΙ» κατά το 64,91% (77.646 ψήφοι) και «ΟΧΙ» το 35,09% (41.973 ψήφοι), με 5.344 άκυρα ή λευκά και 87% συμμετοχή.
Η συντριπτικά αρνητική απάντηση των Κυπρίων σόκαρε τον διεθνή παράγοντα, που έκτοτε συνέχισε αθόρυβα να πιέζει για «λύσεις» βάσει παραλλαγών του Σχεδίου Ανάν. Η φιλολογία που ακολούθησε κατηγορούσε όσους δεν το αποδέχτηκαν για θέσεις «μαξιμαλιστικές» και βάφτιζε το απορριφθέν σχέδιο ως τελευταία ευκαιρία που χάθηκε, χαρακτηρισμός που αποδίδεται κάθε φορά στην εκάστοτε πρόταση «επίλυσης» για καθαρά τρομολαγνικούς λόγους.
Αμέσως μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ο Κύπριος Πρόεδρος Τάσσος Παπαδόπουλος συναντήθηκε με την κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή και συμφώνησαν ότι στο εξής η επίλυση του Κυπριακού θα περνούσε μέσα από την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Την Πρωτομαγιά του 2004 η Κύπρος εντάχθηκε ολόκληρη στην Ε.Ε., με τους εταίρους όμως να αναγνωρίζουν ότι ένα τμήμα του εδάφους βρίσκεται υπό τουρκική κατοχή. Εκτοτε, το ευρωπαϊκό κεκτημένο εφαρμόζεται μόνο στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας κι όχι στα Κατεχόμενα.
*πηγή: εφημερίδα «δημοκρατία»